Μεγάλο ενδιαφέρον για υποδομές, ενέργεια, τουρισμό και ακίνητα. Ο Λαβρόφ, η Ματβιένκο και ο Γιακούνιν προώθησαν συγκεκριμένους στόχους στις επισκέψεις τους στη χώρα μας.
Το ενδιαφέρον της για να διεισδύσει στην ελληνική αγορά, κυρίως σε στρατηγικούς τομείς, όπως είναι τα δίκτυα μεταφορών (τρένα, λιμάνια) και οι πηγές ενέργειας, διαμηνύει η Ρωσία σε μια εξέλιξη η οποία πέρα από την αυτονόητη οικονομική διάσταση, έχει και γεωπολιτικές προεκτάσεις, και υπό αυτό το πρίσμα προσελκύει την προσοχή των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον.
Στο πλαίσιο αυτό πρόσφατα επισκέφθηκαν την Αθήνα, η πρόεδρος της Ανω Βουλής, Βαλεντίνα Ματβιένκο, η οποία εκτίμησε ότι «έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την ποιοτική αναβάθμιση των σχέσεών μας», και ο υπ. Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, ο οποίος διεμήνυσε ότι «θα στηρίξουμε τις προσπάθειές σας, τόσο ηθικά όσο και πρακτικά, ενισχύοντας την εμπορική και οικονομική συνεργασία μας».
Εταιρείες κολοσσοί, όπως οι Ρωσικοί Σιδηρόδρομοι (RZD) και η Gazprom, αλλά και Ρώσοι μεγαλοεπιχειρηματίες που λειτουργούν αυτόνομα, αποτιμούν θετικά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και σπεύδουν να αποκομίσουν οφέλη από τις ιδιωτικοποιήσεις και τις χαμηλές τιμές επιχειρήσεων. Παράλληλα, ήδη καταγράφεται έντονη ρωσική παρουσία σε ένα ευρύ φάσμα άλλων δραστηριοτήτων, και κυρίως στον τουρισμό και την αγορά ακινήτων.
Η πολυποίκιλη ρωσική «απόβαση» στην Ελλάδα είναι ευπρόσδεκτη σε μια διψασμένη για ξένες επενδύσεις ελληνική οικονομία. Αλλωστε, μετά τις επισκέψεις του στις ΗΠΑ, την Κίνα, και σε χώρες όπως η Τουρκία, το Ισραήλ, και το Κατάρ, ένας από τους επόμενους σημαντικούς προορισμούς του Αντώνη Σαμαρά αναμένεται να είναι η Μόσχα, κατά τους πρώτους μήνες του 2014.
Μια από τις προτεραιότητες της ρωσικής πλευράς είναι η ΤΡΑΙΝΟΣE, αλλά σε συνδυασμό με το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Αν και πρόκειται για δύο διαφορετικές διαδικασίες, οι Ρώσοι κατέστησαν σαφές ότι προσβλέπουν στη διασύνδεση των δύο δραστηριοτήτων. Η Αθήνα βλέπει θετικά την προοπτική πώλησης και των δύο σε ρωσικά συμφέροντα, που δεν θα αποφύγουν να ανταγωνιστούν λιμάνια της Βόρειας Ευρώπης, και υπό αυτό το πρίσμα εξετάζει τρόπους παράκαμψης των εμποδίων που ενδεχομένως να τεθούν από την Ε.Ε.
Πριν από λίγες ημέρες βρέθηκε στην Αθήνα και συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό ο πρόεδρος των Ρωσικών Σιδηροδρόμων, Βλαντιμίρ Γιακούνιν, ο οποίος τόνισε ότι ενδιαφέρεται να επενδύσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ και να συμμετάσχει στη διασύνδεση της Ελλάδας τόσο με τη Ρωσία, όσο και, κυρίως, με την υπόλοιπη Ευρώπη στο πλαίσιο της ενοποίησης των Ευρωπαϊκών Δικτύων Μεταφορών.
«Το αυξανόμενο ενδιαφέρον ξένων επενδυτών, μεταξύ αυτών και Ρώσων, για τα λιμάνια και το σιδηροδρομικό δίκτυο της Ελλάδας δεν είναι καθόλου τυχαίο», τονίζει στην «Κ» ο ευρωβουλευτής της Ν.Δ. και εισηγητής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον Κανονισμό για τη νέα πολιτική των Διευρωπαϊκών Δικτύων Μεταφορών, Γιώργος Κουμουτσάκος, και προσθέτει: «Οσο οι διεθνείς εμπορευματικές ροές ήταν ευρω-ατλαντικές, η Ελλάδα ήταν χώρα της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Στο νέο διεθνές οικονομικό περιβάλλον που κυριαρχείται από τις ροές μεταξύ Ανατολής-Δύσης, η Ελλάδα εξελίσσεται σε κομβική χώρα-πύλη του διεθνούς εμπορίου».
