Στο πλαίσιο της έντονης κινητικότητας προς επίλυση του χρονίζοντος προβλήματος της ονομασίας της γείτονος χώρας διάφορα πρόσωπα με δηλώσεις τους επιχειρούν να καθησυχάσουν και να αποκοιμίσουν και άλλα να εμβάλουν ανησυχίες στον λαό μας, προκειμένου να καμφθεί το φρόνημά του και να αποδεχθεί την εκποίηση όχι μόνο του ονόματος Μακεδονία αλλά και της ιστορίας, με την οποία έχει συνυφανθεί ο γεωγραφικός αυτός όρος. Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με την αντίκρουση δηλώσεων τριών προσώπων, τα οποία ως εκ της θέσεώς τους συμβάλλουν στη διαμόρφωση κοινής γνώμης με χαρακτηριστικά ηττοπάθειας και διάθεσης συμβιβασμού.
Βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος τόνισε πρόσφατα: «Αν δεν θέλουμε να λέγονται Μακεδονία τα Σκόπια, τότε πρέπει να πάμε για πόλεμο. Δεν υπάρχει άλλη λύση να επιβάλλουμε τη θέση μας. Για να επιβάλεις τη θέλησή σου στον αντίπαλο, πρέπει να κάνεις πόλεμο. Αν θέλουμε διπλωματική λύση, πρέπει να καθίσουμε στο τραπέζι και να συμβιβαστούμε σε κάποια πράγματα. Ή το ένα θέλουμε, ή το άλλο». Στρατιωτικός ο ίδιος είναι ίσως ο πρώτος που εισάγει στο θέμα το «πολεμικό παίγνιο»! Άραγε δεν θα σκεφθούν κάποιοι ότι οι εμμένοντες στην απόρριψη του όποιου συμβιβασμού ενδεχομένως να μας οδηγήσουν σε πολεμικές περιπέτειες; Βέβαια θα ήταν εμπαθείς στο έπακρο και εθνικά επικίνδυνοι, αν ισχυρίζονταν ότι οι εμμένοντες στην εθνική γραμμή επιδιώκουν σύγκρουση με τη γειτονική χώρα. Πιο πιθανό είναι να βάλουν κάποιοι στο νου τους κάτι άλλο. Αφού είναι γνωστό στους πάντες ποιοι ασκούν πιέσεις, ώστε να αποδεχθούμε τη λύση που προτείνουν, δεν διατρέχουμε τον κίνδυνο να υποστούμε οδυνηρές συνέπειες, αν δεν ενδώσουμε; Αυτό πιθανόν να είχε στον νου του ο κύριος βουλευτής, που ίσως θέλει να αγνοεί τον Λεωνίδα και τον Παλαιολόγο. Αλλά ποιος έχει την τόλμη να προβάλει στον ελληνικό λαό τη σκληρή πραγματικότητα στους κόλπους «συμμαχίας» που κατεργάζεται συμφορές σε μεγάλη έκταση του πλανήτη; Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν τα πράγματα: Δεν είμαστε εμείς που θέλουμε να εξαναγκάσουμε τους γείτονες να επιστρέψουν τα κλαπέντα, καθώς γνωρίζουμε ότι διαθέτουν αυτοί ισχυρές πλάτες. Όσοι εμμένουμε στην εθνική γραμμή απαιτούμε να μην αναγνωρίσει η κυβέρνηση ότι τα κλαπέντα ανήκουν στους γείτονες λόγω χρησικτησίας, έστω και αν αυτό ισχυρίζονται οι «σύμμαχοί» μας. Είναι τόσο δύσκολο να γίνει αυτό κατανοητό από τον απλό πολίτη, πόσο μάλλον από έναν εκπρόσωπο του λαού; Το σύνθημα «ή συμβιβασμός ή τανξ» δεν τιμά ούτε αυτόν που το διαλαλεί ούτε τον άλλο που το αποδέχεται.
Πρώην υπουργός μας επί των Εξωτερικών, η οποία από δεκαετίας είχε εκδηλώσει ενδοτισμό στο θέμα του ονόματος, ευκαίρως ακαίρως μας πληροφορεί ότι η χώρα μας κατέχει μόλις το 51% του εδάφους της Μακεδονίας! (είναι άκρως επικίνδυνο να χρησιμοποιείται το ρήμα αυτό λόγω της βεβαρυμένης έννοιας του ουσιαστικού κατοχή). Θεωρώντας ότι οι Έλληνες είναι ανιστόρητοι και αγεωγράφητοι, περνά θαυμάσια το μήνυμα του ενδοτισμού, ώστε να θεωρήσουμε τη σύνθετη ονομασία ακόμη και επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας. Αλλά ποιος, πού και σε ποια χρονική περίοδο καθόρισε τα όρια του γεωγραφικού διαμερίσματος που φέρει το όνομα Μακεδονία; Προσαρτώ στο άρθρο τον χάρτη του αλυτρωτισμού των Σλάβων γειτόνων μας. Μήπως αυτόν μελετά και ενημερώνεται η κυρία, που κρατούσε στα χέρια της την ελληνική διπλωματία, όταν για πρώτη φορά ακούστηκε από το βήμα της Βουλής (2008) η διολίσθηση από τη σταθερή θέση των πολιτικών αρχηγών πλην αυτού του ΚΚΕ (1992); Ποιο να ήταν άραγε το όνειρο των στρατιωτών, αλλά και των εθελοντών, μεταξύ των οποίων ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που πολέμησαν να εκδιώξουν τους Τούρκους κατακτητές από τη Βαλκανική; Να φθάσουν στα Σκόπια και πιο επάνω ακόμη; Η ελληνική ψυχή πόνεσε, επειδή ο ελληνικός στρατός δεν κατάφερε να απελευθερώσει το ελληνικότατο Μοναστήρι, που απέχει μόλις 14 χιλιόμετρα από τα σύνορά μας, και τη Γευγελή, που απέχει μόλις 3 χιλιόμετρα από αυτά. Βέβαια και στα Σκόπια λειτουργούσε ελληνικό σχολείο στις αρχές του 20ου αιώνα, όμως τα Σκόπια δεν ήταν ελληνικά ούτε περιλαμβάνονταν στη Μακεδονία, όπως και η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και η Αλεξάνδρεια η εσχάτη του Τατζικιστάν.
