Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σηκώθηκε από το κρεβάτι ιδρωμένος, οι σκέψεις δεν σταματούσαν. Βγήκε από το δωμάτιο και είδε ξανά τη σκηνή. Αυτός να χτυπάει το χέρι στο τραπέζι, ο γιος του να τον απειλεί ότι θα φύγει από το σπίτι. Είχε τύψεις. Όλοι κοιμόντουσαν ή έτσι νόμιζε. Έκατσε στον καναπέ για αρκετή ώρα.
Ένα τηλεφώνημα έσκισε την ησυχία της νύχτας. Πετάχτηκε κατευθείαν και απάντησε. Το τηλέφωνο γλίστρησε από τα χέρια του και βρέθηκε στο πάτωμα. Έτρεξε στο δωμάτιο, άνοιξε την πόρτα και το κρεβάτι του ήταν άδειο. Ήθελε πρώτα να βεβαιωθεί για τις πληροφορίες που του έδωσαν. Πήγε στο δωμάτιο και ξύπνησε βιαστικά τη γυναίκα του. Της τα είπε όλα. Ταραγμένοι και οι δύο, ντύθηκαν όπως όπως κι έφυγαν.
Όταν έφτασαν, τον είδαν. Ήταν διασωληνωμένος, μηχανήματα δεξιά και αριστερά. Δεν άντεξαν, κατέρρευσαν. Δεν έφευγαν καθόλου από κοντά του. Οι γιατροί πάντα έλεγαν το ίδιο: «Δεν έχει πολλές ελπίδες». Όλοι προσευχόντουσαν για το αντίθετο.
Εκείνη τη μέρα θα έμπαινε για χειρουργείο. Ο πατέρας ήθελε να τον δει, ακόμα κι αν ήξερε ότι δεν τον άκουγε. Ο χρόνος ήταν περιορισμένος, γι’ αυτό είπε μόνο ένα πράγμα, «Συγγνώμη», με τα δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλα του και μετά τον πήραν.
Ο πατέρας περίμενε με τους υπόλοιπους συγγενείς και φίλους στον άψυχο διάδρομο του νοσοκομείου. Όλοι ευχόντουσαν να βγει από εκεί με το χαμόγελό του ξανά.
Μαρία Γκάτζια
μαθήτρια της Γ΄ τάξης
του 1ου Γυμνασίου Πτολεμαΐδας