Ο Απόστολος Πορφύρης γεννήθηκε το 1924, στο χωριό Βούρμπιανη της επαρχίας Κόνιτσας, ένα από τα θρυλικά Μαστοροχώρια της Ηπείρου, πάνω στην οροσειρά της περήφανης και αγέρωχης βόρειας Πίνδου.
Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Πορφύρης που κατάγονταν από το απέναντι χωριό, την Οξυά και παντρεύτηκε την Ματούλα Παπαναστασίου από την Βούρμπιανη, όπου και εγκαταστάθηκαν. Η Βούρμπιανη ήταν γνωστό κεφαλοχώρι τον 17ο και 18ο αιώνα και είχε 18 εκκλησίες και το ξακουστό σχολαρχείο της που λειτούργησε μέχρι και το 1986.Ο Γιώργος Πορφύρης, μάστορας στο επάγγελμα όπως και τα αδέλφια του, ξενιτεύτηκε σε διάφορα μέρη στην Ελλάδα και στην Αφρική. Στην Αθήνα με την ομάδα του χτίζουν πολλά κτίρια καθώς γνωρίζει καλά την τέχνη της μαστορικής. Ένα από το κτίρια που έχει χτίσει είναι αυτό της Λέσχης Αξιωματικών Φρουράς Αθηνών, στην οδό Ρηγίλλης. Δουλεύει σκληρά και στέλνει χρήματα για να συντηρήσει την οικογένειά του.Η Ματούλα, μια απλή και καλοσυνάτη γυναίκα, αγωνίζεται, όπως γνωρίζουν καλά οι Ηπειρώτισσες μάννες να αναθρέψει τα τρία παιδιά τους, την Χρυσάνθη, τον Αποστόλη και τη Βασιλική.
Οι δυσκολίες της ζωής στα χωριά της Ηπείρου, τα προβλήματα μιας οικογένειας που λείπει ο πατέρας, οι ευθύνες του γιού ζυμώνουν και διαμορφώνουν τον χαρακτήρα του Αποστόλη. Ο θάνατος του πατέρα του, στα 10 του χρόνια, και οι ευθύνες που επωμίζεται διαμορφώνουν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα, με ωριμότητα και μεγάλη συναίσθηση της ευθύνης.
Ο Απόστολος πνεύμα ανήσυχο, αγαπά πολύ τη γνώση και γι’ αυτό φοιτά στην φημισμένη Μέση Γεωπονική Σχολή του πρώην Εθνικού Αγροτικού Ορφανοτροφείου Ιωαννίνων από το 1937 έως το 1942, που αναγνωρίσθηκε ως ισότιμη με την Ανώτερη Σχολή Γεωπονίας των πρώην ΚΑΤΕΕ Αθηνών.Η σχολή αυτή, με πλήθος μαθημάτων αλλά και πλούσια πρακτική εμπειρία, σε συνδυασμό με τη μεγάλη του αγάπη προς τη μάθηση και την αγροτική ζωή του προσφέρει πάρα πολλά. Αποκτά πολύπλευρες γνώσεις στη Βοτανική, στη Γεωπονία, Φυτολογία, Γεωργία, Γεωργική Οικονομία, Οικοδομική, Μελισσοκομία, κ.ά.Ευαισθητοποιείται και συμμετέχει στην Εθνική Αντίσταση κατά των Γερμανών από τις γραμμές της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ. Επειδή δεν εντάχθηκε, λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων, στον ΕΛΑΣ φυλακίζεται στις φυλακές της Κόνιτσας, όπου κάτω από άθλιες συνθήκες παθαίνει οξείς ρευματισμούς που επηρεάζουν την καρδιά του.
