Οι γνωματεύσεις ανήκουν αποκλειστικά στο πεδίο της ιατρικής επιστήμης. Ο παρών σχολιασμός δεν αποδίδει προθέσεις, ούτε επιχειρεί διάγνωση, αλλά εστιάζει στην περιγραφική και ερμηνευτική ανάλυση ενός επαναλαμβανόμενου μοτίβου: την εμφάνιση γέλιου ή χαμόγελου σε δημόσιες περιστάσεις πένθους ή συλλογικής θλίψης.
Στην ελληνική πολιτική σκηνή, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει καταγραφεί επανειλημμένα σε περιστάσεις όπως κηδείες, πεδία θανόντων, μνημόσυνα ή δηλώσεις για τραγικά γεγονότα, να χαμογελά ή να γελά ενώπιον καμερών. Οι σχετικές εικόνες και βίντεο κυκλοφορούν ευρέως, προκαλώντας κοινωνική συζήτηση και αντιδράσεις. Το ζήτημα που ανακύπτει αφορά την κατανόηση του ψυχικού μηχανισμού που ενδέχεται να βρίσκεται πίσω από αυτήν την εκφραστική αντίφαση, υπερβαίνοντας τα όρια της πολιτικής αισθητικής.
Η ψυχολογική και νευρολογική μελέτη του γέλιου έχει εξετάσει το φαινόμενο εδώ και δεκαετίες. Ο Ramachandran (1998), εξετάζοντας το φαινόμενο του χιούμορ και ειδικότερα το λεγόμενο «χιούμορ της αγχόνης» (gallows humor), το περιγράφει ως μηχανισμό μείωσης της αντιλαμβανόμενης απειλής. Σύμφωνα με την ανάλυσή του, λειτουργεί ως εσωτερικό «σήμα ασφαλείας» που επιτρέπει την ψυχολογική αποφόρτιση και, σε συνθήκες υψηλού ψυχικού φορτίου, δρα ως μηχανισμός αυτορρύθμισης, προλαμβάνοντας την υπερφόρτωση του νευρικού συστήματος. Η λεγόμενη θεωρία ανακούφισης (relief theory), που ανάγεται στον Freud (1905), υποστηρίζει ότι το γέλιο επιτελεί την εκτόνωση συσσωρευμένης ψυχικής έντασης, δημιουργώντας μια πρόσκαιρη αίσθηση ισορροπίας.
Στο πλαίσιο του πένθους, η μελέτη των Keltner και Bonanno (1997) έδειξε ότι το αυθεντικό (Duchenne) γέλιο σε άτομα που θρηνούν συνδέεται με μειωμένο θυμό, μετριασμένη συναισθηματική φόρτιση και αυξημένη διαθεσιμότητα για κοινωνική σύνδεση. Το γέλιο δεν ακυρώνει τη θλίψη, αλλά εισάγει ένα στιγμιαίο διάλειμμα ανακούφισης, διευκολύνοντας τη μετάβαση από την ένταση σε μια κατάσταση ηπιότερης ψυχικής φόρτισης
Στη νευροψυχολογία έχει περιγραφεί το φαινόμενο του «παράδοξου» ή «νευρικού» γέλιου, το οποίο εκδηλώνεται σε συνθήκες ασύμβατες με το επικρατούν συναίσθημα. Παρατηρείται συχνά σε καταστάσεις αμηχανίας ή έντονης κοινωνικής πίεσης, ως ακούσια ανταπόκριση του οργανισμού για τη μείωση της δυσφορίας (Moran & Massam, 1999).
Από ψυχαναλυτική σκοπιά, το γέλιο σε στιγμές πένθους μπορεί να ιδωθεί ως πράξη «περιέχουσα» κατά τον Bion (1962), η οποία λειτουργεί ως δοχείο για τη μεταβολή ενός ακατέργαστου συναισθηματικού φορτίου σε ανεκτή ψυχική εμπειρία. Στο ίδιο πλαίσιο, ο Vaillant (1992) κατατάσσει το χιούμορ στους ώριμους μηχανισμούς άμυνας, οι οποίοι επιτρέπουν την αντιμετώπιση επώδυνων συναισθημάτων χωρίς ευθεία αντιπαράθεση. Ωστόσο, όταν εκδηλώνεται άκαιρα, μπορεί να λειτουργήσει ως αποφυγή της πλήρους επαφής με το γεγονός της απώλειας, διακόπτοντας προσωρινά τη συναισθηματική επεξεργασία.
Η αντίφαση ανάμεσα στο λεκτικό μήνυμα πένθους και στο οπτικό μήνυμα γέλιου συνιστά, κατά τον Bateson (1972), μορφή «διπλής δέσμευσης» (double bind), όπου ο δέκτης λαμβάνει δύο ασύμβατα σήματα που δεν μπορούν να συνυπάρξουν χωρίς γνωστική ή συναισθηματική σύγκρουση. Σε αυτήν την προοπτική, η εκδήλωση γέλιου μπορεί να ερμηνευθεί ως εκδραμάτιση (acting out) ενός ασυνείδητου φορτίου, σύμφωνα με τη λακανική σύλληψη του όρου στο Σεμινάριο XI (Lacan, 1973/1981). Στο πλαίσιο αυτό, η πράξη λειτουργεί ως υποκατάστατο της λεκτικής εκφοράς, όταν το υποκείμενο αδυνατεί να εκφράσει το άγχος ή τη σύγχυσή του μέσω λόγου. Παράλληλα, μια μορφή αμυντικής διαχείρισης μέσω του κωμικού στοιχείου, που συναντάται στην ανάλυση του Freud (1927) για το χιούμορ ως ώριμο μηχανισμό άμυνας και στη θεώρηση της Klein (1948) για την προσωρινή άρση του άγχους μέσω παιχνιδιού και φαντασιακής επεξεργασίας, αναγνωρίζει την κωμική απόχρωση ως μέσο διατήρησης μιας αίσθησης ασφάλειας, έστω και μέσω προσωρινής απώθησης της οδύνης.