Μητροπολίτης μητροπόλεως της Πελοποννήσου επιτέθηκε λαύρος κατά των συλλαλητηρίων και των οργανωτών τους τονίζοντας ότι επιδιώκουν αυτοί, εξωθεσμικοί όντες, να σύρουν τη θεσμική Εκκλησία στο πλευρό τους ως θεραπαινίδα. Δεν γνωρίζουμε, αν υπεβλήθη από τους οργανωτές προς την Ιερά Σύνοδο αίτημα για συμμετοχή της Διοικούσας Εκκλησίας στο συλλαλητήριο. Το ορθότερο βέβαια εκκλησιαστικά θα ήταν να υποβληθεί αίτημα οργάνωσης του συλλαλητηρίου από τη Διοικούσα Εκκλησία και οι οργανωτές να τεθούν στη διακονία αυτής. Αν δεν ετέθη αίτημα υπό οποιαδήποτε μορφή, τότε η επίκριση των οργανωτών του συλλαλητηρίου είναι έωλη. Η διοικούσα Εκκλησία δεν έπαψε ποτέ να είναι και εθναρχούσα. Ασφαλώς και παρεχώρησε στην Πολιτεία τα δικαιώματα της τελευταίας, μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, όμως δεν έπαψε να είναι παρούσα, εκφράζοντας άποψη σε όλα τα εθνικά ζητήματα. Οι ιεράρχες, όσοι τοποθετήθηκαν υπέρ των συλλαλητηρίων, δεν σύρθηκαν, ως ανερμάτιστοι, από τους «ανεύθυνους ομιλητές» (βαρύς ο χαρακτηρισμός) στο να λάβουν θέση. Αφουγκράστηκαν τον πόνο του ποιμνίου τους και υπάκουσαν στη φωνή της συνείδησής τους. Όσο για τους ιερείς, οι οποίοι κάλεσαν τον λαό σε συμμετοχή, τους ψέγει λόγω της εκφράσεώς τους μέσω «ανυποστάτου εκκλησιολογικά οργανισμού». Έχει κάποιο δίκαιο ο σεβασμιότατος στην παρατήρησή του. Μήπως όμως την κύρια ευθύνη για την οργάνωση των ιερέων φέρει η δεσποτοκρατία, η εκκλησιολογικά απαράδεκτη, και η υποταγή της διοικούσας Εκκλησίας στην νόμω κρατούσα Πολιτεία; Και μήπως επί εκκλησιαστικού θέματος είχε αποφανθεί πριν από το συλλαλητήριο η Ιερά Σύνοδος, ώστε να χαρακτηρίζεται η στάση των ιερέων είδος ανταρσίας; Επισημαίνει ακόμη ο σεβασμιότατος τον κίνδυνο εκκλησιολογικού προτεσταντισμού στην κίνηση αυτή των ιερέων. Αλλά ο ίδιος δεν παύει από του να βρίσκεται στην πρωτοπορεία ανοιγμάτων οικουμενιστικού τύπου και εγκαρδίων εκδηλώσεων υπέρ του Βατικανού, της ολοκληρωτικού τύπου παραχάραξης του Ευαγγελίου και της αιτίας πληθώρας συμφορών τόσο στη Δύση, όσο και, κυρίως, στον ελληνισμό. Ας μη λησμονούμε τον ρόλο του Βατικανού στον αιματηρό πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στην ταχύτητα, με την οποία ο Πάπας απεδέχθη την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας, ώστε να «ευλογήσει» την σ’ αυτήν ανάγνωση ευαγγελικών περικοπών. Όσο για το επιχείρημα ότι η Εκκλησία αγκαλιάζει το όλον και δεν συντάσσεται με μέρος, απαντούμε: Η Εκκλησία συντάσσεται με την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Αν οι οργανωτές των συλλαλητηρίων διαστρεβλώνουν την αλήθεια, τότε η διοικούσα Εκκλησία οφείλει να τους επιτιμήσει. Σιωπώντας όμως συντάσσεται, δυστυχώς, με το άλλο μέρος, το οποίο βρίσκεται εν αδίκω, καθώς διαστρεβλώνει την ιστορική αλήθεια και διατρανώνει τον ενδοτισμό ως στάση συνετή;
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»