Παρακολουθώ φυσικά με μεγάλο ενδιαφέρον τα θέματα της ειδικότητάς μου. Υπάρχει, φυσικά, μια ιδιαίτερη ευαισθησία για τα εκκλησιαστικά πράγματα. Ειδικότερα, που τον τελευταίο χρόνο, μετά τον Ιούνιο του 2016 και την εν Κολυμβαρίω Μεγάλη Σύνοδο του 2016, τα πράγματα τείνουν να ξεφύγουν. Η κρίση αυτή στον εκκλησιαστικό χώρο, προέκυψε ως αντίδραση στα ανοίγματα που επιχειρεί εδώ και δεκαετίες το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Αυτό το σημείο, κακά τα ψέματα, έχει δημιουργήσει μεγάλα ζητήματα στον κυρίως πυρήνα της Εκκλησίας, του οποίου τα μέλη είναι και τα τακτικά συμμετέχοντα στα μυστήρια. Φυσικά είναι και το πιο συντηρητικό τμήμα της. Είναι όμως και το προζύμι της Εκκλησίας, επηρεάζοντας θετικά ή αρνητικά, ανάλογα με αυτά τα οποία εκφράζει και αποδέχεται κατά καιρούς. Μέλη της Εκκλησίας είναι πρώτιστα οι μετέχοντες, οι ένθεοι, κατά την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Και αυτοί οι αντιδρώντες είναι τέτοιοι κατά κανόνα, αυτό δεν μπορεί κανείς να τους το αρνηθεί. Σε αντιδιαστολή, πολλοί θεολογούντες και ασκούντες «προοδευτική κριτική», το έχουν πιο περήφανο να γράφουν στην ΕΦ. ΣΥΝ., παρά να πατάν το πόδι τους στην Εκκλησία.
Την συμβολή του στο πρόβλημα, έχει και η αλόγιστη και μεγάλη δύναμη του διαδικτύου. Έχει δώσει ελευθερία, αλλά και ασυδοσία στον κάθε πικραμένο να γράφει, δημόσια ό,τι μπορεί και ό,τι του κάνει κέφι. Κάτι το οποίο σε πολλές περιπτώσεις, έχει δημιουργήσει, από καιρό, ένα εκρηκτικό μείγμα. Εν τέλει συναντούμε, συνήθως, σε αυτό το πεδίο αντιπαράθεσης, δύο ειδών τύπους ξένους με την ουσία της θεολογίας. Στην μία όχθη απαντά το θλιβερό φαινόμενο, κυρίως συνάδελφοι θεολόγοι, πανεπιστημιακοί και παρατρεχάμενοι αυτών, οι οποίοι στο πλαίσιο της προσωπικής ανέλιξης, εκφράζονται βασιλικότερα του βασιλέως. Δεν κρύβουν το ότι είναι υπέρμαχοι της πατριαρχικής πολιτικής, αλλά και ενεργά μέλη του οικουμενιστικού κινήματος. Στην αντίπερα όχθη, έχουμε ζηλωτές του αντι-οικουμενισμού, οι οποίοι διεκδικούν για τον εαυτό τους τον τίτλο του «ομολογητή». Παντού βλέπουν νεοταξικούς πράκτορες, αρθρογραφούν ως σημαίνοντες, αρκετοί εξ αυτών, υποθέτω πως πασχίζουν με αυτή τη δραστηριότητα να αυτοδιανείμουν ένα ρόλο στην αθέατη, αν όχι ανέραστη ζωή τους. Ο έρως, βέβαια, χρόνια δεν κοιτά και νοήματα πολλά έχει. Δεν είναι σεξιστικό το σχόλιό μου.
Η κατάσταση αυτή, είναι πολύ πιο έντονη στην Μητρόπολη Φλωρίνης Πρεσπών και Εορδαίας, αφού από εκεί προήλθαν οι πρώτες περιπτώσεις αποτοίχισης. Αυτών των ιερωμένων δηλαδή, οι οποίοι επικαλούμενοι τον 15ο Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Τοπικής Συνόδου, κήρυξαν τον τοπικό μητροπολίτη Θεόκλητο αιρετικό και σταμάτησαν να τον μνημονεύουν. Το χορό έσυρε πρώτος ο π. Παΐσιος Παπαδόπουλος, αυτή η υψιπετής μορφή της πατερικής θεολογίας, αρνούμενος να μνημονεύσει τον τοπικό επίσκοπο κατά την Ευχαριστία, όπως ορίζει η λειτουργική τάξη της Εκκλησίας. Η συνέχεια δόθηκε από τον ηγούμενο της Ι. Μ. της Αγίας Παρασκευής Μηλοχωρίου Εορδαίας, π. Μάξιμο Καραβά και τον ιερομόναχο π. Ιγνάτιο Καλαϊτζόπουλο. Επικαλούμενοι αμφότεροι τους ίδιους λόγους και τον περιώνυμο 15ο Κανόνα, σταμάτησαν να μνημονεύουν τον τοπικό επίσκοπο.
