Τον Μάνο Ελευθερίου, τον περιέβαλε μια παράξενη συγκυρία. Αρκετές φορές η γραφή του συνδέθηκε με κάποια πυρκαγιά. Οι πρώτοι του στίχοι, μελοποιημένοι από τον Χρήστο Λεοντή σε ένα δισκάκι 45 στροφών του 1963, μιλάνε για το σπίτι που «γέμισε με λύπη / και με σταχτί πικρό καπνό. Φεύγεις και ρήμαξαν οι κήποι / χωρίς γαλάζιο ουρανό. Το σπίτι γέμισε με νύχτα κι απ’ το βοριά κι απ’ το νοτιά. Ποιός θα σηκώσει απ’ την καρδιά μου / ετούτη την πικρή φωτιά;». Βρέθηκε στον κολοφώνα της αναγνώρισής του με πολλά τραγούδια τα οποία θα μείνουν αθάνατα, όμως ένα λογοκριμένο πάντα ξεχώριζε, από την «Θητεία» του Γιάννη Μαρκόπουλου (1974): «Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα / και τους καημούς που σκέπασε καπνός / η ξενιτιά τα βρήκε αδελφωμένα. Κι οι ξαφνικές χαρές που ήρθαν για μένα / ήταν σε δάσος μαύρο κεραυνός».
Έφυγε, διακριτικά, καθώς ο θάνατός του συνέπεσε με την καταστροφή η οποία κατέκαψε την Αττική γη, με έως τώρα τραγικό απολογισμό 87 νεκρούς, δεκάδες αγνοούμενους και πολλούς βαριά νοσηλευόμενους. Στο «Φίλε» του Γιάννη Σπανού (1982), τον τραγουδούσε η Τ. Τσανακλίδου: «αυτή την πόλη το χτικιό που όλοι σε τρώνε ζωντανό….θα κλάψετε άραγε που σας αφήνω / θα κλάψετε άραγε που θα χαθώ στη συννεφιά και στον καπνό;»
Μια άλλη συγκυρία, αφορά την σχέση του με τον Σταύρο Κουγιουμτζή. Όπως παρατήρησε εύστοχα η κόρη του συνθέτη Μαρία, «Στα γενέθλια του Μάνου (12 Μαρτίου) “έφυγε” ο Σταύρος. Σήμερα στα γενέθλια του Σταύρου (22 Ιουλίου), μας άφησε ο Μάνος». Μια φιλία «ασκίαστη», όπως την χαρακτήρισε ο ίδιος ποιητής και μια δισκογραφική συνεργασία, η οποία ξεκίνησε με ένα τηλέφωνο του Σταύρου Κουγιουμτζή, το 1974. Η συνεργασία αυτή εγκαινιάσθηκε με τον δίσκο «Μικρές Πολιτείες» της ίδιας χρονιάς. Εκεί, από τις πέντε, συνολικά, συμμετοχές τους Μ. Ελευθερίου, οι τέσσερις έχουν αναγνωριστεί για την υψηλή τους τέχνη: «Του Κάτω Κόσμου τα πουλιά», «Τώρα που θα φύγεις», «Δίψασα στην πόρτα σου» και «Τα πρώτα λόγια».
