‘-Έλα, Τασούλ. Έλα κάτσε μαζί μας, να κεράσουμε ένα τσίπουρο. Αργά είν’ για καφέ. Σωστά;
-Σωστά και λάθος. Σωστά, είν’ αργά για καφέ. Λάθος, γιατί σήμερα θα κεράσω γω τα τσίπουρα!
-Αυτό αποκλείεται, Τασούλ, γιατί εμείς σε καλέσαμε, εμείς κερνάμε!
-Όχι, Γιάννε. Σήμερα δε θα το δεχτώ. Να ‘ταν άλλη μέρα, μπορεί. Σήμερα όμως ειδικά, είμαι φορτωμένος!
-Μπα; Πώς έτσι, Τασούλ;
-Έεε, έδωσα τη λεβάντα για. Είκοσι στρέμματα. Πληρώθηκα Χάμπο! Σήμερα, λοιπόν, κερνάω γω! Πέτρο! Τρία τσίπουρα με μεζέ!
-Κοίτα να δεις κάτι πράματα. Εμείς μαλώνουμε για το ποιος θα κεράσει…και είν’ και κάποιοι άλλοι…όνομα και μη χωριό, που το χέρι τους δε μπήκε ποτέ στην τσέπη τους…
-Έεε, ναι, Γιάννε, καβούρια έχει η τσέπη τους, για. Και ξες και κάτι άλλο. Κάνα – δύο που πάει ο νους μου τώρα, έτσι πρόχειρα – πρόχειρα…για τους σπαγγοραμμενους λέμε τώρα, έτσι; Έεε, αυτοί είν’ και οι πιο καλά βαστημένοι!
-Ναι, Χάμπο. Αυτοί και τετρακόσια στρέμματα λεβάντα να πληρωθούν, και τέσσερις χιλιάδες στρέμματα, τέσσερα ευρώ δε θα δώσουν για να κεράσουν δύο καφέδες!
-Μήπως, Γιάννε, λέω, μήπως γι’ αυτό έχουν τα τετρακόσια στρέμματα λεβάντα και τα τέσσερις χιλιάδες άλλα, και τα άλλα και τ’ άλλα και ένας Θεός ξέρει ακόμα τι άλλα;
-Δεν έχεις άδικο, Τασούλ. Έτσι τα κάνουν τα πολλά τα στρέμματα και τα πολλά τα πλούτη. Με τη τσιγκουνιά τα κάνουν, συνήθως! Αλλά, απ’ την άλλη, τι να το κάνεις; Είν’ ζωή αυτό που ζουν οι τσιγκούνηδες;
-Ναι, Γιάννε. Όμως αυτοί έχουν τον πάρα!
-Όσο παρά κι αν έχουν, πάλι φτωχοί είν’, Χάμπο! Πλούσιοι είμαστε εμείς κι ας είμαστε φτωχοί!
-Τι είπες τώρα, Γιάννε! Τι ακροβατικό στη σκέψη ήταν αυτό;
-Ξέρω τι σε λέω, Χάμπο. Πλούσιοι είμαστε εμείς, που μαλώνουμε για το ποιος θα κεράσει τα τσίπουρα! Συμφωνείς, Τασούλ;
-Συμφωνώ Γιάννε. Και πάνω σ’ αυτό, θα σε πω και μιαν ιστορία.
-Για πες, βρε Τασούλ. Για κανέναν τσιγκούνη θα ‘ναι, έεε;
-Για κάποιους, πολλοί πλούσιους, όμως και απίστευτα τσιγκούνηδες. Ολόκληρη παρέα! Μ’ έλεγε ο θείος μου, της πρώτης μου ξαδέρφης ο άνδρας, που είχε ένα καφέ – μπαρ, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, για μια παρέα που σύχναζε εκεί. Τους είχα συναντήσει κι εγώ, αρκετές φορές, στο μαγαζί του, γιατί, σα φοιτητής, πήγαινα σχεδόν κάθε μέρα εκεί, για καφέ, ή για τσίπουρο!
-Και τι παρέα ήταν αυτοί, Τασούλ;
-Κάτι φτωχαδάκια! Ο ένας, ήταν σίγουρα μέσα στους δύο – τρεις πλουσιότερους ανθρώπους της Θεσσαλονίκης. Ακίνητα. Ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα είχε δικά του. Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ο “θείος”. Έτσι τον φώναζαν.
-Κι οι άλλοι, Τασούλ; Φτωχαδάκια;
-Φτωχαδάκια, όλοι. Δεν ξέρανε τι είχαν. Τουλάχιστον από πέντε – δέκα μαγαζάρες ο καθένας τους…εισοδηματίες…Ομόλογα, μετοχές, λίρες…τέτοια πράματα. Τιποτένια!
-Νόστιμα τα λες, Τασούλ! Όλοι ήταν πλούσιοι;
-Όλοι, όχι! Ήτανε και ένας – δύο μικροεπαγγελματίες στην ίδια παρέα, που τα κουτσοκαταφέρνανε να βγάλουν ένα μεροκάματο. Όχι, αλήθεια λέω τώρα. Μεροκαματιάρηδες.
-Άαα, είχε και φτωχούς η παρέα…
-Μόνο που, αυτοί οι φτωχοί, ειδικά σε σχέση με τους άλλους, θυμάμαι ο ένας είχε ένα μαγαζάκι με τσάντες και ο άλλος ένα με γυναικεία ρούχα, πως γινότανε και πάντα αυτοί πλήρωναν τους λογαριασμούς της παρέας.
-Σοβαρά, Τασούλ;
-Έεε ναι. Με τα ‘λεγε και ο θείος μου, αλλά το ‘βλεπα και εγώ με τα μάτια μου. Κυμπαριλίκι είχαν μόνον αυτοί οι δύο!
-Οι άλλοι; Καβούρια στις τσέπες;
-Ναι, Γιάννε. Όλο κάτι συνέβαινε σαν έφτανε η ώρα του λογαριασμού. Μία το κινητό, μία είχε μόνο πεντακοσάρικο ο άλλος, μία το ένα, μία το άλλο…
-Βρε τα φτωχαδάκια! Τους λυπάμαι αναδρομικά!
-Κι όμως, Χάμπο. Αυτοί είν’ φτωχοί κι ας έχουν. Και εκεί είμαστε πλούσιοι κι ας είμαστε φτωχοί. Πέτρο…το λογαριασμό!
-Τι λες Γιάννε, δικά μου!
-Δεν τα είπαμε. Σήμερα που είμαι φορτωμένος…η λεβάντα…