Οι δήμοι βρίσκονται για μία ακόμη χρονιά στο στόχαστρο της ετήσιας έκθεσης (για το 2012) του γενικού επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης Λέανδρου Ρακιντζή. Σύμφωνα με την έκθεση στην Τοπική Αυτοδιοίκηση εστιάζεται το 35,9% των ελέγχων, έναντι μόλις 18,1% των δημοσίων υπηρεσιών και 13,7% των ιδιωτικών φορέων.
Όπως αναφέρει ο κ. Ρακιντζής στην έκθεσή του οι δήμοι και σε, μικρότερο βαθμό, οι περιφέρειες εμπλέκονται σε πολλές περιπτώσεις κακοδιοίκησης και διαφθοράς, ενώ η άσκηση της εξουσίας από τους αιρετούς βρίσκεται στα όρια της νομιμότητας ή και πέραν αυτής. Συνήθης μέθοδος, όπως τονίζει ο γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης, είναι η κατάτμηση των έργων ώστε να γίνεται απευθείας ανάθεση για ποσά που σε διαφορετική περίπτωση, θα απαιτείτο η διενέργεια διαγωνισμών αλλά και οι ανεπαρκείς έλεγχοι της κεντρικής διοίκησης, οι ανεπαρκείς μελέτες για την εκτέλεση έργων που πολλές φορές γίνονται σκοπίμως για να δικαιολογηθούν πρόσθετες εργασίες. Παράλληλα, ο κ. Ρακιντζής, αναφέρει ως έναν από τους λόγους για τη διόγκωση της κακοδιοίκηση στην Τοπική Αυτοδιοίκησης την απότομη, και χωρίς προηγούμενη οργάνωση, μεταβίβαση στους δήμους αρμοδιοτήτων από την κεντρική διοίκηση,
Οι τομείς όπου επικεντρώνεται η κακοδιοίκηση στην Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι κυρίως οι πολεοδομίες, το περιβάλλον, οι μεταφορές, τα δημοτικά έργα, οι άδειες καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, οι δημοτικές επιχειρήσεις που είναι σχεδόν όλες ελλειμματικές. Παράλληλα σε πολλές περιπτώσεις οι υπηρεσίες που προσφέρονται στους πολίτες είναι ελλιπείς. Επίσης, σημαντικό σύμπτωμα κακοδιοίκησης και κατάφωρης παραβίασης της νομιμότητας αποτελεί και η άρνηση εκτέλεσης ή συμμόρφωσης των ΟΤΑ και των δύο βαθμών σε δικαστικές αποφάσεις.
Πάντως, στην έκθεσης του ο γενικός επιθεωρητής δεν παραλείπει να επαινέσει το αξιόλογο έργο που επιτελούν τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών, πολλές φορές μάλιστα με την επίδειξη αξιοπρόσεκτου ζήλου από τους υπαλλήλους που υπηρετούν σε αυτά.
Πρώτες οι υποθέσεις οικονομικής διαχείρισης
Τη μεγαλύτερη θεματική κατηγορία της έκθεσης αποτελούν οι υποθέσεις οικονομικής διαχείρισης (38%) και ακολουθούν τα πολεοδομικά θέματα (14,3% των υποθέσεων), διάφορα ζητήματα λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών (13,4 %), παράβαση διοικητικών διαδικασιών (8,3%) και άλλες κατηγορίες με μικρότερα ποσοστά.
Όσον αφορά τη γεωγραφική διασπορά, το μεγαλύτερο ποσοστό των υποθέσεων εντοπίζεται στην Περιφέρεια Αττικής (37,1%) που συγκεντρώνει την πλειονότητα των υπηρεσιών, αλλά και του πληθυσμού. Οι άλλες περιφέρειες ακολουθούν με πολύ μικρότερα ποσοστά, μεταξύ των οποίων τα υψηλότερα ποσοστά συγκεντρώνουν η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (9,1%) και η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου (8,8%).
Υγεία
Άλλος σημαντικός προβληματικός τομέας είναι, σύμφωνα με την έκθεση, το σύστημα Υγείας ως προς την παροχή των υπηρεσιών υγείας και ως προς την προμήθεια υγειονομικού υλικού –κυρίως από το τμήμα διαχείρισης των νοσοκομείων. Το πρόβλημα είναι δυσεπίλυτο διότι οποιαδήποτε παρέμβαση μπορεί να σταματήσει τη ροή της προμήθειας του υγειονομικού υλικού. Ένας λεπτομερής διασταυρούμενος έλεγχος μεταξύ των προμηθειών, φαρμακευτικών εταιρειών και των παροχών τους προς τους γιατρούς, μπορεί να αποκαλύψει -σημειώνεται- ενδιαφέρουσες υπόγειες διαδρομές με κατευθυνόμενη συνταγογραφία και διόγκωση της δαπάνης.