Στον Σταύρο Κουγιουμτζή και τον επόμενο δίσκο του, «Στα ψηλά τα παραθύρια» του 1975, έλαχε να μελοποιήσει άλλες τρεις περιπτώσεις στίχων του Ελευθερίου. Ο συνήθως πολιτικός Μάνος Ελευθερίου, περιγράφει έξοχα το πάθος ενός έρωτα και αυτό έχει την σημασία του: «Πέντε χρόνια σ’ αγαπούσα / και δεν έβγαζα μιλιά / και το χώμα δεν πατούσα / μην τρομάξουν τα πουλιά. Σαν σβησμένο καρβουνάκι / πεταμένο στη γωνιά / ήταν η δική μου αγάπη / στη δική σου την καρδιά. Ξένος κόσμος μου μιλάει / και μου κάνει συντροφιά / είσαι ρούχο που δε βγαίνει / πάνω απ’ τη λαβωματιά». Στον ίδιο δίσκο συναντούμε στο «Σαν ραγίσει το ποτήρι», έναν στίχο και πάλι συνυφασμένο με τις φωτιές: «Από μικρή χαραματιά / κοιτούσες νύχτα μέρα / πώς μεγαλώνει μια φωτιά / κι απλώνει στον αγέρα». Το οξύμωρο είναι πως η μεγάλη επιτυχία του δίσκου (αν μπορείς να μιλήσεις για μεγάλη επιτυχία σε δίσκους διαμάντια όπως αυτός), το περίφημο ντουέτο Γ. Νταλάρα και Ά. Βίσση «Στα χρόνια της υπομονής», προέκυψε από την ένωση τριών διαφορετικών τετράστιχων, με πρωτοβουλία του συνθέτη: «Αν είναι κόσμος όμορφος», «Στα χρόνια της υπομονής» και «Τα γράμματα μου γύρισες χωρίς να τα διαβάσεις». Όμως και το 1986, ποιος δεν θυμάται το «Οι ελεύθεροι κι΄ ωραίοι», από τον δίσκο του «Τρελοί και Άγγελοι»;
Ιστορική ήταν η παραγωγή του ποιητή μέσα στην δικτατορία. Το 1972, πάνω στην 50ετή επέτειο της Μικρασιατικής Καταστροφής, κυκλοφόρησε ο ιστορικός «Άγιος Φεβρουάριος» του Δήμου Μούτση. Και εδώ, πέρα από την προσφυγική πτυχή της καταστροφής της Σμύρνης («Άλλος για Χίο τράβηξε πήγε / κι άλλος για Μυτιλήνη / κι άλλος στης Σύρας τα στενά / αίμα και δάκρυα πίνει»), συναντούμε και πάλι το στοιχείο της φωτιάς: «Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές / του Αη Γιάννη αχ πόσα ξέρεις και μου λες /…στης Σμύρνης την καταστροφή». Ανάλογα απαντά στο «Ο χάρος βγήκε / βγήκε παγανιά / και θέρισε μια γειτονιά / και έγινε μαύρος ουρανός / και ανεμοζάλη και καπνός» και στο «Είδα μαχαίρι και φωτιά / κι είδα παλάτια και γυφτιά / μα πολιτείες και χωριά / να ξεψυχούν, πρώτη φορά».
Το 1974 τον βρίσκουμε να υπογραφεί στιχουργικά την αριστουργηματική «Θητεία» του Γ. Μαρκόπουλου, του 1974. Ένα έργο εμπνευσμένο από τον Γρηγόρη Λαμπράκη και με σαφή αποδέκτη την δικτατορία των συνταγματαρχών. Στα «Μαλαματένια χρόνια», απηχείται η διαχρονική επιβαλλόμενη δικτατορία, μέσα από τον νομπελίστα Γ. Σεφέρη, τις ναζιστικές εκτελέσεις στην Καισαριανή και την αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι στην σταλινική Σοβιετική Ένωση το 1930. Πέντε χρόνια αργότερα, στο «Σεργιάνι στον Κόσμο» του ίδιου συνθέτη (1979), θα μας χαρίσει μεταξύ άλλων τραγουδιών, το περίφημο «Παραπονεμένα Λόγια».
Σχεδόν αμέσως με την μεταπολίτευση, το 1975, εκδόθηκε η «Ατέλειωτη Εκδρομή» σε μουσική του Θ. Γκαϊφύλλια και με την ερμηνευτική σύμπραξη της Μαρίζας Κοχ. Ένας στίχος ο οποίος κατά τον Θρακιώτη δημιουργό, τον σημάδεψε σε όλη του την ζωή: «Γαλάζια πεύκα τρέχουν στο μυαλό μου / σε τούτη την αξέχαστη εκδρομή / τα σύνεργα σκουριάσαν στο γυλιό μου / βαρέθηκα να είμαι στη γραμμή. Στη γραμμή σαν στρατιώτες που πηγαίνουν / στον άλλο κόσμο, που γυρνούν και δεν πεθαίνουν».
