*Δόκιμος Ψυχολόγος / Υπό διαμόρφωση Ψυχοθεραπευτής – σε μακρά θεραπεία με την ακαδημαϊκή κοινότητα
Η επιμονή του Ντόναλντ Τραμπ στην επιθετική ρητορική των δασμών δεν αποτελεί απλώς εργαλείο πολιτικής οικονομίας. Είναι απόπειρα ανάκτησης της προσωπικής και εθνικής τιμής, μέσα από ένα τελετουργικό αποκατάστασης ταυτότητας.
Όταν ο ίδιος δηλώνει πως «η μετάβαση θα έχει ένα τίμημα, θα προκαλέσει προβλήματα, αλλά στο τέλος θα είναι καλό πράγμα», δεν επιχειρεί οικονομική ανάλυση, αλλά εκφωνεί διακήρυξη παγκόσμιας δοκιμασίας. Ο πόνος εμφανίζεται ως εξαγνισμός. Η δυσκολία ως αναγκαία, επίπονη απόδειξη εσωτερικής αξίας. Και η Αμερική καλείται να υποφέρει προκειμένου να ηγηθεί εκ νέου, στο πλαίσιο ενός ψυχικού μηχανισμού επανεπιβεβαίωσης της εθνικής αυτοεικόνας.
Ο Τραμπ δεν αρκείται στην επιβολή οικονομικών φραγμών. Καθίσταται ο ίδιος ενδιάμεσος στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές, ως διαπραγματευτής και προσωπικός εγγυητής του αμερικανικού πλεονεκτήματος. Ένας ηγεμονικός μεσολαβητής, σχεδόν πατρική φιγούρα-προστάτης της παγκόσμιας αγοράς, που διεκδικεί μερίδιο σε κέρδος και σε κύρος. Η τιμή που επιδιώκει να ανακτήσει είναι η τιμή του Εγώ. Του ηγέτη που δεν εκπροσωπεί απλώς, αλλά ενσαρκώνει το κράτος.
Στη ρητορική του, το εθνικό μεγαλείο δεν είναι πολιτικός στόχος, αλλά υπαρξιακή αξίωση. Δεν μιλά ως τεχνοκράτης, αλλά ως αφηγητής ενός τραύματος. Του τραύματος της μετάβασης από την απόλυτη κυριαρχία στη σχετική επιρροή της Αμερικής στον κόσμο. Κάθε δασμός, κάθε εμπορική απειλή, λειτουργεί ως μηχανισμός αποκατάστασης της εθνικής συναισθηματικής συνοχής. Η οικονομία παύει να είναι απλώς αριθμοί. Γίνεται καθρέφτης.
Η πολιτική αυτή δεν ενεργοποιείται από υπολογισμό, αλλά από ενστικτώδη αγωνία υπερίσχυσης. Ο Τραμπ δεν διαπραγματεύεται. Απαιτεί επαναβεβαίωση. Δεν εξηγεί, υπογραμμίζει. Δεν ζητά αποδοχή, την υπαγορεύει. Το «America First» μετατοπίζεται στο «Trump First as America». Μια φαντασιακή συγχώνευση προσώπου και πατρίδας, όπου η αποδοχή του ενός ισοδυναμεί με την αποκατάσταση του άλλου.
Δεν ζητά συναίνεση. Καλεί τον αμερικανικό λαό να νιώσει αυτό που νιώθει εκείνος. Ότι περιφρονήθηκε, υποτιμήθηκε, προδόθηκε. Και αυτό το συναίσθημα το μετατρέπει σε εθνικό πάθος. Υπό αυτή τη συνθήκη, η Αμερική καλείται να βιώσει ένα είδος συμμετοχικού ναρκισσισμού: «Είστε ξανά σημαντικοί για τον κόσμο, γιατί εγώ δεν θα επιτρέψω να σας αγνοήσουν».
Το πραγματικό κόστος, τελικά, δεν θα μετρηθεί σε δολάρια ή ισοζύγια, αλλά στον συλλογικό ναρκισσισμό. Εκεί όπου τα κράτη δεν φοβούνται τόσο την απώλεια των αγορών, όσο την απώλεια του μύθου τους.