Σημαντική οικονομική αιμορραγία προκαλούν επίσης οι υπερτιμολογήσεις των ιατρικών μοσχευμάτων, μηχανημάτων κ.λπ. Το Γραφείο του γ. επιθεωρητή εκτιμά ότι η αιμορραγία θα περιορισθεί με την καθιέρωση νομοθετικού συστήματος προμηθειών απευθείας από τους προμηθευτές και όχι μέσω τριγωνικών διεθνών συναλλαγών.
Το ζήτημα της δωροδοκίας των γιατρών, το γνωστό «φακελάκι», αντιμετωπίζεται κατά περίπτωση, αλλά μόνον με την επ’ αυτοφώρω σύλληψη μπορεί να διαπιστωθεί. Όπως σημειώνεται, αρνητικός παράγοντας στην καταπολέμηση της μικροδιαφθοράς και του γρηγορόσημου αποτελεί ο πρόσφατος νόμος που αποποινικοποιεί την απλή παροχή που δίδεται ως έκφραση ευγνωμοσύνης. Αυτό συνεπάγεται την πειθαρχική και ποινική ατιμωρησία της μικρής δωροδοκίας και δυσχεραίνει το έργο του ελέγχου. Σύμφωνα με τον γ. επιθεωρητή ο νόμος αυτός πρέπει άμεσα να ανακληθεί.
Εκεί όπου υπάρχει πλήρης σύγχυση και έλλειψη ελέγχου είναι οι πανεπιστημιακές κλινικές και τα ιδιωτικά ιατρεία των πανεπιστημιακών ιατρών. Θα πρέπει λοιπόν -σημειώνεται- οι δυσλειτουργίες αυτές να αντιμετωπιστούν.
Κοινωφελή ιδρύματα και κληροδοτήματα
Αν και τα κοινωφελή ιδρύματα και κληροδοτήματα συνιστούν σημαντικό εθνικό πλούτο, η λειτουργία τους ρυθμίζεται από τον Ν. 2039/1939, ο οποίος πλέον έχει ξεπερασθεί. Αποτέλεσμα, όπως τονίζεται, είναι η έλλειψη επαρκούς εποπτείας, με άμεση συνέπεια η διοίκησή τους να έχει υποπέσει σε μεγάλο βαθμό σε χέρια επιτηδείων που ενίοτε ασκούν διαχείριση προς όφελός τους.
Μετά από προσπάθειες του γ. επιθεωρητή τα ιδρύματα απογράφηκαν (ανέρχονται σε 10.000 περίπου) και οι διοικήσεις τους υποχρεώθηκαν να υποβάλουν ισολογισμούς και λογοδοσίες, πράγμα που σε μερικά ιδρύματα δεν είχε συμβεί επί σειρά ετών. Επίσης, τα ιδρύματα υποχρεώθηκαν να εκτελούν τους όρους των διαθηκών και να μεριμνούν για την καταβολή των κληροδοσιών.
Όπως αναφέρεται, οι παραπάνω δυσλειτουργίες μπορεί να επιλυθούν μόνο με τη θέσπιση ενός σύγχρονου νόμου, που έχει κατατεθεί σε σχέδιο και με την ανάθεση της διοίκησής τους, αλλά και των διοικήσεων των φιλανθρωπικών σωματείων, σε πρόσωπα με κίνητρα αφιλοκερδή και με διάθεση κοινωνικής προσφοράς. Γεγονός είναι -σημειώνεται- ότι, εάν αξιοποιηθούν επωφελώς οι περιουσίες, οι πόροι τους μπορούν να καλύψουν πολλούς τομείς της Υγείας, της Κοινωνικής Πρόνοιας και της Εκπαίδευσης αντί να επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό.
Οι υποθέσεις που διαχειρίσθηκε ο ΓΕΔΔ
Το 2012 το Γραφείο του ΓΕΔΔ ασχολήθηκε αποκλειστικά με το 45,6% των υποθέσεων που χειρίστηκε και μειώθηκε δραστικά ο αριθμός των υποθέσεων για τις οποίες δόθηκε εντολή ελέγχου σε κάποιο άλλο σώμα ή υπηρεσία επιθεώρησης και ελέγχου (21% των υποθέσεων το 2012 έναντι 41,7% το 2011).
Η αύξηση του αριθμού των ελέγχων που ξεκινούν κατόπιν καταγγελίας πολιτών είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των υποθέσεων όπου δεν διαπιστώθηκε κανένα πρόβλημα (43,8%). Αυτό συμβαίνει διότι πολλοί πολίτες προσφεύγουν στον ΓΕΔΔ για επίλυση των προβλημάτων τους, που όμως δεν υποκρύπτουν παράνομη ή παραβατική συμπεριφορά εμπλεκομένων υπαλλήλων. Οι έλεγχοι καταλήγουν συνήθως στη διαπίστωση οργανωτικών ή παρόμοιας φύσης προβλημάτων, ενώ ένα μικρό ποσοστό (2,1%) αφορά σε αποδεδειγμένες υποθέσεις διαφθοράς.