Το καλό να μεγαλώνεις σε μια πόλη ή σ’ ένα χωριό ή σε μια περιοχή που ακόμα είναι ζωντανή η γειτονιά, είναι πως σου πολλαπλασιάζει «την περιουσία σου»
Μιλάω όμως για τις γειτονιές που το κλειδί είναι έξω από την πόρτα ή ξέρεις σε ποια γλάστρα είναι κρυμμένο.
Τη γειτονιά που οι αυλές είναι κοινές, το Πάσχα είναι μαζί και τα δύσκολα παρέα.
Αυτές οι γειτονιές, που η φίλη της μαμας σου, είναι η «θεία» χωρίς να υπάρχει εξ αίματος ή εξ’ αγχιστείας σχέση.
Η γειτονιά που από το απέναντι μπαλκόνι λες καλημέρα και καθώς απλώνεις τα ρούχα, παίρνεις και την πρωινή ενημέρωση σου για τα συμβάντα της περιοχής.
Αυτές οι γειτονιές που μεγαλώσαμε και ήμασταν τυχεροί, γιατί οι άνθρωποι της είναι οι δικοί μας άνθρωποι.
Όπως η φίλη της γιαγιάς μου η Κυρα Βάσω, δεν θυμάμαι τη γιαγιά μου χωρίς εκείνη και εκείνη χωρίς τη γιαγιά μου. Η αυλή της με τη κληματαριά ήταν και δική μας αυλή. Τα καλοκαίρια μου είναι γεμάτα με εικόνες, που εκείνη κυριαρχεί, να μας γεμίζει τη σκάφη με νερό για να παίξουμε, να μας μαλώνει, να μας φροντίζει.
Αχ! Και τα πιροσκί της, μοσχολοβούσε το πιάτο που έφερνε να μας κεράσει.
Και όταν έφυγαν οι γιαγιάδες μου, ήταν το πιο κοντινό σε γιαγιά που είχα .
Πόσο χάρηκα που έκατσα μαζί της αρκετά, όταν ήμουν στην Πτολεμαΐδα και μου αφηγήθηκε ιστορίες μετά τον πόλεμο, μου μίλησε για τη γιαγιά μου, για τις δυσκολίες και τις χαρές τους.
Η κυρία Βάσω άντεξε να τους αποχαιρετήσει όλους, τον άντρα της τον κύριο Σοφοκλη, τον παππού μου, τη γιαγιά μου και να, που ήρθε η ώρα να φύγει και εκείνη, να πάει να τους συναντήσει.
Ταλαιπωρήθηκε λίγο στο τέλος, αλλά έφυγε μέσα σε πολλή αγάπη , τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα της, δεν την άφησαν ούτε λεπτό μόνη της.
Οι γειτονιές που μας κάνουν πλούσιους, οι γειτονιές που οι απώλειες πονάνε.
Υπάρχουν ακόμα τέτοιες γειτονιές ;