ΜΙΑ ἀπάντησι σὲ ἕνα ἐρώτημα.
Γιατὶ τέλος πάντων ὅλος αὐτὸς θόρυβος κι ὁ σκληρὸς κόπος τοῦ ἐλέγχου τῆς ψυχῆς μας; «Πῶς εἶναι ἡ ψυχή μας; Καὶ γιατὶ εἶναι ἔτσι καὶ δὲν εἶναι διαφορετικά; Καὶ πῶς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι»; Τὴν ἀπάντησι μᾶς τὴν καταθέτει ἀπὸ τὴν ἐμπειρία του ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος σὲ δύο παραγράφους στὶς πνευματικὲς ὁμιλίες του. Λέγει. «Ὅπως σαὐτὰ ποὺ βλέπουμε νὰ συμβαίνουν ἐδῶ στὴ γῆ, ὅτι δηλαδή, ὁ βασιλιᾶς δὲν ὑπηρετεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους ἄξεστους, ἀλλὰ ἀπὸ ὄμορφους καὶ καλὰ ἐκπαιδευμένους, ἔτσι γίνεται καὶ στὸ οὐράνιο παλάτι. Στὸν οὐρανὸ τὸν βασιλιᾶ τὸν διακονοῦν οἱ ἄμωμοι, οἱ ἀκατηγόρητοι καὶ οἱ καθαροὶ στὴν καρδιά. Ὅπως πάλι στὸ παλάτι γιὰ τὴν συντροφιὰ τῶν βασιλισσῶν ἐπιλέγονται ὄμορφες κοπέλλες χωρὶς νἄχουν κάποιο ψεγάδι, ἔτσι γίνεται καὶ στὰ πνευματικά. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ κοντὰ στὸν ἐπουράνιο βασιλιᾶ προτιμῶνται ψυχὲς ποὺ εἶναι στολισμένες μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά» (ὁμ. 15,45 Φιλοκαλλία ΕΠΕ 19α, 282).
Καὶ ἡ δεύτερη ἀπάντησι λέγει. «Ὅταν ἡ ψυχὴ ἐξέλθη ἀπὸ τὸ σῶμα της τότε ἐκεῖ ἐκτυλίσσεται ἕνα μεγάλο μυστήριο. Ἂν ἡ ψυχὴ εἶναι χρεωμένη μὲ ἁμαρτίες, ἔρχονται συντροφιὲς δαιμόνων, ἄγγελοι κακοί, καὶ δυνάμεις σκοτεινές. Παραλαμβάνουν ἐκείνην τὴν ψυχὴ καὶ τὴν κρατοῦν σὲ δική τους περιοχή. Κανένας δὲν πρέπει νὰ παραξενεύεται μὲ αὐτά. Διότι, ἂν, ὅταν ζοῦσε καὶ ὑπῆρχε στὴν ἐπίγεια ζωή, ἦταν ὑποταγμένη, ὑπάκουε καὶ ἦταν δούλη τους, πόσο περισσότερο εἶναι μαζί τους, ὅταν βγαίνη ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο. Σίγουρα δεσμεύεται καὶ κρατεῖται ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Βεβαίως παράλληλα ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ ἀγαθοῦ πρέπει νὰ σκεφτῆς, ὅτι ἔτσι ἀνάλογα εἶναι καὶ ἐκεῖ τὰ πράγματα. Διότι στοὺς ἁγίους δούλους τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ τοὺς συμπαραστέκονται ἅγιοι ἄγγελοι, καὶ πνεύματα ἅγια τοὺς περικυκλώνουν καὶ τοὺς φυλάγουν. Ὅταν δὲ ἐξέλθουν ἀπὸ τὸ σῶμα τους, παραλαμβάνουν τὶς ψυχές τους συντροφιὲς ἀγγέλων σὲ δικό τους μέρος, σὲ καθαρὸ τόπο καὶ ἔτσι τοὺς παρουσιάζουν στὸν Κύριο» (ὁμ. 22,1 Φιλοκαλλία ΕΠΕ 7,372).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κλείνουμε τὸν παρόντα λόγο μας μὲ ἕναν βαρὺ διάλογο ποὺ ἔκαμε ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ μὲ τὴν ψυχή του. Λέγει ὁ ἴδιος σὰν σὲ ἐξομολόγησι. «Καθόμουν μόνος μου σὲ ἕνα ἐρημικό, ἥσυχο καὶ ὑψηλὸ τόπο. Σκεφτόμουν καὶ μετροῦσα τὰ σκηνικὰ τοῦ ἐπίγειου βίου μου. Τὴν μέριμνα, τὴν σύγχυσι καὶ τὸν θόρυβο. Δάκρυσα τότε καὶ συζήτησα μὲ τὸν ἑαυτό μου ὡς ἑξῆς. Τελικὰ αὐτὴ ἡ ζωὴ χάνεται σὰν σκιά, τρέχει σὰν γοργοπόδαρος δρομέας καὶ σὰν ἄνθος μαραίνεται! Λυπήθηκα μὲ τὶς σκέψεις μου αὐτὲς καί, ἀφοῦ στέναξα, εἶπα, ὅτι ἀγνοοῦμε μὲ ποιὸν τρόπο τρέχει ἡ παροῦσα ζωή. Κι αὐτὸ γίνεται ἐπειδὴ εἴμαστε δεμένοι μὲ πράξεις καὶ σκέψεις ἀπρεπεῖς ἐξ αἰτίας τῆς πνευματικῆς χαλαρώσεώς μας. Ἐνῶ δὲ σκεφτόμουν αὐτά, ξαφνικὰ σήκωσα τὰ μάτια μου στὸν οὐρανὸ καὶ ἦλθα σὲ ἔκστασι. Τότε ἔπεσε ἐπάνω μου φόβος πολὺς καὶ μὲ τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς μου ἔβλεπα τὸν Κύριο νὰ κάθεται σὲ ἔνδοξο θρόνο καὶ νὰ λέγη τὰ ἑξῆς λόγια στὴν ψυχή μου.