Η επανεκκίνηση των ελληνορωσικών σχέσεων δεν μπορεί να στηρίζεται σε θεωρητικές αναφορές σε ιστορικούς δεσμούς και στην Ορθοδοξία, αλλά σε δράσεις και συνέργειες που αποτιμώνται ως εκατέρωθεν επωφελείς. Αλλωστε, κορυφαίοι Ρώσοι ιθύνοντες, όπως ο κ. Γιακούνιν, δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών, υπογραμμίζοντας ότι οι δράσεις που σχεδιάζουν να αναπτύξουν οι Ρωσικοί Σιδηρόδρομοι δεν αποτελούν φιλανθρωπία, αλλά επιχειρηματική δραστηριότητα που στόχο έχει το κέρδος.
Η τιμή του αερίου, το ενδιαφέρον για ΔΕΠΑ και η πρόκληση των αγωγών
Τεράστιο είναι το ενδιαφέρον της ρωσικής πλευράς για τη μεταφορά αερίου και τη συμμετοχή στην αξιοποίηση των πιθανών κοιτασμάτων στην ελληνική (και την κυπριακή) επικράτεια, ενώ έχει επιστρέψει στο προσκήνιο και ο South Stream, που, όμως, στην πράξη θα ανταγωνίζεται τον ΤΑΡ. Παράλληλα, η Gazprom θα επανέλθει στη διεκδίκηση εξαγοράς της ΔΕΠΑ και στον νέο διαγωνισμό που θα προκηρυχθεί, παρά τις αντιδράσεις των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον έναντι της περαιτέρω εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία.
Η νέα δυναμική που δημιουργείται στις ελληνορωσικές σχέσεις θα εξαρτηθεί, πάντως, από τη μείωση της τιμής του φυσικού αερίου που προμηθεύεται η Αθήνα από τη Ρωσία και η οποία αυτή τη στιγμή είναι 30% υψηλότερη από αυτήν που καταβάλλει η υπόλοιπη Ευρώπη. Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, η απόκλιση αγγίζει το 50%. Δεν είναι τυχαίο ότι τον Σεπτέμβριο η ΔΕΠΑ είχε απειλήσει ευθέως με προσφυγή στη Διαιτησία, ακολουθώντας το παράδειγμα της γερμανικής RWE (που δικαιώθηκε), εάν δεν υπάρξει συμφωνία στις διαπραγματεύσεις με την Gazprom. Η ΔΕΠΑ επιδιώκει τιμή που να κινείται κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε. και μια διαδικασία τιμολόγησης ανάλογη με αυτήν που ισχύει σε παρόμοιες γειτονικές χώρες. Καθώς οι διαπραγματεύσεις μεταφέρονται τώρα στη Μόσχα, η ελληνική θέση ενισχύεται από την επίσημη καταγγελία της Gazprom από την Κομισιόν για πιθανή κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην ευρωπαϊκή αγορά αερίου.
Στο ενεργειακό πεδίο, υπάρχει και η ακύρωση της συμφωνίας για την κατασκευή του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης, που ήταν απόρροια της αρνητικής στάσης που υιοθέτησε η Βουλγαρία. Αρμόδιοι παράγοντες τόνιζαν ότι πρόκειται για ένα έργο που θα μπορούσε κάποια στιγμή να επανέλθει στο προσκήνιο.
Το άλλο σημαντικό κεφάλαιο είναι ο τουρισμός, όπου έχουν σημειωθεί άλματα. Από τα περίπου 18 εκατομμύρια αφίξεις στην Ελλάδα στη διάρκεια του τρέχοντος έτους, πάνω από ένα εκατομμύριο ήταν Ρώσοι. Αρμόδιοι φορείς επισημαίνουν, μάλιστα, ότι σημασία δεν έχουν οι απόλυτοι αριθμοί, που σε κάθε περίπτωση είναι μεγάλοι, αλλά η αλματώδης αύξηση κατά 30% που καταγράφεται κάθε χρόνο, η οποία με τη σειρά της συνδέεται και με την ενίσχυση του ενδιαφέροντος για αγορά εξοχικών κατοικιών, πέραν των ηχηρών περιπτώσεων Ρώσων ολιγαρχών και μεγαλοεπιχειρηματιών που έχουν αγοράσει νησιά και υπερπολυτελείς βίλες.
Την προσέλκυση και δραστηριοποίηση Ρώσων στην Ελλάδα υποβοηθάει και ο νέος νόμος που προβλέπει την παροχή πενταετούς άδειας παραμονής σε πολίτες χωρών μη μελών της Ε.Ε., οι οποίοι επενδύουν στην Ελλάδα ποσό άνω των 250.000 ευρώ.
Τέλος, αυξημένο ενδιαφέρον παρουσιάζεται το τελευταίο διάστημα και σε άλλους τομείς, από τα φάρμακα μέχρι τα τρόφιμα. «Το μέλλον των εμπορικών σχέσεων Ελλάδας και Ρωσίας διαγράφεται εξαιρετικά ευοίωνο», τονίζει στην «Κ» ο πρόεδρος του Ελληνορωσικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, Χρήστος Δήμας, προσθέτοντας ότι «εναπόκειται στις κυβερνήσεις και τις επιχειρηματικές κοινότητες των δύο χωρών να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται».