Νὰ δῆς τὶ τραχανάδγια ἔφκιαναν κάναν κιρὸ οἱ Τζιουνάδεις! Μό ρα ἦταν νοικουκύρδις, ἀφοῦ ἔφκιαναν τρία τινικέδγια τραχανᾶ. Ἔφκιαναν ξυνὸ μὶ μαρκάτ’, ἀ κι γλυκὸ μὶ στιάρ’. Ἔμ. Εἶχαν εἰκουσπέντι νουμάτ’ φαμπλιά. Δὲν εἶχαν χουρίσ’ ἀκόμα. Ἔφκιαναν γιὰ τοὺ σπίτ’. Ἔφκιαναν κι γιὰ τὰ μαντριά, σιακάτ’ στοὺ Ζντιάν’ κι τὄβαναν σὶ πάνινου σακκούλ’, ὅπ’ εἶχαν τὰ γίδγια τς κι ἔφκιαναν κι ἰκεῖ χαραὴ χαραή. Ἡ τραχανᾶς βόλιβι τοὺν παπποῦ κι τ’ μπάμπου π’ δὲν εἶχαν δόντγια, ἀλλὰ κι τὰ κούτσκα πλιακουτοῦσαν κι αὐτὰ μέσ’ σμ παπάρα κι ἔτσια τράνιβαν.
Φαντάσ’ πάλι ὅτ’ ἔφκιαναν κι τρεῖς πίτις σὶ τρανὰ ταψιά, κι ὄχ’ σὶ μκρὰ ταψούλια. Ἔφκιαναν μνιὰ γιὰ τὰ πιδγιά. Μνιὰ γιὰ τς Τρανοὶ στοὺ σπίτ’ ἀ κι μνιὰ ἔβγαζαν πάλι ὄξου σιακάτ’ στὰ μαντριά τς. Ἅμα ἔδουναν κι ἀποὺ κάνα φιλί στ’ γειτουνιά, ποῦ νὰ τςἔφτανι.
ΑΕΙ ΤΩΡΑ ἀπ’ λέμι γιὰ τς πίτις. Ἰπειδὴς ἤμασταν ἀνταρτόπληκτ’ κα’ τοὺ 1948, ἔτσιας τοὔλιγάμι ἰτότι, ἔφυγάμι κι πήγαμι σν Κουζάν’, γιὰ νὰ γλυτώσουμι ἀπ’ νἰπιστράτιψ π’ἔφκιαναν οἱ ἀντάρτις στὰ χουργιά μας, σὶ πιδγιὰ κι σὶ κουρίτσια. Δὲν χαμπάρζαν καντίπουτας. Ἤθιλναν νὰ προυκόψ’ τ’θκή τς τ’μαύρ’ μ’προυκουπή τς ἡ Ἱλλάς… Γιαὐτὸ τώρα φκιάν’ αὐτάϊας σμ Πρέσπα. Τοὺ ἴδγιου εἶνι. Ἰμεῖς τότι μὶ τοὺν ἀδιρφόμ’ τοὺν Νικόλα πήγαμι σν Κουζάν’ στοὺ σπίτ’ τ’ φαρμακουποιοῦ τ’Γκίμπα. Ἡ γναῖκατ’ ἡ Ἀννίκα ἦταν μνιὰ νοικουκυρὰ σπουδαία. Ἡ πατέρας τς τὰ Χριστούγιννα ἔπιρνι δγυὸ γουρούνια. Τοὺ ἕνα τοὺ κουμμάτχιαζει κι τοὺ μέραζι γύρου γύρου σὶ ὅσ’ δὲν δυνάζουνταν. Ἰγὼ ἰτότι ἦμαν 20 χρουνῶν κι ἡ ἀδιρφόζμ’ μκρότιρους. Ἔκατσάμι στοὺ Γκίμπα ἀπ’ τ’Ἁηδημητριοῦ ὡς τ’Ἁβασιλιοῦ. Αὐτοὶ εἶχαν ἕνα πιδὶ τοὺ Μπίλι κι ἕνα κουρίτσ’ τ’ Μπούλα, π’ γίνκι ὕστιρα γιατρέσσα κι καθηγήτρια στοὺ Πανιπιστήμιου στ’ Σαλουνίκ’. Ἔγραψι κι ἕνα βιβλίου κι μουλουγάει κι μένα μέσα. Ἰγὼ ἤξιρνα ἀποὺ νοικουργιό. Τὄπιζα στὰ δάχτυλα. Ἀποὺ πίτις κι ἀποὺ γιαπράκια, κι ὅ,τ’ ἄλλου νὰ χάλιβις. Μὶ τἄχει μάθ’ ὅλα ἡ μάνναμ’. Ἀφοῦ μούγκι δλιὲς ἔφκιανα στοὺ σπίτ’ κι δὲν πάηνα στοὺ σκουλιό.
Ὅταν ἦταν νὰ πααίνουμι πίσου στοὺ χουργιό, προυτουχρουνιὰ 1949, ἔφκιασα σνἈννίκα δγυὸ πίτις σὶ τρανὰ σινιὰ κι ἔφυγα. Πῆγα γιὰ νὰ νὰ βρῶ τοὺν ἀδιρφόμ’ τοὺ Νικόλα κι νὰ κινήσουμι κα’ τοὺ χουργιό. Ἰκεῖ π’ καρτιρούσαμι, νάτς κι ἔρχουντι ἀπ’ τοὺ σπίτ’ τ’Γκίμπα. Μᾶς ἴφιραν ἀποὺ ἕνα φιλί πίτα κι μεἶπαν. «Βρὲ Ἀφροδίτ’ μᾶς ἔφκιαξις τόσου καλὲς πίτις κὶ δὲν θὰ σὶ φέρναμε ἕνα κουμμάτ’ νὰ φᾶτι κι σεῖς;».
Ὕστιρα ἔφυγάμι γιὰ τοὺ χουργιό μας, τοὺ Μκρόβαλτου, νὰ πάρουμι ἀνάσα.
Τρίτ’ 8 Γινάρ’ 2019
ἀρ.νι.μα.