Μαζί με δύο καλούς του φίλους, τον Δημήτριο Ζήση και τον Νικόλαο Κιούρη διορίζεται το 1947,έκτακτος, στο Αγροτικό Ορφανοτροφείο Αρρένων Πτολεμαΐδας. Το Αγροτικό Ορφανοτροφείο αποτελούσε έναν ιδιαίτερα σημαντικό πόλο στη ζωή όχι μόνο της Πτολεμαΐδας, αλλά ολόκληρης της επαρχίας Εορδαίας. Παρείχε στέγη, σίτιση και εκπαίδευση σε πάνω από 200 ορφανά παιδιά από όλη τη Δυτική Μακεδονία, αλλά και άλλες περιοχές. Η ορφάνια που βίωσε και ο ίδιος, η αγάπη του για τα παιδιά, η μεγάλη του διάθεση για προσφορά βρίσκουν την καλύτερή τους έκφραση μέσα στο Ίδρυμα. Μαζί με τους συναδέλφους του μεταδίδει τις γνώσεις του στα ορφανά, εφαρμόζει πρότυπες και πρωτοποριακές για την εποχή μεθόδους καλλιέργειας φυτών και δένδρων,βελτίωσης και ανάδειξης νέων ποικιλιών,ανάπτυξης της κτηνοτροφίας. Δένεται πάρα πολύ με τη δουλειά του στο Ορφανοτροφείο, μοχθεί νυχθημερόν για τηνεκπαίδευσηκαι τηναγωγή των ορφανών και γίνεται ιδιαίτερα αγαπητόςαπό αυτά..
Προσφέρει τις γνώσεις και τις υπηρεσίες του σε πλήθος αγροτών και κτηνοτρόφων της Πτολεμαΐδας, αλλά και όλης της επαρχίας. Γίνεται ευρύτερα γνωστός για τους πετυχημένους εμβολιασμούς των δένδρων και τη δημιουργία νέων διασταυρώσεων. Για δύσκολους τοκετούς και την αντιμετώπιση ασθενειών των ζώων. Γίνεται φημισμένος μελισσοκόμος και ειδικός γνώστης παρασκευής βασιλικού πολτού και τον καλούν πολλοί να προσφέρει την εμπειρία του.Φιλομαθέστατος ών, σπουδάζει δι’ αλληλογραφίας και παίρνει επιτυχώς το Πτυχίο της φημισμένης Λογιστικής Σχολής ΑΖΙ στην Αθήνα το 1956.
Κυρίως όμως είναι άνθρωπος με αξίες και αρχές, εραστής της γνώσης, φιλομαθέστατος, άνθρωπος της μελέτης, πολύ κοινωνικός, ευγενής, με βαθύτερη και ευρύτερη παιδεία, με έντονη την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, την αγάπη προς τα παιδιά και τα ορφανά, με έντονη την έννοια της προσφοράς προς τον έχοντα ανάγκη, με βαθιά πίστη στις αρχές της δημοκρατίας, με αγάπη, αλληλεγγύη και ευαισθησία προς τον φτωχό, τον πονεμένο, τον δοκιμαζόμενο, με μεγάλο αλτρουϊσμό και πίστη στα ανθρωπιστικά και ουμανιστικά ιδεώδη.
Η άριστη και άκρως ευαίσθητη συμπεριφορά του προς τα ορφανά τον κάνουν τόσο πολύ αγαπητό από αυτά τα καταφρονεμένα παιδιά που δεκαετίες μετά τον θάνατό του σε πολλά σημεία της Ελλάδας τα«οικοτροφάκια» του τότε τον θυμούνται και μιλούν γι’αυτόν με άκρως συγκινητικά λόγια. Κι’αυτό γιατί τα αγαπούσε, δεν έκανε διακρίσεις, γνώριζε από δημοκρατική Παιδαγωγική μέσα και ενάντια σε ένα περιβάλλον του πλέον αυταρχικού παιδαγωγικού μοντέλου «αγωγής» ορφανών από πληγείσες περιοχές της κατοχής και του εμφυλίου και κάτω από ένα γενικότερο ασφυκτικό αντιδημοκρατικό κλίμα των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων. Η κοινωνικότητά του και ο χαρακτήρας του τον κάνουν γνωστό και αγαπητό στις πιο εκλεκτές παρέες και ανθρώπους της πόλης. Τα γλέντια τους ήταν παροιμιώδη.
