Η υπερψήφιση ή μη της Συμφωνίας των Πρεσπών από τη Βουλή δεν σχετίζεται νομικά με την έκφραση της εμπιστοσύνης της τελευταίας προς την Κυβέρνηση αφού οι διαδικασίες κύρωσης μιας διεθνούς συμφωνίας και παροχής ψήφου εμπιστοσύνης ή πρότασης δυσπιστίας, είναι διαφορετικές μεταξύ τους, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω.
Η διαδικασία κύρωσης ρυθμίζεται από το Άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος κατόπιν των όσων προβλέπουν τα Άρθρα 70 επόμενα καθώς και το Άρθρο 67 εδ. α΄ του Συντάγματος. Συνεπώς, για την εν λόγω Συμφωνία απαιτείται μόνο η απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων στην ψηφοφορία Βουλευτών. Δηλαδή η Συμφωνία θα μπορούσε να περάσει και με λιγότερες από 151 θετικές ψήφους.
Τώρα, ας υποθέσουμε ότι για επικοινωνιακούς και συμβολικούς καθαρά λόγους ο Πρωθυπουργός μπορεί να εξασφαλίσει μια πλειοψηφία άνω των 151 Βουλευτών, ακόμη κι αν τελικά κάποιοι Βουλευτές του κυβερνητικού του εταίρου τελικά την καταψηφίσουν ή αποχωρήσουν από την ψηφοφορία.
Το ζητούμενο είναι το πως διαμορφώνονται οι πολιτικοί συσχετισμοί τις επόμενες ημέρες, τόσο πριν όσο και μετά την εισαγωγή της Συμφωνίας προς ψήφιση στη Βουλή.
Σύμφωνα με το Άρθρο 84 του Συντάγματος, προβλέπονται δύο διαδικασίες για την έκφραση ή μη της εμπιστοσύνης της Βουλής προς την Κυβέρνηση.
Η πρώτη, που αφορά την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης, την οποία μάλιστα ζητά η ίδια η Κυβέρνηση, ρυθμίζεται από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 6 εδ. α΄. Αν και δεν είναι υποχρεωμένος να πράξει κάτι τέτοιο ο Πρωθυπουργός, εφόσον τελικά δεν κατορθώσει να συγκεντρώσει 151 Βουλευτές, μπορεί να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης προκειμένου να «προλάβει» τυχόν υποβολή πρότασης δυσπιστίας από την αντιπολίτευση, καθώς και επικοινωνιακή κρίση. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται και πάλι η απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων Βουλευτών, αρκεί να μην είναι μικρότερη των 2/5 του όλου αριθμού των Βουλευτών. Συνεπώς η πρόταση εμπιστοσύνης μπορεί να δοθεί και με λιγότερες από 151 θετικές ψήφους. Σε ένα τέτοιο σενάριο η κυβέρνηση καθίσταται αυτομάτως μειοψηφική και ο χρόνος μετρά αντίστροφα για τις διαδικασίες που προβλέπουν τα Άρθρα 38 παρ. 1 και 37 παρ. 2-4 του Συντάγματος για προσφυγή στις κάλπες.
Από την άλλη, η πρόταση δυσπιστίας, ρυθμίζεται από τις διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 6 εδ. β΄ του ιδίου Άρθρου. Στην περίπτωση αυτή όμως, η αποδοχή της πρότασης δυσπιστίας απαιτεί την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών, δηλαδή τουλάχιστον 151.
Εν κατακλείδι, στην περίπτωση τελικά που οι ΑΝΕΛ αποχωρήσουν από την Κυβέρνηση, θα πρέπει να ξεκαθαρισθεί εάν αποσύρουν και την εμπιστοσύνη τους από αυτή. Διότι εφόσον αποσύρουν την εμπιστοσύνη αναμένεται ότι θα κατατεθεί πρόταση δυσπιστίας από την αντιπολίτευση. Αν απλά αποχωρήσουν χωρίς όμως να αποσύρουν την εμπιστοσύνη, αριθμητικά δεν αλλάζει κάτι στον υπάρχοντα συσχετισμό και η μονοκομματική Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πλέον θα συνεχίσει να απολαμβάνει της πλήρους εμπιστοσύνης της Βουλής με πλειοψηφία άνω των 151 Βουλευτών.
Όλα αυτά αφορούν την επομένη της ψηφοφορίας της Συμφωνίας των Πρεσπών. Υπάρχει όμως κι ένα ακόμη σενάριο, το οποίο δεν θεωρώ απίθανο, και το οποίο μάλιστα δεν αποκλείεται να ξεδιπλωθεί και πριν φτάσουμε στην ημέρα της ψηφοφορίας της Συμφωνίας. Το σενάριο αυτό αφορά την επίκληση από τον Πρωθυπουργό του Άρθρου 41 παρ. 2 του Συντάγματος για πρόωρες εκλογές είτε έχει κυρωθεί η Συμφωνία από την παρούσα Βουλή, είτε την αφήσει για την επόμενη και την επόμενη κυβερνητική πλειοψηφία.
Αν και η αιτιολογία θα είναι το εξαιρετικής σημασίας εθνικό θέμα (Μακεδονικό), τα ουσιαστικά προβλήματα είναι άλλα και αφορούν το κολλημένο στα ύψη επιτόκιο δανεισμού παρά τη «λήξη» του Μνημονίου τον περασμένο Αύγουστο καθώς και την αδυναμία της Ελληνικής οικονομίας να επιτύχει τους ρυθμούς ανάπτυξης που συμφώνησε η Κυβέρνηση με τους δανειστές μας στο πλαίσιο του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος που λήγει το 2022. Τα οικονομικά μεγέθη αυτά άλλωστε θα γίνουν γνωστά από την ΕΛΣΤΑΤ και τη Eurostat τις επόμενες εβδομάδες.
του Γιάννη Τζιουρά,
Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμονας
Υπ. Δρ. Νομικής ΑΠΘ