- Εδώ Κάκκο, εδώ είμαστε.
- Γεια σου Χάμπο. Γεια σου Τασούλ.
- Χάθηκες Κάκκο. Τι έγινε; Όλα καλά;
- Όλα καλά Χάμπο. Όλα καλά, δόξα τω θεώ. Απλά με τον Κορωνοϊό…το σκέφτομαι να βγω. Το σκέφτομαι και το καφενείο…
- Βγήκες, όμως!
- Βγήκα Τασούλ. Το σκέφτηκα από δω, το ζύγισα από κει… έβαλα μάσκα και βγήκα.
- Έεε, ναι βρε Κάκκο. Δεν είναι και του θανατά τα πράγματα.
- Είναι Τασούλ. Είναι! Αυτό είναι το κακό. Πως είν’ του θανατά, αν δεν φυλαχτείς.
- Σωστά τα λέει ο Κάκκος. Θέλει προσοχή Τασούλ. Παντού με τη μάσκα είμαι. Μόνο για να πιω τον καφέ τη βγάζω. Και μόλις τελειώσω τον καφέ, την ξαναβάζω.
- Εντάξει. Δε θα πιεις τον καφέ με τη μάσκα. Εκτός αν πίνεις φίλτρου…
- Εσύ Τασούλ, μην κοιτάς εσύ. Εσύ είσαι νέος, είσαι. Πόσο είσαι; Είκοσι επτά;
- Σωστά Χάμπο. Είκοσι επτά.
- Έεε, Τασούλ. Και να πιάσει έναν της ηλικίας σου, κτύπα ξύλο, ο Κορωνοϊός, σήμερα να αρρωστήσει, κτύπα ξύλο, αύριο θα ‘ναι καλά.
- Έεε, δεν το ξέρεις αυτό Κάκκο. Έχει και νέους που φύγανε. Και ηλικιωμένους που ζήσανε.
- Τι να τα λέμε, Τασουλ, τώρα. Εμείς είμαστε εξήντα πέντε στα εξήντα έξη. Ταμάμ στην επικίνδυνη ομάδα.
- Ναι Χάμπο. Όμως είπαμε. Είναι και τυχερά.
- Ναι Τασούλ. Τυχερά είναι. Αλλά, αν ήταν τυχερό παιχνίδι, αν ήταν στοϊχημα, ας πουμε: “ποιος θα πεθάνει από τον Κορωνοϊό;”, εσύ θα είχες πολύ υψηλή απόδοση.
- Έτσι λες Χάμπο;
- Έτσι λέω.
- Ενώ εσείς;
- Εμείς θα ήμασταν σαν το εθνικό λαχείο, Τασούλ. Ο ένας στους δύο κερδίζει.
- Ναι Χάμπο, αλλά το λες και: ” ο ένας στους δύο χάνει”. Δεν το λένε έτσι γεια! Αν το πουν έτσι θα παίξεις; Μάλλον δε θα παίξεις. Ενω με το “κερδίζεις”, λες, δε ξέρεις, μπορεί.
- Δηλαδή άμα είσαι πάνω από ογδόντα; Τι γινεται,Χάμπο.
- Άμα είσαι πάνω από ογδόντα, Τασούλ, στο στοίχημα ” θα πεθάνει αυτός από Κορωνοϊό;”, ο “μπουκ” θα σου είχε παγώσει το λογαριασμό!
- Ούτε καν ” όριο”;
- Τι “όριο”, Κάκκο. Κατευθείαν “πάγωμα”.
- Αμάν, βρε Χάμπο. Μας πάγωσες το αίμα. Θα με κάνεις να μετανιώσω που βγήκα.
- Έεε, όχι κι έτσι. Κάτσε λίγο μακρυά, κοψ’ τις χειραψίες, μη βήχεις πάνω μας και κυρίως “φόρα τη μάσκα σου”. Να εγώ τέλειωσα με τον καφέ και τη βάζω αμέσως. Τασούλ. Φόρα και συ τη μάσκα σου.
- Καλά Χάμπο. Να τη φοράω κι εγώ. Είδες όμως Χάμπο. Βάλανε μάσκες και στα σχολεία. Όλοι φοράνε.
- Αυτό πολύ καλά το κάνανε.
- Ναι βρε Κάκκο, αλλά εσύ δεν είπες πως τα νέα παιδιά, ” σήμερα είναι άρρωστα, αύριο, που λέει ο λόγος, γίνονται καλά.
- Όχι, Τασούλ. Και παιδιά πεθάνανε. Αλλά δεν είν’ μόνο αυτό.
- Αλλά τι άλλο είναι, Χάμπο; Μήπως είν’ λίγο υπερβολή αυτά τα μέτρα; Με ένα κρούσμα κλείνει το τμήμα, με τρία κλείνει το σχολείο.
- Τα τρία κρούσματα, Τασούλ, αν τα κρατήσεις τα τρία άρρωστα με τα τριακόσια παιδιά κάθε μέρα, μέχρι να πεις κίμινο, θα γίνουν τριακόσια τα κρούσματα. Και μετά θα πάρουν τα παιδιά τον Κορωνοϊό, θα τον φέρουν στον παππού και τη γιαγιά και μετά θα χάσει τη σύνταξη το σπίτι. Κατάλαβες;
- Με αποστόμωσες, Χάμπο! Αλλά είδες που κάνανε καταλήψεις σε έξη σχολεία, κόντρα στη μάσκα.
- Ναι. Αυτοί είναι οι επαναστάτες, κατάλαβες; Εμείς είμαστε οι πορδοκόφτες και αυτοί είναι οι θαρραλέοι. Οι καταληψίες. Οι “Ανώνυμοι χωρίς μάσκα”.
- Τι ειπες, Χάμπο; Σουρεαλιστικό. “Ανώνυμοι δίχως μάσκα”. Σα να κάνεις ληστεία τραπέζης χωρίς μάσκα.
- Χειρότερα, Τασούλ. Σα να τρακάρεις χωρίς ζώνη, χωρίς αερόσακκο, με το γκάζι στο πάτωμα, με τριακόσια χιλιόμετρα στο κοντέρ, να στουκάρεις στο μπετόν, αλλά να κρατάς σφιχτά το τυχερό σου λαγοπόδαρο που σε φυλάει από κάθε κακό!
- Λες να τους σώσει το λαγοπόδαρο, Χαμπο;
- Λέω πως θα δυσκολεύουν να το ξεκολλήσουν από τη χούφτα τους.