Υψηλούς µισθούς και επιπλέον παροχές επιθυµούν περισσότερο οι Ελληνες εργαζόμενοι προκειμένου οι εργοδότες τους να γίνουν ελκυστικότεροι, χωρίς όμως η επιθυμία τους αυτή να εκπληρώνεται. Το χάσμα μεταξύ του τι θέλουν οι εργαζόμενοι και του τι πιστεύουν ότι προσφέρουν οι εργοδότες –παράλληλα και με το τι αντιλαμβάνονται οι εργαζόμενοι ότι τους προσφέρουν– παραμένει αγεφύρωτο, όπως καταγράφεται στην έρευνα της Randstad Employer Brand (REBR), που πραγματοποιείται σε 31 χώρες παγκοσμίως, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Για τη χώρα μας η έρευνα διεξάγεται για 5η συνεχή χρονιά, αξιολογώντας δείγμα των 150 μεγαλύτερων εταιρειών σε αριθμό προσωπικού. Στη φετινή έρευνα συμμετείχαν 3.547 άτομα, μεταξύ των οποίων Ελληνες φοιτητές, εργαζόμενοι και άνεργοι, ηλικίας από 18 και 65 ετών, ενώ οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν διαδικτυακά τον Ιανουάριο του 2022.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, ενώ ο ελκυστικός μισθός και οι παροχές παραμένουν και το 2022 ο σημαντικότερος παράγοντας για την επιλογή εργοδότη, κυρίως σε γυναίκες, σε εργαζόμενους ηλικίας 55-64 ετών και σε όσους διαθέτουν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, οι επιχειρήσεις λαμβάνουν μέτρια έως χαμηλή βαθμολογία σε αυτούς τους τομείς. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα μεταξύ των εργαζομένων ηλικίας 35-54 ετών, οι οποίοι είναι λιγότερο ικανοποιημένοι σε αυτό το θέμα.Ένας στους πέντε Ελληνες θέλει να αλλάξει δουλειά-1
Στη δεύτερη και την τρίτη θέση των κριτηρίων για την επιλογή εργοδότη εμφανίζονται το ευχάριστο περιβάλλον εργασίας και η δυνατότητα εξέλιξης της σταδιοδρομίας. Μάλιστα, και αυτοί οι παράγοντες που παραμένουν σημαντικοί για τους εργαζομένους στην Ελλάδα, δεν έχουν την ίδια βαρύτητα και για τους εργοδότες, οι οποίοι λαμβάνουν χαμηλή αξιολόγηση αναφορικά με τα παραπάνω.
Παραμένει το χάσμα μεταξύ του τι θέλουν οι εργαζόμενοι και του τι πιστεύουν ότι προσφέρουν οι εργοδότες, διαπιστώνει έρευνα της Randstad.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν θεωρείται τυχαίο ότι ένας στους πέντε εργαζομένους αναζητεί, εντός του 2022, τον νέο του εργοδότη. Η έρευνα δείχνει ότι το 22% των εργαζομένων σκοπεύει να αλλάξει εργοδότη, με την εγχώρια αγορά εργασίας να παρουσιάζει σημαντική κινητικότητα.
Είναι ενδεικτικό πως το 13% των εργαζομένων στην Ελλάδα άλλαξε εργοδότη κατά το τελευταίο μισό του 2021, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με 9% το προηγούμενο έτος, με τους νέους ηλικίας 18-34 ετών (17%) και τους εργαζομένους με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο (13%) να καταγράφουν την πιο συχνή τάση για αλλαγή εργασιακού περιβάλλοντος. Υψηλή πρόθεση κινητικότητας παρουσιάζουν οι γυναίκες (24%) και οι ηλικίες 18-34 ετών. Στον αντίποδα, οι υπάλληλοι γραφείου παρουσιάζουν μια μειούμενη τάση πρόθεσης αλλαγής εργασίας (18% σε σχέση με 20% το 2021), τη στιγμή που οι εργαζόμενοι τεχνικών ειδικοτήτων και χειρωνακτικών επαγγελμάτων καταγράφουν αντίθετη τάση, με το 20% να δηλώνει πρόθυμο να αλλάξει εργοδότη το πρώτο εξάμηνο του 2022, ποσοστό κατά 4% υψηλότερο σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν (16%). Το 34% των εργαζομένων που δεν νιώθει εργασιακή ασφάλεια σχεδιάζει να αλλάξει δουλειά το 1ο μισό του 2022 (29% το 2021), ενώ το 12% των εργαζομένων που νιώθει εργασιακή ασφάλεια προτίθεται να αλλάξει εργασία την ίδια περίοδο (10% το 2021).
Χαμηλές αποδοχές και αβέβαιο εργασιακό περιβάλλον δημιουργούν ανασφάλεια στους εργαζομένους και διαταράσσουν το κλίμα εμπιστοσύνης και αφοσίωσης που απαιτείται. Οσοι έχουν τη δυνατότητα, ήτοι τις κατάλληλες δεξιότητες, υψηλό μορφωτικό επίπεδο και εξειδίκευση, αναζητούν άλλον εργοδότη και οι περισσότεροι τον βρίσκουν.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι συνέπειες της πανδημικής κρίσης στην ελληνική αγορά εργασίας άφησαν καθαρό το αποτύπωμά τους, καθώς, όπως δείχνει και η μελέτη της Randstad, η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής αποτελεί ένα δυναμικό κριτήριο για τους εργαζομένους, με την προστασία του μισθού, τη δυνατότητα εξέλιξης της καριέρας και τις ευέλικτες εργασιακές συνθήκες να αποτελούν τα βασικά στοιχεία για την επίτευξή της. Η εργασία σε ευέλικτα ωράρια έχει υιοθετηθεί κυρίως από εργαζομένους ηλικίας 18-24 ετών (33%) και από freelancers (38%). Η εργασία εξ αποστάσεως αφορά κυρίως εργαζομένους με υψηλό μορφωτικό επίπεδο (20%) και ηλικίας 35-54 ετών (19%) και 55-64 ετών (26%).