Του Θεόφιλου Πετρίδη,
δικηγόρου
Έγραψα σε προηγούμενα κείμενά μου για την λιτοδίαιτη ζωή του στρατηγού και πρωθυπουργού Νικολάου Πλαστήρα, ο οποίος το ενενήντα τοις εκατόν του μισθού του το διέθετε σε απορφανισμένες οικογένειες της Μικράς Ασίας και η διατροφή του απετελούτο από ψωμί, ελιές και λίγο τυρί, παρά τη σοβαρή ασθένεια από την οποία έπασχε. Όταν οι γείτονες τον παρεκάλεσαν να δεχθεί να τρώει καλύτερα, διότι κινδύνευε η ζωή του, η απάντηση του μεγάλου ανδρός ήτο: «Σκάβω για να καλοτρώω;».
Αγωνίστηκε σ’ όλη τη ζωή του με γνώμονα, το δίκαιο και την εθνική συμφιλίωση.
Γι’ αυτό δεν τον ήθελε ούτε η ακροαριστερά, ούτε η δεξιά.
Η μεν αριστερά δεν τον ήθελε, επειδή ο γενναίος στρατηγός δεν ήθελε τον ερυθρό ολοκληρωτισμό: Γι’ αυτό έριχνε το σύνθημα: «τί Παπάγος, τί Πλαστήρας». Η δε δεξιά δεν τον ήθελε, διότι ο Πλαστήρας ήταν υπέρ των μέτρων επιεικείας, και κατά των εκτελέσεων.
Μην ξεχνούμε ότι ο Νικόλαος Πλαστήρας εξελέγη πρωθυπουργός από τις προοδευτικές δυνάμεις του κέντρου και του δημοκρατικού σοσιαλισμού που δεν ήθελαν την βία και την εκδίκηση.
Έκανε τιτάνια προσπάθεια να ψηφισθεί νόμος ώστε να επανεκδικασθούν από το Εφετείο, σε δεύτερο βαθμό, οι 16 χιλιάδες καταδικασθέντες εις θάνατον, παρά την σφοδρή αντίδραση του βασιλικού ακροδεξιού υπουργού Ρέντη.
Και από τους 16 χιλιάδες καταδίκους, οι 14 χιλιάδες αθωώθηκαν πλήρως και από τους υπολοίπους μόνο ελάχιστοι κατεδικάσθηκαν εις ισόβια και οι υπόλοιποι σε μικρότερες ποινές φυλακίσεως.
Η δημοσιογράφος Μαρία Ρεζάν που ήταν σύζυγος του υπουργού παρά τω πρωθυπουργώ του Πλαστήρα, Ανδρέα Ιωσήφ αναφέρει ένα περιστατικό που έζησε, την περίοδο της υπουργίας του συζύγου της.
«Καθόμουν στο χολ της εισόδου του διαμερίσματος του Πλαστήρα και συζητούσα με τον υπασπιστή του πρωθυπουργού Μιχάλη Μινιουδάκη, όταν εμφανίστηκε στην πόρτα μια φτωχή γυναίκα, που όπως είπε, ερχόταν από τον συνοικισμό του Ταύρου.
Και ζήτηση να δει τον πρωθυπουργό.
«Συγνώμη, κυρούλα, της λέει ο Μινιουδάκης, αλλά δεν μπορείτε να τον δείτε αυτή τη στιγμή διότι αναπαύεται».
«Μα είναι ανάγκη» λέει η φτωχιά γυναίκα, «Σας παρακαλώ».
«Σας είπα, κυρούλα μου, αναπαύεται» ανταπαντάει ευγενικά πάλι ο Μινιουδάκης. «Περάστε μια άλλη φορά».
Οπότε από το βάθος του σπιτιού, από την κρεβατοκάμαρα, ακούγεται η φωνή του Πλαστήρα: «Μιχάλη, άφησε την κυρία να περάσει».
Ο υπασπιστής Μινιουδάκης ανοίγει την πόρτα και αφήνει την κυρούλα να περάσει στην κάμαρα του Πλαστήρα. Φορούσε τσεμπέρι και κρατούσε ένα καλάθι. Περνάνε δέκα λεπτά και βλέπουμε την κυρούλα να βγαίνει, να ευχαριστεί και να φεύγει ευτυχισμένη.
Με το που έκλεισε η πόρτα μπαίνει ο Μινιουδάκης στο δωμάτιο του Πλαστήρα και τον ακούω να λέει στον πρωθυπουργό:
«Θα πεθάνεις Αρχηγέ! Σ’ το λέω, θα πεθάνεις! Γραφείο το πρωί, βουλή το απόγευμα, ξανά γραφείο το βράδυ. Σου μένει μόνο μια ώρα ξεκούραση το μεσημέρι…Θα πεθάνεις! Αυτό που κάνεις είναι καθαρή αυτοκτονία!». Και ακούω τότε τη φωνή του Πλαστήρα να απαντάει: «Αχ, Μιχάλη, Μου φαίνεται πως χάλασες και συ. Και δεν μου λες, Μιχάλη, το σκέφθηκες αν αυτή η γυναίκα είχε άλλες δυό δραχμές να έρθει ξανά από τον Ταύρο με το τραμ;».
Πώς να μην τον αγαπήσει ο κόσμος της προσφυγιάς και της καθημερινής βιοπάλης ένα τέτοιο άνθρωπο;
Αλλά θα συνεχίσωμε και σε επόμενη έκδοση.
ΥΓ. Αξιότιμε κύριε Διευθυντά,
Ευχαριστώ θερμότατα για τα τόσο καλά λόγια που έγραψε για μένα η διανοούμενη κυρία Φούκα – Νικολαϊδου, εξ Αθηνών, θυγατέρα του μεγάλου πνευματικού ανθρώπου, Ανανία Νικολαϊδη, σε επιστολή προς εσάς. Στην εποχή της πνευματικής ξηρασίας που ζούμε, που μόνος θεός για την μέγιστη πλειονότητα των πολιτικών απόμεινε ο άκρατος πλουτισμός η επιστολή της κυρίας Φούκα – Νικολαϊδου, αποτελεί παρότρυνση για κάτι ανώτερο, κάτι ιδανικό.