Γιατί, ὦ ψυχή, περιφρόνησες τὸ νυφικό σου δωμάτιο στὸν οὐρανό, ποὺ εἶναι λουσμένο μὲ ἔνδοξο φῶς;
Γιατί, νύμφη μου, μισεῖς τὸν ἄχραντο καὶ ἀθάνατο Νυμφίο σου;
Γιατί, ψυχή, ἀδιαφορεῖς γιὰ τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ἐγὼ ἑτοίμασα καὶ βρίσκονται στὸ φῶς τῆς αἰωνίου ζωῆς;
Γιατί, ψυχή, δὲν ἔχεις πόθο νὰ μὲ συναντήσεις;
Γιατί, ψυχή, δὲν ἔχεις ἀναμμένη τὴν λαμπάδα σου καὶ δὲν μὲ περιμένεις, ἐνῶ ἀκούγεται ἡ φωνή, Ἰδού, ὁ Νυμφίος, βγῆτε ἔξω νὰ τὸν ὑποδεχθῆτε μὲ χαρά;
Γιατί, ψυχή, τόσα χρόνια δὲν φρόντισες νὰ ἀποκτήσης νυφικὸ φόρεμα, ποὺ νὰ ἀξίζη γιὰ τὸν γάμο σου;
Γιατί, ψυχή, δὲν λαχταρᾶς νὰ εἰσέλθης στὸν ἅγιο θάλαμο τοῦ οὐρανοῦ;
Γιατί, ψυχή, μισεῖς ἐμένα τὸν Ἀγαθό, ποὺ σὲ λύτρωσα ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο;
Ἐγώ, ψυχή, γιὰ χάρι σου κατέβηκα ὡς τὸν θάνατο, γιὰ νὰ μπορέσης ἐσὺ νὰ ἔλθης δίπλα μου ὡς νύμφη.
Σοῦ χάρισα πλούσιο μερίδιο στὴν αἰώνια βασιλεία μου.
Ἐγώ, ψυχή, ὡς βασιλιᾶς, σοῦ δώρησα ὅλα τὰ ἀγαθά μου.
Ἐγώ, ψυχή, γιὰ σένα ἦλθα στὴ γῆ καὶ ἔγινα ἄνθρωπος ἐπιθυμώντας νὰ λυτρώσω τὴν ζωή σου ἀπὸ τὴν φθορά.
Ἐγώ, ψυχή, παραπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ δημιουργήματά μου τίμησα καὶ ὕψωσα ἐσένα.
Ἐγώ, ψυχή, ἑτοίμασα γιὰ σένα νυφικὸ δωμάτιο καὶ πρόσταξα ἀγγέλους νὰ ὑπηρετοῦν στὸ δωμάτιο αὐτό, τὸ ὁποῖο ἑτοιμάστηκε, γιὰ νὰ εἰσέλθης ἐσὺ μετὰ χαρᾶς.
Ἐσὺ ὅμως, ψυχή, περιφρόνησες τὸν οὐράνιο Νυμφίο καὶ τὰ μεγαλειώδη ἀγαθά, ποὺ ἑτοίμασα γιὰ σένα.
Δὲν μοῦ λές, μὲ ποιὸν ἄλλον μπορεῖ νὰ εἶσαι ἐρωτευμένη ἐκτὸς ἀπὸ μένα, ποὺ σώζω ὅλην τὴν κτίσι μὲ τὸ ἔλεός μου;
Ποιὸς πατέρας μπορεῖ νὰ δώση στὰ παιδιά του ζωή, σὰν κι αὐτὴ ποὺ δίνω ἐγώ;
Γιατί, ὦ ψυχή, ἐγκατέλειψες ἐμένα καὶ πόθησες ἐκεῖνον τὸν ἄλλο, τὸν ξένο καὶ ἀπαίσιο; ΑΜΗΝ. (ὁσίου Ἐφραὶμ Σύρου, Περὶ φόβου ψυχῆς, ἔκδ. Περιβόλι τῆς Παναγίας τ.Β. σελ. 34-36).
9.4.2020 κυριαρχοῦντος ἐπὶ τῶν πλανηταρχῶν τοῦ κορωνοϊοῦ
ἀρ.νι.μα.