Η θρησκευτική πίστη είναι διαχρονικό γνώρισμα της ανθρώπινης ιστορίας. Ο Πλούταρχος (45-120 μ.Χ.) τόνισε ότι μπορεί να βρει κάποιος πόλεις ατείχιστες, χωρίς παιδεία, χωρίς άρχοντες, χωρίς κατοίκους, χωρίς να χρησιμοποιούν νόμισμα και χωρίς να διαθέτουν θέατρα και γυμναστήρια, πόλη όμως χωρίς ιερά, στα οποία να προσφέρονται θυσίες για τα καλά και τα κακά, δεν θα παρατηρήσει κανείς. Κύλισαν από τότε δύο χιλιετίες και εκπληκτικές υπήρξαν οι κοινωνικές μεταβολές. Μία από αυτές είναι η εμφάνιση κατά την περίοδο της νεωτερικότητας (18ος αιών) αθέων για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους. Με την αλματώδη ανάπτυξη των θετικών επιστημών κατά τον 19ο αιώνα και κυρίως κατά τον 20ο υποστηρίχτηκε από τους αθέους ότι η θρησκευτική πίστη είναι φαινόμενο των προεπιστημονικών κοινωνιών και θα εκλείψει με τις εξηγήσεις, τις οποίες θα προσφέρει η επιστήμη για το σύνολο των φυσικών φαινομένων αλλά και για τον άνθρωπο. Το τελευταίο δεν διατυπώθηκε με ιδιαίτερη ακρίβεια και υπάρχουν πληθώρα σκοτεινών περιοχών περί την ανθρώπινη προσωπικότητα.
Όταν κατέγραψε ο Πλούταρχος τη διαπίστωσή του, είχαμε εισέλθει στην μετά Χριστόν εποχή. Γνωρίζουμε ότι, στην προ Χριστού εποχή, το ιερατείο είχε μεγάλη δύναμη και επηρέαζε την πολιτική των ηγεμόνων. Ακόμη και στην Ελλάδα της κλασικής αρχαιότητας συνέβαινε αυτό, αν και δεν διδασκόμαστε αρκετά περί της επιρροής. Αχνά και μόνο προβάλλεται ότι ο Σωκράτης υπήρξε θύμα του ιερατείου. Δεν υπήρξε όμως το μόνο θύμα.
Ο Χριστός δεν δίχασε μόνο την ανθρώπινη ιστορία στην προ Αυτού και μετά από Αυτόν εποχή, αλλά έφερε πραγματική επανάσταση στις σχέσεις κοσμικής εξουσίας και ιερατείου. Περιοριζόμαστε συνήθως να αναφέρουμε τον λόγο «απόδοτε τα καίσαρος καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Λησμονούμε όμως δύο άλλες σημαντικές θέσεις. Η πρώτη είναι του ίδιου του Χριστού, ο οποίος υπέδειξε στους μαθητές του απαράμιλλο τρόπο άσκησης της εξουσίας: «Γνωρίζετε ότι οι ηγεμόνες των εθνών τα κατακυριεύουν και οι επιφανείς αυτών τα κατεξουσιάζουν. Δεν πρέπει να συμβαίνει έτσι σε σας, αλλ’ όποιος θέλει να γίνει μεγάλος μεταξύ σας, να είναι υπηρέτης σας, και όποιος θέλει να γίνει πρώτος, ας είναι δούλος όλων». Για ευνόητους λόγους η εντολή αυτή δεν έτυχε διαχρονικά της επιδοκιμασίας των εξουσιαστών, κοσμικών και εκκλησιαστικών! Η δεύτερη εντολή δόθηκε δια στόματος του Αποστόλου Πέτρου ενώπιον του ιουδαϊκού Συνεδρίου: «Πειθαρχείν Θεώ μάλλον ή ανθρώποις».