Επί χρόνια αναζητεί την χαμένη μητέρα του που χάθηκε τον Αύγουστο του 1949. Ώσπου βεβαιώνεται, χρόνια μετά, ότι έπεσε θύμα ανταρτών εξ αιτίας της ευθύνης άλλων και χωρίς να ευθύνεται η ίδια. Η μεγάλη του αδελφή Χρυσάνθη παντρεύεται τον Αναστάσιο Ευθυμίου και ζεί τα περισσότερα χρόνια στην Κόνιτσα και μετά στα Γιάννινα. Αισθανόμενος την ευθύνη απέναντι στην μικρότερη αδελφή του, την Βασιλική την φέρνει στην Πτολεμαΐδα και σε λίγα χρόνια παντρεύεται τον στενό φίλο και συνάδελφό του Δημήτριο Ζήση και κάνουν δυο παιδιά, τον Κώστα, χημικό, και την Λίτσα, ζωγράφο της ΑΣΚΤ. Η αγάπη που συνέδεε τον Αποστόλη με τις δύο αδελφές του και το αντίστροφο είναι κάτι το απερίγραπτο.
Τέλη της δεκαετίας του ’50 μαζί με δύο άλλους συνεταίρους ανοίγει το φημισμένο για την εποχή του Κέντρο «ΒΙΟΛΕΤΤΑ» εκεί που ήταν η καφετέρια «Εκάβη», στη γωνία, απέναντι από το σημερινό «Διπλό». Ήταν κατά ομολογία πολλών το καλύτερο καφεζαχαροπλαστείο και κέντρο διασκέδασης της περιοχής. Το τίμησαν με την παρουσία τους ο Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα και άλλοι καλλιτέχνες όπως και όλοι οι θεατρικοί θίασοι των Αθηνών μετά τις παραστάσεις τους. Δυστυχώς η ανέντιμη συμπεριφορά του ενός συνεταίρου και ο πόλεμος από κύκλους της ασφάλειας, λόγω των αριστερών φρονημάτων του άλλου συνεταίρου, οδήγησαν σε ναυάγιο τη λαμπρή αυτή επιχείρηση-στολίδι για την πόλη μετά από τρία περίπου χρόνια λειτουργίας.
Το 1959 παντρεύεται την Ελένη Ζδούκου από τα Νάματα Βοΐου, κόρη του Δημητρίου Ζδούκου και της Ευθαλίας Τώνια από τη Βλάστη. Κουμπάρος τους ο φίλος του Ηρακλής Αδαμόπουλος- γιός του Κωνσταντίνου Αδαμόπουλου που μαζί με τον Γεώργιο Παυλίδη ανακάλυψαν τους λιγνίτες της περιοχής- ο μετέπειτα νονός και των δυό μας.Προσπαθεί αγωνιωδώς και χτίζει με δική του αυτεπιστασία το πατρικό μας σπίτι. Τον Οκτώβριο του 1960 φέρνουν στον κόσμο τον Γιώργο και τον Απρίλη του 1962 τον Δημήτρη. Οικογενειάρχης με όλη τη σημασία της λέξης. Αγαπά, τιμά και εκτιμά τη γυναίκα του -πρώτο παιδί της σημαίνουσας οικογένειας Ζδούκου- που στέκεται επάξια στο ύψος του, ως αφοσιωμένη σύζυγος και πανάξια μητέρα, άριστη νοικοκυρά, αναθρεμμένη με αρχές και αξίες. Λατρεύει τους δυο γιούς του. Παρά τις πάρα πολλές δραστηριότητες και ενασχολήσεις του αφιερώνει κατά προτεραιότητα χρόνο για την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των παιδιών του.