Έτσι φθάσαμε στις κωμικοτραγικές στιγμές του Εσπερινού της πανηγύρεως της Αγίας Παρασκευής. Τα πράγματα δρομολόγησε η απόφαση της Μητροπόλεως να επιτιμήσει, ως ήταν φυσικό, αμφότερους τους κληρικούς, απαγορεύοντας τους να λειτουργούν. Διόρισε επιτροπή διαχείρισης της Μονής, η οποία αφίχθη σε αυτήν για να λάβει μέρος στην πανηγυρικό Εσπερινό. Εκεί ένα ετερόκλητο συνονθύλευμα, έπαιξε τον ρόλο του πορτιέρη, απαγορεύοντας «εις τους οικουμενιστάς την είσοδον εις το άγιον άβατον του αντι-οικουμενισμού»: από γνωστές και μη εξαιρετέες νικηφόρες καντιωτικές «αφιερωμένες δεσποινίδες», κάτι άλλες όψιμες που ντεμέκ ορθοτομούν συμπεριφερόμενες ανάγωγα προς τον πρωτοσύγκελο και τον αρχιερατικό επίτροπο της Μητροπόλεως (σαν πενθερές όλο υφάκι προς τον άνεργο σώγαμπρο τους), κάτι άλλα ριζώματα ζιζανιοφόρα, τα οποία την είδαν «κάλαμοι οξυγράφοι» και «μάρτυρες του μεγίστου αγώνος της πίστεως». Αντιληφθήκαμε και κάτι αλληλέγγυους ρασοφόρους εκτός τόπου και χρόνου. Είδα και ένα τύπο να εμποδίζει τον π. Νικηφόρο, προτάσσοντας την χείρα του, δίκην ρομφαίας Αγγέλου, ως άλλο πεπτωκότα Αδάμ, αποκλείοντας το εισόδιον αυτού εν τω μοναστικώ παραδείσω! Τραγικά πράγματα!
Ως παντελώς άσχετοι από Πηδάλιο, μερικοί από εσάς μαζευτείτε λιγάκι: ως εκκλησιαστικά μέλη τα οποία καταφέρονται έναντι σεβάσμιων ιερωμένων μορφών, καλύτερα να στέκεστε προσκλαίοντες ως κατηχούμενοι, έξω από το τρίβηλο κάποιου ναού, κατά προτίμηση μη ζηλωτικού, τρομάρα σας. Κρατήστε, όμως, στη μνήμη σας τα εξής βασικά αξιώματα του Κανονικού δικαίου της Εκκλησίας, μπας και διορθωθείτε από την πολύ υπερορθοδοξία (sic) που σας δέρνει.
- Καμία ιερατική και λειτουργική πράξη της Εκκλησίας δεν γίνεται χωρίς την άδεια του οικείου επισκόπου.
- Αιρετικός επίσκοπος είναι εκείνος ο οποίος πρώτιστα έχει καταδικασθεί και σε εφέσιμο βαθμό, τελεσίδικα δηλαδή. Αυτόν τον επίσκοπο ούτε τον μνημονεύουμε, ούτε έχουμε εκκλησιαστική κοινωνία μαζί του. Όχι όποιον εμείς αποφασίσουμε, ότι είναι αιρετικός. Μόνο που και στην περίπτωση του καθαιρεθέντος επισκόπου, στην θέση του τοποθετείται τοποτηρητής και έτσι πάντα μνημονεύεται ένας επίσκοπος στην Ευχαριστία.
- Όταν λέμε ότι απαγορεύεται να έχουμε καν κοινωνία με αιρετικό επίσκοπο, σε καταδικασθέντα, επίσης, τελεσίδικα, αναφερόμαστε.
- Μια τοπική σύνοδος, δεν μπορεί, άμεσα, να καταργήσει ή τροποποιήσει κανόνα οικουμενικής Συνόδου. Έτσι για να εφαρμοσθεί ένας Κανόνας σαν τον 15ο της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, αφού μεταβάλει Κανόνα Οικουμενικής Συνόδου, πρέπει να επικυρωθεί από επόμενη Οικουμενική Σύνοδο.
- Στην περίπτωση που δούμε την ουσία της υπόθεσης, ως προς τον 15ο Κανόνα, ποια αίρεση κήρυξε δημόσια, «με γυμνή κεφαλή», ο Θεόκλητος Φλωρίνης και έχετε τα μούτρα να του αρνείσθε το μνημόσυνο; Με ποια εκκλησιολογία (αν ξέρετε καν τι σημαίνει ο όρος); Ότι δεν απέρριψε την Σύνοδο της Κρήτης του 2016, επειδή εκεί γίνεται λόγος για ετερόδοξες Εκκλησίες και Ομολογίες; Πολλές οι παθογένειες αυτής της Συνόδου και δικαίως ασκείται κριτική σε διάφορα σημεία και έχω και προσωπικά ασκήσει. Ωστόσο στα κείμενα της Συνόδου, αναγνωρίζεται η Ορθοδοξία ως η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, παρότι στους ετερόδοξους, κακώς, βέβαια, αναγνωρίζεται η ιστορικότητα του όρου «Εκκλησία» και όχι η λειτουργική εκκλησιολογία του. Δεν υπάρχει Εκκλησία εκτός μυστηρίων, εκτός εκκλησιαστικής κοινωνίας. Και αναμφίβολα ο Θεόκλητος δεν είναι αιρετικός.