Η φιλοσοφία και η πολιτική θεωρία προσθέτουν μια ακόμη διάσταση: η Butler (2004) υποστηρίζει ότι η αναγνώριση της ευαλωτότητας του άλλου αποτελεί θεμέλιο της κοινωνικής συμβίωσης, ακόμη και όταν η έκφρασή της λαμβάνει αντιφατικές μορφές. Το γέλιο, ακόμη και σε στιγμές συλλογικού πένθους, μπορεί να νοηθεί ως υπενθύμιση της συνέχειας της ζωής, ακόμη κι αν η χρονική του συγκυρία προκαλεί αμηχανία ή απορία.
Στην πολιτική σκηνή, όπου η δημόσια έκθεση είναι συνεχής και τα περιθώρια αυθορμητισμού περιορισμένα, τέτοιες αντιδράσεις μπορεί να ενεργοποιούνται από την ανάγκη διαχείρισης της εσωτερικής συναισθηματικής κατάστασης υπό το βάρος του επιβεβλημένου πρωτοκόλλου συμπεριφοράς.
Στη δημόσια σφαίρα, η ερμηνεία τέτοιων στιγμών παραμένει σύνθετη. Οι πολίτες παρακολουθούν και κρίνουν όχι μόνο τις πολιτικές πράξεις, αλλά και τις μικρές εκφραστικές χειρονομίες που ενίοτε επισκιάζουν το περιεχόμενο του λόγου. Η επιστημονική ανάλυση οφείλει να απομονώνει το πιθανό ψυχολογικό υπόβαθρο, χωρίς να συγχέεται με την πολιτική κριτική. Υπό το φως της βιβλιογραφίας, η εικόνα ενός ηγέτη που γελά σε συνθήκες πένθους μπορεί να νοηθεί ως εκδήλωση αμήχανης αποφόρτισης, αμυντικού μηχανισμού ή υπενθύμισης της ζωής απέναντι στον θάνατο.
Η κατανόηση αυτών των μηχανισμών δεν δικαιολογεί ούτε καταδικάζει, αλλά αναδεικνύει το βάθος της ανθρώπινης αντίδρασης, ακόμη και στις πιο επίσημες σκηνές, εκεί όπου η πολιτική και η ψυχική διεργασία συναντώνται.
Βιβλιογραφία
- Bateson, G. (1972). Steps to an ecology of mind: Collected essays in anthropology, psychiatry, evolution, and epistemology. Chicago, IL: University of Chicago Press.
- Bion, W. R. (1962). Learning from experience. London: Heinemann.
- Bonanno, G. A., & Keltner, D. (1997). A study of laughter and dissociation: Distinct correlates of laughter and smiling during bereavement. Journal of Personality and Social Psychology, 73(4), 687–702. https://doi.org/10.1037/0022-3514.73.4.687
- Butler, J. (2004). Precarious Life: The Powers of Mourning and Violence. London: Verso.
- Freud, S. (1905/1990). Jokes and Their Relation to the Unconscious (J. Strachey, Trans.). New York, NY: W. W. Norton.
- Freud, S. (1927). Humour. International Journal of Psychoanalysis, 9, 1–6.
- Klein, M. (1948). On the theory of anxiety and guilt. In M. Klein, P. Heimann, & R. E. Money-Kyrle (Eds.), Developments in psycho-analysis (pp. 31–42). London: Hogarth Press.
- Lacan, J. (1981). The four fundamental concepts of psychoanalysis (J.-A. Miller, Ed.; A. Sheridan, Trans.). New York, NY: W. W. Norton. (Original work published 1973)
- Moran, C. C., & Massam, M. M. (1999). An evaluation of humour in emergency work. Australasian Journal of Disaster and Trauma Studies, 3(3). https://www.massey.ac.nz/~trauma/issues/1997-3/moran1.htm
- Ramachandran, V. S., & Blakeslee, S. (1998). Phantoms in the Brain: Probing the Mysteries of the Human Mind. New York, NY: William Morrow.
- Vaillant, G. E. (1992). Ego mechanisms of defense: A guide for clinicians and researchers. Washington, DC: American Psychiatric Press.
*Αντώνης-Μάριος ΠαΠαγιώτης, e-κοδόμος.
Δόκιμος Ψυχολόγος / Υπό διαμόρφωση Ψυχοθεραπευτής – σε μακρά θεραπεία με την ακαδημαϊκή κοινότητα
Ο ίδιος, κινείται μεταξύ ετερόκλητων ακαδημαϊκών και επαγγελματικών πεδίων, με σταθερό προσανατολισμό στην ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία. Η εμπειρία του στον ανθρωπιστικό τομέα αποδεικνύεται μετασχηματιστική, ενώ η ενεργή του παρουσία στον χώρο της επικοινωνίας, του πολιτικού και ψηφιακού μάρκετινγκ συνεχίζει να τροφοδοτεί τις συνθετικές του αναζητήσεις. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν στις ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις των τεχνολογικά διαμεσολαβημένων αλληλεπιδράσεων