Εντός του πολιτικού πλαισίου, η δημόσια έκθεση σε στοχοποιεί, βάλλεσαι πανταχόθεν. Συνήθως, όσοι κατέχουν την εξουσία, λόγω απειρίας και έλλειψης γνώσεων, παρασύρονται από την πρωτοκαθεδρία της πράξης και χάνονται μέσα στην παραγωγή (συχνά) μηδαμινής απόδοσης – μην ξεχνάμε πως η κοινωνία αμείβει την ανακυκλούμενη παραγωγή έργου, δεν την ενδιαφέρει καθόλου η απόδοση και η εξέλιξη: αν κάθε μέρα κάποιος ανακάλυπτε το Πυθαγόρειο θεώρημα, θα παρήγαγε έργο, όχι όμως απόδοση, αφού στην πραγματικότητα δεν εξελίσσει την υφιστάμενη κατάσταση· γι’ αυτό κι ο «συμπαθής» πολιτικός, χάνει χρόνο με παρά μικρά προβλήματα και δεν ασχολείται με τα μεγάλα. Ότι και να κάνουν οι Κατέχοντες την εξουσία, οι της αντιπολίτευσης, οι απ’ έξω, έχουν το πλεονέκτημα της πισώπλατης βολής, της κακεντρεχούς ηθικολογίας και της επιθετικής νοσταλγίας: «αν ήμασταν εμείς στα πράγματα..», «όταν ήμουν Υπουργός/Βουλευτής/Δήμαρχος Εγώ..», λέγοντας ευθέως πως η δική τους δεοντολογία είναι τουλάχιστον δέκα φορές ανώτερη από την τωρινή πολιτική πραγματικότητα. Έτσι ή αλλιώς, κριτής του έργου και της απόδοσης είναι ο χρόνος, η διάρκεια. Και αναρωτιέται κανείς: αφού πράξανε τα δέοντα και ήταν τόσο καλοί, γιατί δεν έγιναν κοινωνικά πρότυπα; Γιατί δεν ήθελε κανείς να τους ακολουθήσει ή να τους αντιγράψει; Γιατί δεν θέλησαν όλοι να γίνουν μαθητές τους; Και αντίστροφα: η ιστορία έχει δείξει πως οι μεγάλοι άνδρες – μπρος στην αβεβαιότητα του αύριο – νοιάζονται και αγωνιούν για τη συνέχεια του έργου τους, για το λόγο αυτό γράφουν βιβλία και διδάσκουν τους μαθητές τους. Όπως και στο Χριστιανισμό με τους Αποστόλους: στόχος ήταν να μη σβήσει το κερί, η φλόγα. Οι συγκεκριμένοι/ες κύριοι/κυρίες που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο περιθώριο της πολιτικής και κράζουν καθημερινά τους κυβερνόντες ως επαΐοντες: Πόσους νέους – μαθητές που άξιζαν προώθησαν στην πολιτική, πώς και για πόσο καιρό τους υποστήριξαν; Ποιες θέσεις ευθύνης τους εμπιστεύτηκαν; Μήπως απλώς είχαν στόχο να επιβιώσουν μια δυο τετραετίες; Και ποιος φταίει γι’ αυτό: η ορμή της αυτοσυντήρησης στην εξουσία, η πλεονεξία ή μήπως η δίψα για φήμη και κυριαρχία; Τελικώς, όσοι «άξιοι και ηθικοί» κι αν περάσουν απ’ την πολιτική, οι πραγματικά άξιοι νέοι για να ανέλθουν στον πολιτικό στίβο, πάλι θα πρέπει να κάνουν τεράστιες υπερβάσεις, να σχεδιάσουν επαναστάσεις και να δώσουν απάνθρωπες μάχες. Μήπως τελικά οι «παλιοί», οι βετεράνοι, ήταν απλώς διαχειριστές μια εύκολης κατάστασης, και τελικά: πόσο περήφανοι είναι γι’ αυτό; Μήπως πρέπει να το ξανασκεφτούν πριν ασκήσουν κριτική;
Δ. Κ. Μίμης