Διαβάζω με ενδιαφέρον όσους προσπαθούν με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα στις ΗΠΑ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γαλλία ή σε άλλες χώρες να κάνουν προβλέψεις για το τί πρόκειται να συμβεί στην ελλαδική πολιτική σκηνή. Είναι πολύ φυσιολογικό, από τη στιγμή που οι αναλυτές το πράττουν σε όλο τον κόσμο, και χρήσιμο, όταν λαμβάνονται υπ’ όψιν βασικές παράμετροι, όπως η μορφή του πολιτεύματος και η πολιτική κουλτούρα κάθε χώρας. Στη δική μας κοινοβουλευτική δημοκρατία, ειδικά μετά την Συνταγματική Αναθεώρηση του 1985, καθοριστική σημασία έχει το αξίωμα του Πρωθυπουργού.
Έκτοτε, ο Πρωθυπουργός στο ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι ο απόλυτος πρωταγωνιστής. Ελέγχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, είναι ταυτόχρονα πρόεδρος του κόμματός του, έχει τη δυνατότητα ανασχηματισμού και ουσιαστικά τον χρόνο επιλογής εκλογών. Επίσης, στο πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού η επιλογή του Πρωθυπουργού αποτελεί καθοριστικό κριτήριο εκλογικής επιλογής. Ειδικά τη δεκαετία του ’90, υπήρχαν πολλοί που υποστήριζαν ότι δεν είναι ΠΑΣΟΚ, αλλά ψηφίζουν Σημίτη, κάτι που επαναλήφθηκε με τον Κώστα Καραμανλή, τον ΓΑΠ και τον Αντώνη Σαμαρά, και σχεδόν πάντα ο εν ενεργεία Πρωθυπουργός υπερείχε στις ποσοτικές έρευνες σε καταλληλότητα έναντι των αντιπάλων αρχηγών. Μέχρι που φτάσαμε στην περίοδο Τσίπρα.
O Αλέξης Τσίπρας από το 2012, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση μέχρι το 2015, κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να χτίσει πρωθυπουργική εικόνα, ξεκινώντας από την εξωτερική του εμφάνιση και τα Αγγλικά του και φθάνοντας ως τις επαφές με εκδότες, επιχειρηματίες και ξένους ηγέτες. Όταν βρέθηκε στην πρώτη θέση στις βουλευτικές του Ιανουαρίου του 2015, μπορεί να διέφερε σε σχέση με τους προκατόχους του, αλλά ήταν σίγουρα ένας ισχυρός Πρωθυπουργός.
Συγκέντρωσε πολύ υψηλά αποδοχής, τοποθέτησε στενούς συνεργάτες του στις κομβικές θέσεις και κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή εκφράζοντας το νέο. Επίσης, ο τρόπος που χειρίστηκε τις δύο προεκλογικές περιόδους του δημοψηφίσματος και των δεύτερων εκλογών του έδωσε τη δυνατότητα να απαλλαγεί από την εσωκομματική αντιπολίτευση και να αποδυναμώσει τα αντίπαλα πολιτικά κόμματα και να καταστεί ισχυρότερος.
Από εκεί και πέρα, όμως, άρχισε σταδιακά να χάνει την πρωθυπουργικότητα του. Η απουσία σχεδίου, οι αλλεπάλληλες κυβιστήσεις και κυρίως η διαιώνιση της ύφεσης και η κυβερνητική φθορά έχουν πλήξει καθοριστικά την εικόνα του Αλέξη Τσίπρα. Επίσης, η αποχώρηση των “Σαμαροβενιζέλων” και η αντικατάσταση τους από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Φώφη Γεννηματά αποδεικνύεται ότι τον έχει δυσκολέψει. Άλλωστε, είναι σπάνιο εν ενεργεία Πρωθυπουργός να υστερεί σε καταλληλότητα έναντι του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Τους τελευταίους μήνες, το επιτελείο του Αλέξη Τσίπρα έχει προσπαθήσει να ξαναφτιάξει την πρωθυπουργική του εικόνα και να σημάνει την επιστροφή στην κανονικότητα, με κάθε διαθέσιμο μέσο: διεθνείς επαφές, εβδομαδιαίες εμφανίσεις στη Βουλή για την Ώρα του Πρωθυπουργού, τα εγκαίνια δημοσίων έργων, το γραφείο της Θεσσαλονίκης, την πρόσφατη συνάντηση με τους Περιφερειάρχες και τα υπουργικά συμβούλια.
Ο ίδιος όμως αυτοϋπονομεύει αυτή την προσπάθεια, όταν πηγαίνει στο studio τηλεοπτικού σταθμού για να δώσει συνέντευξη και όταν εμφανίζεται στη Βουλή για να υπερασπιστεί την τροπολογία που κατέθεσε ένας βουλευτής Κοζάνης και η οποία αποδείχθηκε ότι ήταν φωτογραφική. Και η πρώτη και η δεύτερη ενέργεια, είναι πρωτόγνωρη για έναν Έλληνα Πρωθυπουργό, ενώ έχουν έναν κοινό παρονομαστή: τα ΜΜΕ.
Γιατί προχώρησε σε αυτές τις ενέργειες; Είτε στο επιτελείο του Αλέξη Τσίπρα θεωρούν ότι μέσω των ΜΜΕ – και μάλιστα των πιο παραδοσιακών – μπορεί να βελτιώσουν την εικόνα του. Είτε -το πιθανότερο- έχουν πάρει απόφαση ότι έχει χάσει οριστικά τη δική του πρωθυπουργικότητα και το μόνο που ρεαλιστικά μπορούν να προσπαθήσουν είναι να μειώσουν την πρωθυπουργικότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη.
* Ο κ. Δημήτρης Σ. Παπαγγελόπουλος είναι Σύμβουλος Στρατηγικής & Επικοινωνίας και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας. Μπορείτε να τον ακολουθήσετε στο twitter: @dpapangel