Κατά τη χιλιόχρονη ιστορία της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας (Βυζαντίου) οι σχέσεις κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας διέπονταν από την αρχή της συναλληλίας. Βέβαια δεν ήσαν σπάνιες οι επεμβάσεις του αυτοκράτορα στις υποθέσεις της Εκκλησίας για διευθέτηση θεμάτων είτε σχετικών με αιρέσεις είτε άλλων ηθικής τάξεως, που αφορούσαν τον παραβάτη των ευαγγελικών κανόνων αυτοκράτορα. Στις περιπτώσεις αυτές άλλοι εκκλησιαστικοί άνδρες υπέκυπταν και υποτάσσονταν στη θέληση του αυτοκράτορα, άλλοι όμως αντιστέκονταν με συνέπεια να απομακρύνονται από το αξίωμά τους, να εξορίζονται, ακόμη και να θανατώνονται! Μόνο της δεύτερης κατηγορίας εκπρόσωποι, οι οποίοι τήρησαν με σθένος την εντολή «Πειθαρχείν Θεώ μάλλον ή ανθρώποις», έχουν αγιοκαταταγεί και τιμούνται σήμερα από την Εκκλησία. Οι της πρώτης ενδιαφέρουν μόνο τους ιστορικούς, αν ενδιαφέρουν κι αυτούς. Ο βαθμός υποταγής των εκκλησιαστικών ηγετών στην κοσμική εξουσία δηλώνει και την ακμή ή παρακμή του εκκλησιαστικού σώματος. Αυτό βέβαια ισχύει μέχρι τις ημέρες μας.
Κατά την τουρκοκρατία οι εκκλησιαστικοί ηγέτες, πατριάρχης και κατά τόπους επίσκοποι, απέκτησαν και πολιτικές και δικαστικές εξουσίες στο πλαίσιο της εθναρχούσας Εκκλησίας. Ήταν αυτό αναγκαίο για την συνοχή του έθνους και τη διατήρηση της κοινοτικής του οργάνωσης, κληρονομιάς της Ρωμανίας, και μέσω αυτής της ταυτότητάς του. Σήμερα οι «διαφωτισμένοι» από την Εσπερία άθεοι λυσσομανούν κατά της Εκκλησίας και την κατασυκοφαντούν. Δύο είναι οι κύριες κατηγορίες: Η πρώτη, της υποταγής στον κατακτητή και της παρότρυνσης των μελών της να υπομένουν καρτερικά τον ζυγό της δουλείας. Επιχειρηματολογούν διαστρεβλώνοντας την ιστορία και κρύβοντας το πλήθος των επαναστατικών κινημάτων των προγόνων μας με συμμετοχή κληρικών και απαξιώνοντας τη θυσία των νεομαρτύρων της πίστης. Η δεύτερη, της σώρευσης περιουσίας, ενώ ο λαός υπέφερε τα πάνδεινα! Δεν εξηγούν ότι η περιουσία αποκτήθηκε με τις δωρεές πιστών, κυρίως ατέκνων, όπως μαρτυρεί πληθώρα ιστορικών πηγών. Ούτε ακόμη αναφέρονται στο πλήθος των εικονικών αγορών γης από μονές κυρίως, προκειμένου να αποτραπεί η βουλιμία των αγάδων. Ούτε βέβαια προβάλλουν το μεγάλο έργο του εκκλησιαστικού σώματος στον τομέα τας παιδείας και της κοινωνικής πρόνοιας.
Το νεοελληνικό κράτος σχηματίστηκε από τους ισχυρούς για τα συμφέροντά τους. Μετά την δολοφονία του Καποδίστρια άρχισε ο εκδυτικισμός του προτεκτοράτου με την εργώδη προσπάθεια των εγκαθέτων της εξουσίας Βαυαρών αξιωματούχων και «διαφωτισμένων» ομοεθνών μας. Με παθητική τη στάση της Ιεραρχἰας της σχισματικής αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, οι διώκτες αφάνισαν τα μοναστήρια, εστίες παρηγοριάς των υποδούλων προγόνων μας και προπύργια του αγώνα για την ελευθερία. Και η Ιεραρχία, αντί να αντισταθεί στον διωγμό, έκλεισε σε μοναστήρι-φυλακή τον Παπουλάκο, θερμό κήρυκα της παράδοσης και της αντίστασης στην υποταγή στο φραγκικό «πνεύμα».
