Κάναν κιρὸ ἴλιγαν, ἅμα δὲν πααίντς στς ἰκλουγές, θανἄχς ντράβαλα μὶ τς τρανοί (ὤχ). Γιατιαὐτὸ κι τοὺ λέν’ κι γιουρτὴ τς ΔΗΜΟΥΚΡΑΤΙΑΣ (ὢχ λέλεμ’, σιαποῦ εἶν’την ἀ ρά;). Εἴδιτι; Ἡ θκόζμας ἡ Ἀλέξς φεύγουντας τριχάτους θέλ’ νὰ κόψ’ ἀκόμα κι τὰ δέντρα, ὅπους ἔφκιανι ἡ Μπραΐμς ἰπὶ Κουλουκουτρών’. Θέλ’ ν’ἀλλάξ’ τς δικασταὶ αὐτοῦϊας σιακάτ’. Σὰ νὰ τοὺν ἦρθι τ’αὐγό στοὺν τέτχοιουτ’… Ὅσου μᾶς ρώτηξι γιὰ μ’Πρέσπα. Οἱ Γιρμανοὶ ὅμους ν’τσάκουσαν καλὰ ἀπ’τοὺ λιμὸ τ’Συμφουνία. Σὰ νὰ μᾶς λέν’, Ὄϊ, Μὴ χαζὰ ρά, μὴ χαζὰ ρά.
Κι ἔτσιας ἡ κόζμους πάηναν κι ψηφοῦσαν. Χάλιβαν δὲ χάλιβαν. Τὶ νἄφκιαναν ἡ κουζμάκς; Ἔτσιας κι μεῖς μὶ τ’Θανασία κι τέσσιρ’φοιτηταί ἀνέφκαμι στοὺ χουργιὸ γιὰ τοὺν ψήφου, π’τοὺ λέν’ οἱ θκέζμας οἱ μπάμπις. Αὐτὴν τ’φουρὰ φουβοῦμαν κι γὼ πὼς δὲν θὰ τὰ κατάφιρνα. Ἀμπουτὶς ἦταν τέσσιρις κάλπις. Φουβοῦμαν σὰν τ’μπάμπουμ’ τ’Στέργινα. Μνιὰ φουρὰ τν πῆγα ἰγὼ νὰ ἀψφήσ’. Τοὺ ψηφουχάρτ’ τςτοὔχει συλλαρουμένου ἡ γιός τς, ἡ μπάρμπαζμ’ ἡ Νικόλας. Κι αὐτόϊας ἔβαλα μέσα στοὺ φάκιλλου. Ἡ φουκαργιάρου δὲν ἤξιρνι ντὶπ τίπουτα ἀποὺ ἰκλουγές. Κι μένα πάλι ντὶπ δὲ μ’ἔκουψι νὰ τς τἄλλαζα. Ἀλλὰ θὰ ἦταν μπαμπισιά. Ἔτσιας κι γὼ δὲν τἄλλαξα. Εἶπα κι τ’μάνναμ’ νἀψφήσ’, ἀλλὰ μεἶπι. «Φέγα, ἀ ρὰ πιδίμ’. Ἰγὼ τώρα εἶμι ἰνηνῆνταδγυὸ χρόνια. Τὶ τς χαλέβου κι τς ἰκλουγὲς κι τοὺ καλό τις». Ἔτσιας δὲν ψήφσι. «Κάναν κιρὸ πάηνάμι μὶ τὰ πουδάργια κάτ’ στοὺ Σταυρὸ κι στἈσπρόχουμα κι στ’ Λίμν’ στοὺ Τρανόβαλτου. Κι τὶ νὰ δῆς; Ἤμασταν ξυπόλτ’. Ἀκόμα κι τὰ τσαρούχια μας τ’ ἀλπούμασταν. Τοὺ καλουκαίρ’ ἔκιγαν οἱ πέτρις κι μεῖς ξυπόλτ’. Ἅμα ἔφτανάμι κα’ τοὺ χουργιό, ἔβανάμι τὰ λάστιχα ἢ τὰ τσαρούχια μας. Τώρα ὅμους πῶς νὰ πααίνου ὡς τοὺ σκουλιὸ ἀ κι ν’ἀνιβῶ τ’σκάλα ἀ κι νὰ ψφήσου;»
Ὅμους τοὺ μησμέρ’, ἀπ’ ἔφαγάμι μαζί, εἶχι φκιάσ’ πίτα μὶ δικαπέντι φτνὰ πέτουρα καλουψημέν’, κατσίκ’ καλουψημένου ἀ κι μαζιὰ μὶ ρύζ’ καλουμαγειριμένου. Μούγκι ἀντὶ νὰ ρίξ’ ἅλας στὰ μαζιά, ἀλάθιψι τὰ κτχιὰ κι ἔρξι λίγ’ ζάχαρ’, ἀλλὰ δὲν τς τοὖπα, γιὰ νὰ μὴ στιναχουριφτῆ. Τοὺ γράφου μούγκι σὶ σᾶς, ἀλλὰ κι σεῖς μὴν τς τοὺ πῆτι. Κι ὕστιρα λιέει ἔχ’ 92 χρόνια! Παλιὰ ἕνας δάσκαλους στοὺ χουργιὸ, ἀπ’ ἦταν κυνηγός, ἀντὶ νὰ ρίξ’ ἅλας στὰ σκουτάκια τ’ λαγοῦ ἀπ’ τηγάντζι, ἔρξι Κλίν ἢ Τάϊντ. Κι αὐτὰ τὰ ἔρμα ἄφριαζαν κι ξιάφριαζαν ἀράδα! Ἔμ γένουντι κι αὐτάϊας.
Τν ἀρουτῶ πάλι στοὺ τηλέφουνου, «ἀ ρὰ μάννα τὶ γίνκι σὰ σήμιρα 29 Μαΐου 1453;» Κι τὶ μεῖπι λέτι. «Ἂχ πιδάκιμ’. Σὰ σήμιρα μᾶς πῆραν οἱ Τοῦρκ’ ‘νἉγιαΣουφχιά»! Ὕστιρα ἀρχίντσι νὰ κλιαίη…
ἄει τώρα καρτιροῦμι κι τς ἄλλις τς ἰκλουγές.
Ἡ Μιγαλουδύναμους νὰ βάλ’ τοὺ ΧΕΡΙΤ’
κι νὰ φλάξ’ τοὺν κουσμάκ’ ἀπ’ ὅλ’ τς πουλιτικοί.
παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
ἀ κι ἡ γιός τς. 29.5.2019… Τὶ μέρα κιαὐτή!!!