Το 1981 είναι σίγουρα μια χρονιά ορόσημο στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Η σαρωτική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου άλλαξε άρδην τον ρουν της ιστορίας και για αυτό έχει καταγραφεί ως το έτος της Αλλαγής ή απλά «το ‘81». Η χρονιά που διανύουμε, αποκαλείται ‘18, αποτελεί αριθμητικά την αναστροφή του 81. Μένει να δούμε αν θα αποτελέσει και την πολιτική αναστροφή, ώστε να μείνει στην ιστορία ως «το ‘18».
Τι ήταν όμως το ‘81; Ήταν πολλά πράγματα μαζί. Ας σταθούμε σε ένα από αυτά: την άνοδο στην εξουσία των ηττημένων του Εμφυλίου Πολέμου. Όπως εξηγεί, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στο βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια»:
“Ο Ανδρέας είδε σωστά ότι η Ελλάδα είχε περάσει από τον Εμφύλιο πόλεμο, ήταν μια πολύ μεγάλη μερίδα Ελλήνων, που κατά κάποιον τρόπο είχαν παρασυρθεί, είχαν προσκολληθεί, είχαν τοποθετηθεί από εκείνη την πλευρά, οι ηττημένοι του Εμφυλίου…”
Από αυτούς τους ηττημένους, μετά το 1949, άλλοι εγκατέλειψαν τη χώρα, άλλοι εκτοπίστηκαν στα ξερονήσια και πολλοί περισσότεροι τέθηκαν στο περιθώριο όχι μόνο της πολιτικής και της κοινωνικής, αλλά και της οικονομικής ζωής. Το 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής νομιμοποίησε το ΚΚΕ, το οποίο όμως εξέφραζε ένα μέρος μόνο των ηττημένων του Εμφυλίου. Η διήγηση του αειμνήστου Μητσοτάκη συνεχίζεται: «Ήσαν πολλοί, οι οποίοι μπορεί να έλεγαν ενδομύχως ‘Ευτυχώς ηττηθήκαμε’, πλην όμως το είχαν μέσα τους και δεν ήθελαν να βλέπουν τους νικητές να κυβερνούν. Δηλαδή οι ηττημένοι του Εμφυλίου πολέμου πήραν την εκδίκηση τους με τον Ανδρέα..»
Τριάντα δύο χρόνια, μετά τη λήξη του Εμφυλίου το ΠΑΣΟΚ έφερε στο προσκήνιο -μεταξύ άλλων – εκείνους που παρέμεναν στο περιθώριο όλα αυτή την περίοδο και ψηφίστηκε από το 48% των εκλογέων. Γι’ αυτό και μέσα στις πρώτες ημέρες διακυβέρνησης εξαγγέλθηκε η νομοθετική αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, αλλά και η πάταξη της γραφειοκρατίας. Ο στόχος ήταν στο όνομα της αποκατάστασης της αδικίας να ξηλωθεί το κατεστημένο της Δεξιάς και να εγκαθιδρυθεί ένα νέο, κάτι που επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό στον δημόσιο τομέα.
Άλλα 31 χρόνια μετά, η εποχή αυτή τελειώνει με την παραίτηση του Γιώργου Ανδρέα Παπανδρέου από την Πρωθυπουργία και τις διεργασίες που οδηγούν στις αλλεπάλληλες εκλογές του 2012 και στην τρικομματική Κυβέρνηση Σαμαρά. Από αυτά τα 31 χρόνια, το ΠΑΣΟΚ συμμετείχε στη διακυβέρνηση τα 22, ενώ η ευρύτερη Αριστερά κυριάρχησε σχεδόν παντού: στο κράτος, στην αυτοδιοίκηση, στα συνδικάτα, στη διανόηση, στα ΜΜΕ, στον πολιτισμό ακόμη και στον χώρο των επιχειρήσεων.
Σαφώς και υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις δύο περιόδους, αυτήν που κυριάρχησαν οι εθνικόφρονες (1949- 1981) και αυτήν που κυριάρχησε η Αριστερά (1981- 2012). Στη δεύτερη περίοδο δεν είχαμε απαγόρευση πολιτικού κόμματος, ξερονήσια και πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, είχαμε μια διαφορετικού τύπου πολιτική κυριαρχία και έναν διαφορετικό διχασμό, που βασιζόταν στον λαϊκισμό.
Ο λαϊκισμός, όπως τον οριοθετεί ο Τάκης Σ. Παππάς στο γλωσσάρι του, συνίσταται στον διαχωρισμό της κοινωνίας σε δύο μοναδικά στρατόπεδα, από τα οποία το ένα αντιπροσωπεύει το κατεστημένο και το άλλο τον λαό, και ανάμεσα στα οποία, δεν μπορεί να υπάρξει συναίνεση και συνεργασία, ειδικά εφόσον ο λαός αποτελεί τη μεγάλη πλειοψηφία που πρέπει αυτοδικαίως να κυβερνά. Σύμφωνά τον Παππά ο λαϊκισμός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «δημοκρατικός αντιφιλελευθερισμός».
Από το 2012 και μετά η χώρα έχει κυβερνηθεί από σχήματα συνεργασίας που δεν μπόρεσαν να εφαρμόσουν τα πολιτικά τους προγράμματα, λόγω των περιορισμών του μνημονίου. Ο κρατισμός που ξεκίνησε να κτίζεται το 81, πάνω στον προγενέστερο κρατισμό, έχει δεχθεί πλήγματα, αλλά ανθίσταται ακόμη.
Μόνο μια Κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη μπορεί να ανατρέψει ριζικά και οριστικά αυτή την πορεία. Όχι επιδιώκοντας την επιστροφή στην προ του 1981 κατάσταση, δηλαδή στην απομάκρυνση των αριστερών και στην επαναφορά των «εθνικοφρόνων», αλλά επιδιώκοντας την εξάλειψη του διχασμού. Γιατί αυτό είναι το αντίθετο του λαϊκισμού: ο πολιτικός φιλελευθερισμός, δηλαδή η αντίληψη της πολιτικής στη βάση θεσμών και κανόνων που καταλήγουν σε θετικό, αντί για μηδενικό, άθροισμα. Σε αυτή την αντίληψη, του πολιτικού φιλελευθερισμού δεν υπάρχουν νικητές και χαμένοι του σήμερα, πόσο μάλλον νικητές και χαμένοι ενός πολέμου που έληξε πριν έξι δεκαετίες.
Αν η Νέα Δημοκρατία, συνεχίσει να πολιτεύεται χωρίς να διχάζει, αντλώντας στελέχη από την Αριστερά και τη Δεξιά, είτε μέσω προσχωρήσεων, είτε μέσω του μητρώου στελεχών που έχει καθιερώσει και προτείνοντας μεταρρυθμίσεις αντί παροχών θα έχει καταστρατηγήσει στην πράξη όλα όσα συνέθεταν την κυριαρχία της περιόδου 1981- 2012. Θα έχει μεταστρέψει το βλέμμα των πολιτών από το 1949 στο 2049 και είναι πάντα πιο εύκολο να κοιτάς προς τα εκεί που κατευθύνεσαι, έναντι του να κοιτάς από εκεί που προέρχεσαι. Έτσι, ώστε μέσα στο 2018, η αναστροφή που θα ξεκινήσει να μην είναι μόνο αριθμητική, αλλά και πολιτική.