Ο Λεωνίδας Παπαπαύλου γεννήθηκε στη Σιάτιστα το έτος 1866. Σήμερα στη Σιάτιστα, Κοζάνη, Θεσ/νίκη και Σέρρες υπάρχουν συγγενείς του. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και εξαίρετος βυζαντινός Ιεροψάλτης, στο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Δημητρίου της Σιάτιστας.
Ο Λεωνίδας Παπαπαύλου διδάχτηκε από τους γονείς του να αγαπά περισσότερο από κάθε άλλο το θεό και την Ελλάδα και να θεωρεί ότι το πιο άγιο από όλα τα καθήκοντα του είναι το καθήκον για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Τα πρώτα του μαθήματα διδάχτηκε στη Σιάτιστα και κατόπιν στο ημιγυμνάσιο αυτής. Ύστερα πήγε στο μοναστήρι (Βιτώλια) όπου λειτουργούσε πλήρες Ελληνικό Γυμνάσιο, στο οποίο συνέχισε τις σπουδές του, από όπου έλαβε το απολυτήριο. Προικισμένος με εξαιρετική ιδιοφυία δεν θεώρησε αρκετή την γυμνασιακή μόρφωση και επιθυμούσε ανώτερες σπουδές.
Στο μεταξύ όμως είχε πεθάνει ο πατέρας του και είχε να συντηρήσει χήρα μητέρα, 3 ανύπαντρες αδελφές και το μικρότερο αδελφό του Αλέξανδρο. Παρέμεινε στο Μοναστήρι, όπου διορίστηκε ως δάσκαλος και ψάλτης, για να βοηθήσει οικονομικά και την οικογένεια του.
Στο μοναστήρι ο Λεωνίδας Παπαπαύλου δεν έπαυσε να κατηχεί τους μαθητές του στα Ελληνικά ιδεώδη και είχε τόση φλόγα στην καρδιά του, ώστε όταν διδάσκε το μάθημα της Γυμναστικής δίδασκε και τον Εθνικό μας Ύμνο, αν και γνώριζε ότι διέτρεχε μεγάλους κινδύνους, από μέρους τόσο των Τουρκικών αρχών, όσο και των Βουλγαρικών. Ακόμα ο Παπαπαύλου προσέφερε μεγάλες εκδουλεύσεις στο Ελληνικό Προξενείο του Μοναστηριού, στο οποίο εργάστηκε ως γραμματέας για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι Τουρκικές και Βουλγαρικές αρχές μόλις πληροφορήθηκαν τη δράση του αυτή διέταξαν αμέσως τη σύλληψη του και την εξορία του. Ευτυχώς όμως ο Έλληνας πρόξενος αντιλήφθηκε αυτό έγκυρα και ειδοποίησε τον Παπαπαύλου, ο οποίος πρόλαβε και αναχώρησε κρυφά από το Μοναστήρι για τη γενέτειρά του Σιάτιστα, όπου κρύπτονταν πολλές μέρες στα αμπέλια της.
Στο διάστημα αυτό πέτυχε να διοριστεί από τη δημογεροντία της Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης ως υπότροφος του Κληροδοτήματος του Σιατιστινού Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρου Μανούση για να σπουδάσει φιλολογία στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Ενώ δε η Τουρκική Αστυνομία προσπαθούσε να τον συλλάβει αυτός τα κατάφερε και έφυγε στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Για να συντηρηθεί αυτός και η οικογένεια του εργάζονταν ως οικοδιδάσκαλος και ως Ιεροψάλτης στον Ναό του Αγίου Καρίτση.
Αφού τελείωσε τις σπουδές του διορίστηκε ως Καθηγητής στο Γυμνάσιο Λάρνακας της Κύπρου και μετά ένα χρόνο στο Γυμνάσιο της Λευκωσίας.
Κατόπιν διηύθυνε με πλήρη επιτυχία για 2 ολόκληρα χρόνια το Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας και έπειτα πήγε στη Γερμανία για ανώτατες σπουδές, όπου σπούδασε παιδαγωγικά.