Τι να πρωτοθυμηθούμε; Το πως μας μιλούσε με τις ώρες και μας καλλιεργούσε αρχές και αξίες; Πως έλεγε καθημερινά ότι καθένας μας έχει σημασία να είναι πρώτααπ΄όλα άνθρωπος και μετά όλα τα άλλα. Φρόντισε, αγοράζοντάς μας διαλεχτά βιβλία, ώστε από πολύ νωρίς να αγαπήσουμε τη μάθηση, τη γνώση, να διαβάζουμε την Αρχαία Μυθολογία, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, τους μύθους του Αισώπου και να μας μεταλαμπαδεύσει την αγάπη προς το πνεύμα, τους αρχαίους φιλοσόφους και τους παγκόσμιους διανοητές.Μας ταξίδεψε μέσα σε λιγότερο από δεκαετία, χωρίς να έχει αυτοκίνητο, από την αρχαία Δωδώνη και τους Δελφούς έως την Ολυμπία και τις Μυκήνες,από την Ακρόπολή και τις Θερμοπύλες έως το Αχίλλειο της Κέρκυραςκαλλιεργώντας μας την αγάπη για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Από την Γραβιά του Οδυσσέα Ανδρούτσου μέχρι το σπίτι που σούβλισαν τον Αθανάσιο Διάκο στη Λαμία.Αφιέρωνε χρόνονα συζητάει μαζί μας, να μας εμφυσήσει αρχές, να μας μιλά για την αρετή, την δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη στον συνάνθρωπο,να μας καλλιεργεί την ευγένεια και τους καλούς τρόπους, την μεγάλη αξία της αληθινής φιλίας.
Παράλληλα γνώστης της ελληνικής γραφειοκρατίας και καλός χειριστής του λόγου αγωνίζονταν με τους δύο συναδέλφους και φίλους του επί 18 ολόκληρα χρόνια για την μονιμοποίησή τους. Εστάλησαν εκατοντάδες επιστολές σε πολιτικούς, υπουργεία, υπηρεσίες, έκανε συχνά ταξίδια στην Αθήνα και είχε πολλές επαφές, συναντήσεις, κλπ. Μετά από σκληρές και επίπονες προσπάθειες μονιμοποιούνται το 1966.
Άνθρωπος με πολλές ευαισθησίεςπου τον αγγίζουν όλα τα κοινωνικά προβλήματα, το πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, τα προβλήματα και η πορεία της νεολαίας ενδιαφέρεται πολύ και συμμετέχει στα κοινά. Έχει μακρά συμμετοχή στους αγώνες για την Δημοκρατία. Ενεργοποιείται ως ένας από τους ιδρυτές της Περιφερειακής Οργάνωσης Εορδαίας και του Γραφείου Πτολεμαΐδας της Ενώσεως Κέντρου.Συνδέεται προσωπικά με πολλούς πολιτευτές, βουλευτές και την πολιτική ηγεσία της Ενώσεως Κέντρου, κυρίως, αλλά και της ΕΡΕ και της ΕΔΑ. Στην προσωπική του ατζέντα υπάρχουν τα προσωπικά τηλέφωνα του Γεωργίου Παπανδρέου, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Ανδρέα Παπανδρέου, των Κακλαμάνη, Αλευρά, Μπακατσέλου και πολλών άλλων.Για την όλη του συνεισφορά δέχεται ευχαριστήριο τηλεγράφημα του Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Βέβαια οι πολιτικοί και κοινωνικοί του προβληματισμοί ήταν πολύ βαθύτεροι και ευρύτεροι από τα περιοριστικά όρια της κλασσικής Ε.Κ. Μελετούσε από αρχαίους κλασσικούς (Πλάτωνα και Αριστοτέλη), μέχρι τους πρωτοπόρους του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (Βολταίρο,Ρουσσώ), της ΑμερικανικήςΕπανάστασης (Α.Λίνκολν, Β.Φραγκλίνο),της ρώσικηςλογοτεχνίας (Λ.Τολστόϊ, Μ.Γκόρκι), τον Καζαντζάκη, τον Παπανούτσο,τον Νίτσε,τον Άλφρεντ Άντλερ, τον Πιαζέ, τον Μπέρναρ Σω, κ.λ.π. Στο προσωπικό του αρχείο – που συντηρούσε με ευλάβεια, όπως και εμείς – υπάρχει πληθώρα τεκμηρίων της όλης πολιτικής, πνευματικής, κοινωνικής, επαγγελματικής και προσωπικής του διαδρομής.
Στενάζει όπως πλήθος Ελλήνωνμε την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών καθώς βλέπει την καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων του ελληνικού λαού.Αυτό δεν τον εμποδίζει να επισκέπτεται τον πρώην βουλευτή της Ε.Κ. Νομού Κοζάνης και φίλο του Γεώργιο Λαζαρίδη τις πρώτες μέρες της δικτατορίας στον χώρο κράτησής του στην Κοζάνη. Τον Νοέμβρη του 1969 η δικτατορία τον στέλνει, σε συνεργασία με εδώ φερέφωνά της, ξαφνική μετάθεση στα Γιάννινα μετά από 23 χρόνια παραμονής του στην Πτολεμαΐδα που τόσο αγάπησε. Αυτός ο αποχωρισμός του αφήνει ένα βαθύ και ανεξίτηλο τραύμα. Έχει δεθεί τόσο πολύ και στενά με ποικίλους δεσμούς με όλο τον κόσμο της πόλης μας, της επαρχίας Εορδαίας και πέραν αυτής. Μια νύχτα του Δεκέμβρη του 1971 χτυπάει την πόρτα μας ο χωροφύλακας της γειτονιάς μας στα Γιάννινα και τον καλεί στην Ασφάλεια. Στο κατηγορητήριο ανάμεσα σε άλλα κατηγορείται ότι είναι οπαδός των ιδεών του Ανδρέα Παπανδρέου και ότι τον γνωρίζει προσωπικά (!)ανάμεσα σε μια σειρά άλλες φαιδρές κατηγορίες. Εκείνη ακριβώς την περίοδο, καταπονημένος από τα δύο χρόνια αποκοπής του από τον ομφάλιο λώρο του, την Εορδαία, από το πλήθος των ανθρώπων που τον αγαπούσαν και αγαπούσε, η καρδιά του ραγίζει από ένα σοβαρό έμφραγμα. Ευτυχώς όμως επιστρέφουμε με νέα μετάθεση τα Χριστούγεννα του 1971 στην Πτολεμαΐδα.
Επανασυνδέεται αμέσως με τους φίλους του,συγγενείς, γνωστούς του.Κατεβαίνει συχνά όλα αυτά τα χρόνια στην Αθήνα. Κάνει παρέα με μια ομάδα εκλεκτών ανθρώπων της περιοχής μας, συναντώνται και συζητούν πολλές φορές με αγωνία και έκδηλο ενδιαφέρον την κατάσταση στην χώρα.Συσκέπτονται με συνθήκες προφύλαξης και καλλιεργούντο αντιστασιακό φρόνημα των πολιτών. Κάθε βράδυ κρεμασμένος, σχεδόν όρθιος επί ώρες, να προσπαθεί να ακούσει το BBC, την ΝτώιτσεΒέλλε, την φωνή της Μόσχας και ο βομβαρδισμός από τα βραχέα να κυριαρχεί σε όλο το σπίτι.Όπως μάθαμε πρόσφατα από πρώην γείτονα ένας ασφαλίτης περνούσε τις νύχτες από το διπλανό σπίτι και ερχόταν κάτω από το παράθυρό μας για να κρυφακούσει… Συγκλίνουσες πληροφορίες των μετέπειτα χρόνων λένε ότι ανήκε σε αντιδικτατορικό πυρήνα μαζί με στενούς φίλους του και διατηρούσε ο ίδιος επαφή με σύνδεσμο στην Αθήνα μετέπειτα υπουργό του ΠΑΣΟΚ.
