Δεν πέρασε το μούδιασμα των εκλογών στα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Δεν κατάφεραν μετά από τόσες εβδομάδες να ερμηνεύσουν το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Ιανουαρίου, γι’ αυτό και λειτουργούν αμήχανα. Γι’ αυτό ακόμα και όλο αυτό το διάστημα τήρησαν σιγή ιχθύος ακόμα και για το κορυφαίο θέμα της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας.
H ηγετική ομάδα, όχι μόνο δεν θέλει να αποδεχθεί την μεγάλη της αστοχία στους επικοινωνιακούς χειρισμούς, αλλά συνεχίζει και μετεκλογικά με την ίδια ρητορική να αντιπολιτεύεται τον Αλέξη Τσίπρα. Μόνο που ο Τσίπρας αυτή τη στιγμή κατάφερε -είτε μέσω της εκλογικής επιτυχίας, είτε μέσω του τσαμπουκά που πουλάνε τα στελέχη του στα διεθνή ΜΜΕ- να έχει σύμμαχό του το σύνολο του ελληνικού λαού. Ο Σαμαράς συνεχίζει να επενδύει στο φόβο, έχοντας ήδη απέναντί του την κοινή γνώμη. Επόμενο είναι, κάθε μέρα που περνάει, η Νέα Δημοκρατία να φθείρεται όλο και περισσότερο.
H ΝΔ θα περιμένει λάθη του ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτό και δεν μιλάει. Όποτε και αν αυτό γίνεται, θα βγαίνει και θα κατηγορεί τους επιτελείς του Μαξίμου, θέτοντας σε μόνιμη βάση τον πρώην πρωθυπουργό απέναντι στη συντριπτική πλειοψηφία του λαού, που -ακόμα και αν δεν την ψήφισε- στηρίζει με κάθε τρόπο την κυβέρνηση Τσίπρα. Ένας φαύλος κύκλος δηλαδή, που αντί να φθείρει την κυβέρνηση, θα της δίνει πόντους.
Τόσο η προεκλογική, όσο και η μετεκλογική τακτική του επιτελείου, έχουν προκαλέσει σοβαρούς προβληματισμούς για το μέλλον της ομάδας Σαμαρά στο τιμόνι της ΝΔ. Πολλοί μάλιστα εκ των κορυφαίων στελεχών, έχουν προεξοφλήσει την αλλαγή ηγεσίας, την ίδια στιγμή που η βάση της ΝΔ είναι ένα καζάνι που βράζει.
Η διαδικασία της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, καθυστερεί τις αλλαγές στα εσωκομματικά. Με το που ολοκληρωθεί, είναι βέβαιο πως θα έχουμε εξελίξεις. Είναι ξεκάθαρη η τάση μεταξύ των παραδοσιακών στελεχών πως δεν θα δοθεί άλλος χρόνος στον Αντώνη Σαμαρά, ενώ έχει ήδη κανονιστεί στο τέλος Φεβρουαρίου και η επίσημη αμφισβήτησή του, από μεγαλοστέλεχος της παράταξης.
Τα κύρια σημεία της κίνησης αυτής είναι η επικαιροποίηση του κόμματος, με ιδεολογική και οργανωτική αναδόμηση. Οι μεταρρυθμιστές θα είναι πολύ προσεκτικοί, καθώς η παράταξη βρίσκεται στα ιστορικά χαμηλά της. Έχουν συνειδητοποιήσει πως αν δεν αλλάξει η Κεντροδεξιά, υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί μια νέα Κεντροδεξιά, πέρα από κάθε έλεγχό τους.