Από τότε η Εκκλησία στη χώρα μας, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, διαδραματίζει ρόλο θεραπαινίδας ενός κράτους, το οποίο μικρό σεβασμό έδειξε προς τη μάνα του λαού μας. Η Εκκλησία, σύμφωνα με τους υποταγμένους στο δυτικό πνεύμα πολιτικούς, διανοούμενους, ανθρώπους γραμμάτων και τεχνών και ολοένα ογκούμενο τμήμα του λαού, οφείλει να υπηρετεί το κράτος ως ανθρώπινος οργανισμός κοινωνικού χαρακτήρα. Σε καιρό ειρήνης να προσφέρει την περιουσία της για τις ανάγκες του κράτους. Σε καιρώ πολέμου να ευλογεί τα εθνικά όπλα και να στηρίζει τους αγωνιστές, καθώς στα δύσκολα ο άνθρωπος θυμάται τον Θεό! Πρόσφερε και ξαναπρόσφερε η Εκκλησία μέρος της περιουσίας της. Η Ιεραρχία διέπραξε το σφάλμα να μην ενημερώσει τον λαό για το τί έδωσε κατά καιρούς στο αδηφάγο κράτος. Το χειρότερο είναι ότι δεν ήλεγξε πώς αυτό αξιοποίησε την περιουσία που έλαβε. Διάχυτη είναι η φήμη ότι ισχυροί του πολιτικού κόσμου επωφελήθηκαν, για να κτίσουν επαύλεις σε εκκλησιαστικά οικόπεδα!
Τώρα η κυβέρνηση γνωστοποίησε στον αρχιεπίσκοπο την πρόθεσή της να καταστήσει το κράτος ουδετερόθρησκο! Αλλά το κράτος είναι ήδη από πολλές δεκαετίες εχθρικό προς την Εκκλησία με την ανοχή ή τη σύμπλευση της Ιεραρχίας, κυρίως κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας! Δυστυχώς η Ιεραρχία δεν επωφελήθηκε στο ελάχιστο από το ισχύον Σύνταγμα της χώρας, ώστε να προσβάλλει ως αντισυνταγματικούς τους κατά καιρούς ψηφισθέντες αντιευαγγελικούς νόμους. Τώρα και του Συντάγματος αναθεώρηση επίκειται, ώστε να απαλειφούν οι ενοχλητικές για τους άθεους και απάτριδες διατάξεις του και να τεθεί η Εκκλησία στο περιθώριο. Παρά την ρητή υποχρέωση της Πολιτείας, αυτή επιθυμεί διακαώς να τερματίσει τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα των κληρικών και να μισθοδοτεί αυτούς στο μέλλον με έσοδα, όπως διαφαίνεται, από την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Είναι καιρός να βροντοφωνάξουμε: Να γίνει, επί τέλους, καταγραφή αυτής με πρωτοβουλία της Εκκλησίας και να αξιοποιηθεί στο ακέραιο από τα μέλη της. Όχι εκχώρηση αυτής στον πλέον αφερέγγυο θεσμό της χώρας μας. Αν τολμήσει η Πολιτεία να διακόψει τη μισθοδοσία του κλήρου, οφείλει να επιστρέψει στην Εκκλησία αμέσως την παραχωρηθείσα περιουσία. Όσο για τους πλανεμένους, που επιχαίρουν, επειδή, επί τέλους, οι παπάδες βρήκαν τον «μάστορά» τους, ας έχουν υπ’ όψη τους ότι η Εκκλησία δεν είναι ανθρώπινος οργανισμός, αλλά θείο καθίδρυμα και «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». «Η Εκκλησία διωκωμένη νικά» και για μία ακόμη φορά θα διαφυλάξει ως κιβωτός και το έθνος μας.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»