Συνέχισε για δεκαετίες μετά την δικτατορία, να γράφει εξαιρετικά πολιτικά ποιήματα, τα οποία αγαπήθηκαν και καθιερώθηκαν στην μνήμη. Ο ίδιος ξεχώριζε το εμβληματικό «Κάτω απ΄την μαρκίζα», από τον δίσκο «Η Βίκυ Μοσχολιού τραγουδάει Γιάννη Σπανό» του 1977: «Ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει / σε μια φωτογραφία της στιγμής / είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη / σ’ εκείνο το τοπίο της βροχής. Όλα μου λεν πως έχεις κιόλας φύγει / κι ας λάμπει η ξενοιασιά της εκδρομής. Εσύ όπου να πας, σ’ όποιο ταξίδι / σε λάθος στάση θα κατεβείς. Χρόνια μετά και κάτω απ’ τη μαρκίζα / σε βρήκα που `ρθες για να μη βραχείς / ίδια η βροχή τα μάτια σου τα γκρίζα / μα τίποτα, όπως πάντα, δε θα πεις. Μονάχα εγώ ρωτώ χωρίς ελπίδα / πού μένεις, πού κοιμάσαι και πώς ζεις / κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα / δεν έχεις κάτι για να μου πεις».
Από την μετέπειτα συνεργασία του με τον Χ. Λεοντή θα αναφέρω (και πως άλλωστε), το «Χίλιοι φυλάνε τα στενά»: «Την ώρα που `πε κι η γραφή σκοτείνιασε κι η πλάση / δεν ήτανε χαρά κρυφή νύχτα να σε σκεπάσει. Χίλιοι φυλάνε στα στενά / χίλιοι στο πέρασμά του / του βγάζουν πρώτα ότι πονά / κι ύστερα την καρδιά του. Φυτεύουνε ψηλό σταυρό / και τον καρφώνουν πάλι / κι απ’ το σταυρό βγαίνει νερό / και μια φωνή μεγάλη» (από το δίσκο «Συναυλίες 81΄» του 1981). Τέλος από την συνεργασία του με τον Θ. Μικρούτσικο, επιλέξαμε ενδεικτικά τα τραγούδια «Δίκοπη Ζωή» από το δίσκο «Τροπάρια για φονιάδες του 1977» και το «Άμλετ της Σελήνης» του 2002, αφιερωμένο στον Γ. Χειμωνά.
Η σχέση του με το θείο ήταν ιδιαίτερη, παρότι προσωπική επιλογή του απετέλεσε η πολιτική κηδεία. Ο ίδιος ήταν μεν αποστασιοποιημένος, σεβόταν όμως την θρησκευτική πίστη των ανθρώπων. Παράλληλα ενέτασσε στα ποιήματά του λυτρωτικά στοιχεία, ειδικά ως προς τον θάνατο. Τουλάχιστον σε ένα, συνδύασε τόσο την αρχαιοελληνική παράδοση (η διονυσιακή μυρτιά ως αντίλυτρο προς τον Άδη προς απόσπαση της Σεμέλης), όσο και την σύγχρονη χριστιανική, με τον ίδιο τον Χριστό ως αντίλυτρο. Είναι γνωστό στους φιλολογούντες, πως αγαπούσε την βυζαντινή ποίηση και ειδικά την ορθόδοξη υμνολογία. Τον αποχαιρετούμε με τους παρακάτω στίχους του: «Τώρα που θα φύγεις / πάρε μαζί σου για φυλαχτό/ μυρτιά και πικροδάφνη και της Φραγκογιαννούς τα πάθη. Και στρώσε τη ζωή σου μ’ αγρύπνια και μαράζι / για του καιρού τ’ αγιάζι / και για την αμοιβή σου / νερό του παραδείσου θα γινώ. Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το Χριστό». Ο Μάνος Ελευθερίου εκόμισε και θα συνεχίσει να κομίζει με το έργο του την ελληνική τέχνη.