-Χαιρετώ την παρέα.
-Βρε καλώς τον Γιώργο. Πως είσαι; Πως πάνε οι σπουδές στο Πολυτεχνείο;
-Μια χαρά, Χάμπο. Όλα καλά.
-Σ’ αρέσει, Γιώργο; Είναι όπως το περίμενες; Βολεύτηκες στο Βόλο;
-Ναι, Γιάννε. Μ’ αρέσει. Καλά είναι. Όλα καλά!
-Το Πολυτεχνείο…πλησιάζουν κι οι μέρες….
-Μιλάς για τις 17 του μηνός, Χάμπο;
-Ναι, Γιώργο. Εμείς οι παλιοί…Για μας το Πολυτεχνείο, σημαίνει πολλά ακόμα!
-Μα και για τους νέους σημαίνει, Χάμπο. Μη μασάς που λένε τα κανάλια πως οι νέοι δεν ξέρουν τι είναι οι επέτειοι. Ειδικά του Πολυτεχνείου…Άμα βγεις στο δρόμο με μια κάμερα μετά, στο μοντάζ, ό,τι θες μπορείς να αποδείξεις.
-Λες να είναι έτσι, Γιώργο;
-Έτσι λέω, Χάμπο. Οι συμφοιτητές μου, τουλάχιστον οι περισσότεροι ξέρουν μία χαρά τι είναι το Πολυτεχνείο.
-Πολύ χαίρομαι γι’ αυτο, Γιώργο. Πολλά εχάρα, Γιάννε. Θα κεράσω τσίπουρα…Πετράκη…φέρε μας τρία Τσίπουρα, με μεζέ!
-Έκετι, Χάμπο. Συγκινείσαι κάθε χρόνο τέτοιες μέρες. Έτσι;
-Έτσι είναι, Γιάννε. Βλέπω και κάποιες καλές εκπομπές στην τηλεόραση, που, ορισμένες, δείχνουν κάποια πράματα, που ούτε κι εμείς δεν τα ξέραμε! Εμείς που τη χάσαμε τη δημοκρατία επτά ολόκληρα χρόνια, που ” μπήκαμε στο γύψο”, όπως λέγαμε τότε, το εκτιμάμε αλλιώς το πράμα.
-Αυτό είν’ αλήθεια, Γιάννε. Εμείς το φανταζόμαστε, αλλά εσείς το ζήσατε.
-Το ζήσαμε για! Να σε πω εγώ, Γιώργο…παιδάκι δημοτικού άντε του Γυμνασίου, το ’67 και μετά κι ερχόταν στο σπίτι μας η ασφάλεια, να ανκρίνει το πατέρα μου το Θεόφιλο και τη μάνα μου την Κάλη.
-Και ποιος ο λόγος της ανάκρισης, Χάμπο;
-Θέλανε, οι ανόητοι, να μάθουν αν η μάνα μου είχε επαφές με τον νεκρό αδερφό της, τον Βλαδίμηρο,που είχε πεθάνει στον εμφύλιο…Τις δίνανε και ψε6τικες ελπίδες. Τραγικό!
-Μα τι λες τώρα, Χάμπο; Γίνονται αυτά τα πράματα. Να ζει ο πεθαμένος;
-Να που γίνεται, Γιωργο. Γιατί πτώμα δε βρέθηκε. Μόνο τα χαρτιά του πεταμένα στο τόπο της μάχης. Και σου λένε τα ΕΑΤ: “Δεν ξες ποτέ. Για να τους ζορίσουμε λίγο μη βγει λαγός”!
-Κι αυτά τα έβλεπες εσύ, μικρό παιδί, Χάμπο;
-Εμένα με ξεμονάχιαζαν μετά, στην κουζίνα πάντα, και με ρωτούσαν”: “Πες βρε, Χάμπο, που είσαι καλό παιδάκι, μήπως ο θείος σου σου στέλνει δώρα, παιχνίδια από το εξωτερικό;”. Τέτοια παλαλά! Αλλά αυτό ειν το λιγότερο.
-Βέβαια, Χάμπο, όλοι κάτι ζήσαμε , αλλά εκείνα τα παιδιά που κλείστηκαν στις 14 Νοεμβρίου του ’73 στο Πολυτεχνείο, εκείνα μαρτύρησαν!
-Ελεύθεροι πολιορκημένοι. Έτσι έλεγε, Γιώργο, ο ραδιοφωνικός σταθμός που στήσανε οι μηχανολόγοι του Πολυτεχνείου.
-“Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο”. Ακόμα ακούω τη φωνή της Δαμανάκη! Στ’ αυτιά μου την έχω!
-Ναι, Γιώργο. Και που λες, σαν πλακώσανε τα τανκς και πέσανε πάνω στην πύλη του Πολυτεχνείου και πήραν από κάτω τα παιδιά…ο σταθμός, σαν μοιρολόι έλεγε: “Αδέρφια μας στρατιώτες, δεν μπορεί να το κάνετε αυτό”…
-Ανατρίχιασα, Γιάννε!
-Έτσι έγιναν, Γιώργο. Και μετά ήρθαν οι νεκροί…μπορεί 40 άτομα!
-Βαρούσαν στο ψαχνό;
-Βαρούσαν στο ψαχνό! Απ’ τις ταράτσες. Σκοπευτές…
-Τα θυμάσαι κι ανατριχιάζεις!
-Πρέπει όμως, να τα θυμάται κανείς αυτά, Χάμπο.
-Συμφωνώ, Γιάννε. Συμφωνώ. Και ξέρεις κάτι; Είχαν προηγηθεί και τα γεγονότα της κατάληψης της Νομικής. Τρεις – τέσσερις χιλιάδες κόσμος. Φεβρουάριος του 1973! Ο πολύς ο κόσμος όμως, Γιώργο, ξέρεις τι έλεγε; Φοβισμένος!
-Έεε βέβαια και φοβόταν ο πολύς ο κόσμος, Χάμπο. Παρακολουθήσεις, ανακρίσεις, εξορίες, βασανιστήρια αναγκαστικές στρατεύσεις, κάτι ζήσανε, ή κάτι ακούσανε από τους διπλανούς. Να τους σηκώνουν νύχτα για ένας θεό ξέρει που! Φοβόταν για!
-Ναι, Γιάννε, φοβόταν! Αλλά οι πολλοί, τότε, στη Νομική, είπαν: “Τι θέλουν και μας αναστατώνουν οι αλήτες; Γιατί δεν κάθονται στα αυγά τους; Καλά δεν είμαστε στην ησυχία μας; Κατάλαβες τι λέγανε οι πολλοί;
-Ντρέπομαι για λογαριασμό τους, Χαμπο!
-Εγώ, πάλι, Γιώργο, θέλω να θυμάμαι τη φωνή των εκφωνητών: “Εδώ Πολυτεχνείο…εδώ Πολυτεχνείο…”