Του Μιχάλη Πιτένη
Δύο πράγματα ζητούν σήμερα οι Έλληνες πολίτες. Λύσεις, άμεσες αλλά και ουσιαστικές, που θα τους βγάλουν απ΄ τα αδιέξοδα στα οποία τους έχει οδηγήσει η κρίση και να πάψουν, επιτέλους, οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου να τσακώνονται δια ασήμαντον αφορμή και να προσπαθήσουν να συμβάλουν στο βαθμό που η κάθε μια μπορεί στη διαμόρφωση των πολιτικών που θα οδηγήσουν στις λύσεις αυτές.
Απαιτήσεις που παραπέμπουν σ΄ ένα κόσμο ιδεατό, αλλά πού φαντάζουν και ως αναγκαίες συνθήκες προκειμένου να αλλάξουμε τη μοίρα μας και να επαναφέρουμε την αισιοδοξία και την ελπίδα στην κοινωνία μας.
Απαιτήσεις που δείχνουν πως οι πολίτες αντιμετωπίζουν την κατάσταση με μεγαλύτερη ωριμότητα και σύνεση, σε αντίθεση με τις πολιτικές δυνάμεις που εξακολουθούν να επαναλαμβάνουν τον εαυτό τους.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω αποτελεί αναμφίβολα η κατάθεση πρότασης δυσπιστίας στη Βουλή απ΄ το ΣΥΡΙΖΑ, η οποία θα απασχολήσει το Σώμα επί τριήμερο και τα μέσα ενημέρωσης κάτι παραπάνω, αλλά δεν είναι σίγουρο πως ενδιαφέρει εξίσου και το σύνολο των πολιτών.
Αφορμή για την κατάθεση της πρότασης, που βεβαίως είναι μια απ΄ τις σημαντικότερες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, ήταν η επέμβαση των ΜΑΤ στο κτίριο της ΕΡΤ και η εκτίμηση του ΣΥΡΙΖΑ πως εξ αιτίας της βρίσκεται σε κίνδυνο η δημοκρατία μας! Υπάρχει όμως πραγματικός κίνδυνος για τη δημοκρατία μας εξ αιτίας αυτού του γεγονότος, που αν το δει κανείς από άλλη σκοπιά δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο η άσκηση του δικαιώματος της συντεταγμένης Πολιτείας να εφαρμόσει το Νόμο, και δεν υπήρξε ανάλογος κίνδυνος σε άλλες πολλές και μη εξαιρετέες περιπτώσεις που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια; Αν ναι, γιατί όχι τότε και γιατί ναι τώρα. Την απάντηση μπορεί να τη δώσει ο καθένας πολύ εύκολα…
Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως θα πρέπει να απαντήσει με ειλικρίνεια γιατί επέλεξε να καταφύγει σ΄ αυτή την πολιτική κίνηση. Επειδή διείδε πρόβλημα στις κοινοβουλευτικές ομάδες των κομμάτων της συγκυβέρνησης, και ειδικά του ΠΑΣΟΚ, όπως λέει το ρεπορτάζ, ή διότι θέλησε να ξεπεράσει το δικό του; Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως η πρόταση δυσπιστίας έρχεται την περίοδο που η στροφή προς μια πιο ρεαλιστική πολιτική του κ. Τσίπρα, τουλάχιστον θεωρητικά, προκαλεί αναταράξεις στο εσωτερικό του κόμματος και η δήλωση του ιστορικού στελέχους κ. Γλέζου για την απουσία συγκεκριμένου οικονομικού σχεδίου δεν πέρασε απαρατήρητη και ασχολίαστη.
Καλά όλα αυτά, αλλά ποιόν αφορούν τελικά; Κατά μία έννοια όλους μας. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πιθανή αυριανή κυβέρνηση, οπότε πρέπει να ξέρουμε τι προτείνει και πώς σκοπεύει να πορευτεί. Πάνω απ΄ όλα πρέπει να πειστούμε πως μεγάλωσε, όχι μόνο ως ποσοστό και αριθμό βουλευτών, αλλά ως συμπεριφορά και τρόπο αντιμετώπισης των θεμάτων. Κάτι τέτοιο, δυστυχώς, δεν φαίνεται μέχρι τώρα. Αντιθέτως, είναι προφανής ο παλιμπαιδισμός που χαρακτηρίζει το κόμμα, στο οποίο δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως ακουμπούν σήμερα οι ελπίδες ενός σημαντικού ποσοστού πολιτών.
Η κοινοβουλευτική διαδικασία είναι απολύτως απαραίτητη και σεβαστή, αλλά πρέπει να είναι και χρήσιμη για όλους. Αλήθεια όμως τι περιμένει ο ΣΥΡΙΖΑ να βγει απ΄ το τριήμερο της πρότασης δυσπιστίας; Να λακίσουν κάποιοι παπανδρεϊκοί βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, όπως λέει πάλι το ρεπορτάζ, επειδή δεν πάνε το Βενιζέλο; Ωραία, ας υποθέσουμε ότι έγινε. Και ακόμα καλύτερα ας πούμε ότι έπεσε η Κυβέρνηση και έρχεται, επιτέλους, η ώρα του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι έτοιμος να κυβερνήσει και να μας οδηγήσει έξω απ΄ την κρίση; Πώς; Με ρεαλιστική πολιτική, λιγότερη ρεαλιστική ή επαναστατική; Με το οικονομικό σχέδιο που σύμφωνα με το Μ. Γλέζο δεν έχει;
Ένας πολύ σημαντικός λόγος που η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών δυσπιστεί και δυσανασχετεί απέναντι στο πολιτικό σύστημα είναι πως βλέπει την ελαφρότητα και την επιπολαιότητα με την οποία πολιτεύεται. Παχιά λόγια, βαρύγδουπες δηλώσεις, καιροσκοπισμός, τα πάντα για το πολιτικό όφελος και την επανεκλογή και ο φουσκωμένος λογαριασμός να φτάνει ανελλιπώς και καθημερινώς στα γραμματοκιβώτια των πολιτών. Είναι αλήθεια πως πολλοί πολίτες είδαν το ΣΥΡΙΖΑ ως μια πολιτική δύναμη που θα μπορέσει να αλλάξει κάποια απ΄ τα κακώς κείμενα. Για να συμβεί όμως αυτό πρέπει να συμπεριφερθεί διαφορετικά και όχι όπως συμπεριφέρονται όλα τα χρόνια αυτοί που θέλει να αντικαταστήσει.