Η φήμη του ως άριστου επιστήμονα και παιδαγωγού διαδόθηκε ανάμεσα στους Μακεδόνες εκπαιδευτικούς και τότε το Γυμνάσιο Μοναστηρίου κάλεσε τον Παπαπαύλου να έλθει και να αναλάβει τη διεύθυνση αυτού. Ο Παπαπαύλου δέχθηκε την πρόταση αυτή και με όλη τη δύναμη της ψυχής του εργάστηκε για τα εθνικά ιδεώδη.
Για την εθνική του αυτή δράση η Βουλγαρική προπαγάνδα πέτυχε την έκδοση διαταγής από τους Τούρκους και απομάκρυνε αυτόν από το Μοναστήρι.
Έρχεται τότε ο Παπαπαύλου στην πόλη των Σερρών, οι κάτοικοι της οποίας τον παρακάλεσαν να αναλάβει τη διεύθυνση του Α’ Γυμνασίου Αρρένων Σερρών, ο οποίος δέχθηκε με μεγάλη ευχαρίστηση.
Παράλληλα προς την εκπαιδευτική του δράση ο Παπαπαύλου ανέπτυξε και εθνική ιδίως κατά την εποχή του Βουλγαρικού κομιτάτου.
Μετά την κήρυξη του πολέμου το έτος 1912 από τους συμμάχους κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τα Ελληνικά στρατεύματα μπήκαν στη Θεσ/νίκη, ενώ τα Βουλγαρικά κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία, όπου διέπραξαν σοβαρά εγκλήματα.
Στις Σέρρες ο στρατιωτικός Δ/τής των Βουλγάρων διέταξε το Γυμνασιάρχη Λεωνίδα Παπαπαύλου να κατεβάσει την Ελληνική επιγραφή από το Γυμνάσιο Σερρών και να αντικαταστήσει αυτήν με βουλγαρική. Αλλά ο ατρόμητος Γυμνασιάρχης αρνήθηκε και δεν υπέκυψε, είπε δε μάλιστα σ’ αυτόν τα εξής λόγια: “ Εις το Γυμνάσιον φοιτώσι μόνον Έλληνες μαθηταί, πως θέλετε να αναρτήσω βουλγαρική επιγραφή εις αυτό; Προτιμώ να κλείσω το Γυμνάσιον παρά να αναγράψω επάνω εις αυτό βουλγαρικά γράμματα”.
Βλέποντας όμως οι Έλληνες της Ανατολικής Μακεδονίας να φθάνουν καθημερινά βουλγαρικές οικογένειες στις Σέρρες και σε άλλες πόλεις και χωριά της Μακεδονίας, καθώς και την βάρβαρη συμπεριφορά των Βουλγαρικών αρχών συνέστησαν επιτροπή αποτελούμενη από τον Λεωνίδα Παπαπαύλου ως Πρόεδρο, τον Ιωάννη Δέλλιο Λυκειάρχη και μερικούς άλλους προκρίτους από τη Δράμα και την Καβάλα. Σ’ αυτήν ανέθεσαν να μεταβεί στην Αθήνα, να παρουσιασθεί στον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως της Ελλάδας Βενιζέλο και αφού κάνει σ’ αυτόν γνωστό τη θλιβερή κατάσταση, να τον παρακαλέσει να καταβάλει σύντονη κα δραστήρια ενέργεια, ώστε η Ανατολική Μακεδονία να μη παραμείνει στη Βουλγαρική κυριαρχία.
Η επιτροπή αφού ήρθε στην Αθήνα παρουσιάστηκε στον Πρωθυπουργό και ζήτησε την παρέμβαση και προστασία της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
Τα μέλη της επιτροπής αφού τελείωσαν την αποστολή τους επέστρεψαν ο καθένας στην πατρίδα τους.
Στο μεταξύ όμως οι Βούλγαροι άρχισαν ανενόχλητοι να συλλαμβάνουν και να φυλακίζουν διαφόρους κατοίκους των Σερρών. Συνέλαβαν τον Μητροπολίτη Σερρών, τον Λεωνίδα Παπαπαύλου και 7 προκρίτους Σερραίους.
Οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν στο χωριό Λιβούνοβο, όπου υποβλήθηκαν σε φρικτά βασανιστήρια, τα οποία ανθρώπινος νους είναι δύσκολο να φανταστεί. Εκεί μαζί με τους άλλους ο Λεωνίδας Παπαπαύλου κατακρεουργήθηκε σε ηλικία 47 ετών στις 29 Ιουνίου 1913.
Άφησε έτσι για μίμηση σε μας άριστο παράδειγμα ηρωισμού και αυτοθυσίας και σταθερής προσήλωσης στο καθήκον.
Προς τιμήν του ο Δήμος Σερρών ( Δήμαρχος ήταν ο Ιωάννης Χατζηδήμος), κατασκεύασε προτομή, τα αποκαλυπτήρια της οποίας έγιναν στις 29 Ιουνίου 1954 με κάθε επισημότητα και στα οποία μίλησε για τη ζωή και τη δράση του Λεωνίδα Παπαπαύλου ο Σιατιστινός Γενικός Επιθεωρητής Μέσης Εκπ/σεως αείμνηστος Γεώργιος Γκανούλης…
Δυστυχώς όμως στην προτομή του δεν είχε αναγραφεί ο τόπος της γεννήσεώς του, που είναι η Ιστορική Σιάτιστα. Παρά τις ενέργειές μου από το 1961, να αναγραφεί ο τόπος της γεννήσεως του στην προτομή από κανέναν φορέα δεν είχα πάρει απάντηση.
Στις 22 Αυγούστου 1992 συνάντησα στην Κοζάνη τον τότε Δήμαρχο Σερρών κ. Ζήση Μητλιάγκα που κατάγεται από την Λευκοπηγή Κοζάνης και του ανέφερα το γεγονός. Μου συνέστησε να του στείλω ένα βιογραφικό σημείωμα του Λεωνίδα Παπαπαύλου, προκειμένου να ενημερωθεί το Δημοτικό Συμβούλιο Σερρών.
Πράγματι στις 24 Αυγούστου 1992 έστειλα στον Πρώην Δήμαρχο Σερρών κ. Ζήση Μητλιάγκα εμπεριστατωμένο βιογραφικό σημείωμα για τη ζωή και τη δράση του Σιατιστινού Γυμνασιάρχη Λεωνίδα Παπαπαύλου και ύστερα από 14 μήνες έλαβα το παρακάτω αριθ. 19564/22-10-1993 έγγραφό του: «Προς τον κ. Γεώργιο Μ. Μπόντα Τέως Δ/ντή της Μανουσείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σιάτιστας-Λαογράφο- Συγγραφέα 50300 Σιάτιστα. Κύριε Μπόντα, Σε απάντηση της από 24-8-1992 επιστολή σας, ευχαρίστως σας γνωστοποιώ ότι επί του βάθρου της προτομής του Λεωνίδα Παπαπαύλου, προσεφέθησαν οι λέξεις «Γεννήθηκε στη Σιάτιστα 1866. Ο Δήμαρχος Σερρών Ζήσης Μητλιάγκας».
Γεώργιος Μ. Μπόντας
Τέως Δ/ντής της Μανουσείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης
Σιάτιστας- Λαογράφος
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Το άρθρο «Ο ΣΙΑΤΙΣΤΙΝΟΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΗΣ» του Γεωργίου Μ. Μπόντα Τέως Δ/ντής της Μανουσείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σιάτιστας- Λαογράφος δημοσιεύεται με την ευκαιρία του εορτασμού των 100 χρόνων από την απελευθέρωση της πόλης των Σερρών και προς τιμήν του Σιατιστινού Εθνομάρτυρα Γυμνασιάρχη Λεωνίδα Παπαπαύλου – Γυμνασιάρχη του 1ου Γυμνασίου Σερρών. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013 και ώρα 9 μ.μ. στον προαύλιο χώρο του 1ου Γυμνασίου Σερρών.