Πάνω από όλα όμως ήξερε – και μας δίδαξε – να εκτιμούμε τον άνθρωπο πέρα απόοποιαδήποτε κομματική, πολιτική, ιδεολογική, κοινωνική, θρησκευτική ταυτότητα, φυλή ή καταγωγή. Ενδιαφέρεται και μοχθεί για την ανατροφή και την διαπαιδαγώγησή μας καθημερινά.Μας εμφυσεί την αγάπη για την μάθηση, την δίψα για γνώση, την εργατικότητα, την καλλιέργεια χαρακτήρα και αξιών, την αγάπη για το σχολείο,τον σεβασμό στους δασκάλους μας και σε κάθε συνάνθρωπο.Μας διδάσκει την φιλαλήθεια, το φιλότιμο, την φιλοξενία, την καλλιέργεια της φιλίας, την αλληλεγγύη. Μας γαλουχεί με την αγάπη προς το βιβλίο, την λογοτεχνία και την ευρύτερη παιδεία, και όχι απλά την μόρφωση, σαν τον σημαντικότερο παράγοντα στην διαμόρφωση του ανθρώπου. Με παιδαγωγική μέθοδο μας γνωρίζει με την αρχαία Ελληνική Μυθολογία και ιστορία, τα καλύτερα και σοφότερα πνεύματα της ελληνικής και της παγκόσμιας διανόησης. Το κυριώτερο ήξερε, κατά ένα ζηλευτό τρόπο, να δίνει διδαχές μέσα από αληθινές ιστορίες και από παραδείγματα ζωής, κυρίως όμως να μας οδηγεί να αντλούμε διδάγματα και να δίνει μαθήματα ζωής με την στάση του και το παράδειγμά του σε μας και στους γύρω του.Ενδεικτικό είναι ότι το ποίημα «ΑΝ» του Κίπλιγκ το είχε οδηγό και πυξίδα για τον ίδιο και για μας και μας ώθησε να το μάθουμε ολόκληρο.
Ετσι μετά από ένα πολυήμερο ταξίδι του στην Αθήνα με τον Γιωργάκη, πολλές επαφές και συναντήσεις σε συνθήκες καύσωνα,μετά από το δημοψήφισμα της νοθείας του Παπαδόπουλου στις 29 του Ιούλη του 1973, όχι τυχαία, η καταπονημένη του ήδη καρδιά δεν άντεξε και, εντελώς ξαφνικά, το βράδυ της 7ης Αυγούστου του 1973 τον πρόδωσε σε ηλικία μόλις 49 χρόνων. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να δει δύο όνειρά του για τα οποία μόχθησε όσο λίγοι. Την αριστεία των δυο του γιών και την πτώση της δικτατορίας.
Τόσα χρόνια δεν μιλήσαμε δημόσια για τον πατέρα μας. Ήταν όμως και είναι τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα μας η ύπαρξή του, η παρουσία του, η παρακαταθήκη του, οι αξίες του και οι αρχές του και τόσο ολοζώντανη η παρουσία του μέσα μας. Σήμερα όμως, με τη συμπλήρωση ακριβώς 50 ολόκληρων χρόνων από την οδυνηρή και μεγάλη απώλειά του, νιώθουμε ως χρέος μας, ως ελάχιστη τιμή αντί για μνημόσυνο προς τον ακριβό μας πατέρα να καταθέσουμε τούτη τη μαρτυρία.Ελαχιστότατο αντίδωρο μπρος την τεράστια παρακαταθήκη, την μέγιστη προσφορά του προς την κοινωνία και σε μάς, προς το πλούσιο έργο του. Με απέραντη ευγνωμοσύνη και διαρκή την παρουσία του μέσα μας.
Λατρεμένε πατέρα μας ήσουν και θα είσαι πάντα ολοφώτεινος οδηγός στη ζωή μας!ΖΕΙΣ και ΘΑ ΖΕΙΣ για πάντα στις καρδιές μας!Για σένα ισχύουν ακριβώς οι στίχοι του Ρίτσου ( από το ποιητικό του έργο « Οι γειτονιές του κόσμου) :
«Να λείπεις – δεν είναι τίποτα να λείπεις.Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχεις λείψει,
θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο…»
Κι εσύ, μοναδικέ μας πατέρα έχεις λείψει – αν και τόσο νέος –για ότι πρέπει και γι αυτό μισό αιώνα μετά είσαι ολοζώντανος μέσα στις καρδιές μας, είσαι μέσα σ΄όλα εκείνα που γι αυτά έχεις λείψει, είσαι μέσα σ’ όλο τον κόσμο…
Οι γιοί σου
Γιώργος Πορφύρης Δημήτρης Πορφύρης