Μόνον μια νέα παράταση, χωρίς όμως το σενάριο αυτό να συγκεντρώνει σοβαρές πιθανότητες, θα μπορούσε να αποτρέψει ή τουλάχιστον να μεταθέσει, το οριστικό ναυάγιο που διαφαίνεται ότι θα προκύψει την Τετάρτη σχετικά με το διαγωνισμό για την αποεπένδυση των λιγνιτικών μονάδων Μεγαλόπολης και Μελίτης της ΔΕΗ.
Το γεγονός ότι κάποιοι εκ των ενδιαφερομένων δεν συμμετείχαν καν στην τηλεδιάσκεψη που οργάνωσε την Παρασκευή η ΔΕΗ, ενώ και εκείνοι που συμμετείχαν δήλωναν στη συνέχεια ότι δεν προέκυψε κάτι καινούργιο, ελαχιστοποιεί εάν δεν μηδενίζει τις πιθανότητες να κατατεθεί έστω και μία δεσμευτική προσφορά στις 6 Φεβρουαρίου οπότε και τελειώνει η – μετά από πολλές παρατάσεις – προθεσμία.
Στο πλαίσιο αυτό και ενόψει ενός ναυαγίου, κυβέρνηση, ΔΕΗ αλλά και Κομισιόν απεργάζονται εναλλακτικά σενάρια.
Ουσιαστικά η κυβέρνηση έχοντας πλέον αποδεχθεί ως ενδεχόμενη εξέλιξη την αποτυχία του διαγωνισμού, ετοιμάζει τις επόμενες κινήσεις, με στόχο να αποφευχθούν ανεπιθύμητες εξελίξεις όπως η επαναφορά της απαίτησης των Βρυξελλών για πώληση υδροηλεκτρικών. Από ελληνικής πλευράς βασικός στόχος είναι να κερδηθεί χρόνος.
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά κυβερνητικού παράγοντα, ο οποίος μιλώντας προ ημερών άτυπα σε δημοσιογράφους τόνισε ότι εάν τελικώς δεν κατατεθεί δεσμευτική προσφορά από επενδυτές ή ο διαγωνισμός αποτύχει λόγω χαμηλού τιμήματος, τότε θα γίνει «ό,τι ακριβώς προβλέπει ο κανονισμός».
Υπενθυμίζεται ότι η πώληση των λιγνιτικών μονάδων συμφωνήθηκε με την Κομισιόν και δρομολογήθηκε για να ανταποκριθεί η χώρα μας στην απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου που επέβαλε σειρά μέτρων για να σταματήσει η αποκλειστικότητα της ΔΕΗ στην πρόσβαση στα λιγνιτικά αποθέματα της χώρας.
Αλλά και ο πρόεδρος της ΔΕΗ Μ. Παναγιωτάκης μιλώντας στην επιτροπή παραγωγής και εμπορίου της βουλής έκανε λόγο για «εναλλακτικές προτάσεις και καλύτερους όρους με τους οποίους θα επανέλθει η ΔΕΗ, αφού διευκρινιστούν κάποιες εκκρεμότητες», αναφερόμενος προφανώς σε θέματα για την αποζημίωση ισχύος (ΑΔΙ), τα ορυχεία και την εθελούσια έξοδο.
Είναι σαφές ότι κυβέρνηση ποντάρει στο γεγονός ότι ένα πιθανό ναυάγιο της αποεπένδυσης δεν οφείλεται σε δική της απροθυμία ή πιθανά εμπόδια που έθεσε. Συνεπώς θα πρέπει να ξεκινήσουν εκ νέου συζητήσεις για την επιλογή ενός άλλου δρόμου για τη εφαρμογή των αποφάσεων του ευρωπαϊκού δικαστηρίου.
Είναι επίσης σαφές ότι η κυβέρνηση υπολογίζει ότι οι όποιες διαδικασίες θα «παγώσουν» λόγω του ότι είμαστε ήδη στη χρονιά των ευρωεκλογών και της αλλαγής των μελών της Κομισιόν. Οπότε η όποια συνέχεια του θέματος λογικά θα πάει προς τα πίσω.
Ωστόσο οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί ενδέχεται να συναντήσουν εμπόδια, κυρίως από την πλευρά της Επιτροπής. Αυτό τουλάχιστον φάνηκε κατά την τελευταία επίσκεψη τόσο των τεχνικών κλιμακίων όσο και των επικεφαλής των θεσμών, οι οποίοι έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο για την τύχη του διαγωνισμού όσο και για τη σύνδεσή του με το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού που καθυστερεί.
Επίσης δεν πρέπει να αγνοεί κανείς ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η έρευνα που διεξάγει η DG Comp σχετικά με τη διαχείριση των υδροηλεκτρικών αποθεμάτων και μονάδων, μετά από την «έφοδο» που έκαναν στελέχη της το 2017 στα γραφεία της ΔΕΗ και του ΑΔΜΗΕ.
Δεν αποκλείεται λοιπόν οι κινήσεις των Βρυξελλών να εκδηλωθούν ως πακέτο που θα περιλαμβάνει τα όποια συμπεράσματα της έρευνας, την ανάγκη εφαρμογής των αποφάσεων του ευρωδικαστηρίου και την υιοθέτηση συμπληρωματικών μέτρων για το άνοιγμα της λιανικής αγοράς ρεύματος που επίσης καρκινοβατεί.
Το πότε θα εκδηλωθούν αυτές οι πρωτοβουλίες είναι αλήθεια ότι ουδείς μπορεί να προβλέψει αυτή τη στιγμή.