Ας ξεκινήσουμε με τα βασικά: Δεν επίκειται η διάλυση της Ζώνης του Ευρώ (ΖτΕ), και όσοι την αναμένουν ή τη φοβούνται θα διαψευστούν για μια ακόμη φορά! Η συζήτηση που διεξάγεται μεταξύ των αξιωματούχων του συστήματος, ιδεολογικών («δεξαμενές σκέψης», «κορυφαίοι» οικονομολόγοι κ.λπ.) και πολιτικών (κυβερνήσεις, ευρωπαϊκές αρχές,
αστικά κόμματα) σχετικά με τον «κίνδυνο διάλυσης της ΖτΕ» ή την πιθανότητα «εξόδου» κάποιων χωρών από αυτήν συνιστά στην πραγματικότητα «μετάθεση», δηλαδή συγκάλυψη του πραγματικού επίδικου, που είναι η ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης σε αντιλαϊκή-νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση και η διαμάχη γύρω από τα μέσα για την «αναίμακτη» επίτευξη αυτού του διακυβεύματος.
Η Αριστερά έχει το δικό της, ριζικά διαφορετικό από το κυρίαρχο, σχέδιο ομοσπονδοποίησης της Ευρώπης: την Ευρώπη της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων, της κοινωνικής συνοχής, της
προτεραιότητας των κοινωνικών αναγκών έναντι του κέρδους και γενικότερα των ιδιοτελών συμφερόντων, την Ευρώπη του σοσιαλισμού. Είναι λοιπόν λάθος, αντί να μιλά για το πραγματικό επίδικο (ποια Ευρώπη;), η Αριστερά να μετέχει στη συλλογική «μετάθεση» που επιβάλλουν οι κυρίαρχοι, αποδεχόμενη το δίλημμα «τι και ποιοι θα διαλύσουν τη ΖτΕ και την Ευρώπη».
Είναι αλήθεια ότι η κρίση χρηματοπιστωτικής φερεγγυότητας (insolvency) στη ΖτΕ οξύνεται και ότι το δημόσιο χρέος της μιας
μετά την άλλη των χωρών-μελών καθίσταται, υπό τις «δεδομένες συνθήκες», μη βιώσιμο (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία,
Ισπανία, Κύπρος, Ιταλία…). Είναι όμως εξίσου αλήθεια ότι οι «δεδομένες συνθήκες» τροποποιούνται διαρκώς, με αλλεπάλληλες
παρεμβάσεις πολιτικής, που προσωρινά μόνο χαλαρώνουν κάποια συμπτώματα της κρίσης, χωρίς να τα αντιμετωπίζουν.
Όλα όμως αυτά τα «ημίμετρα» –από τα «προγράμματα διάσωσης» μέσω «θεσμικού δανεισμού» εκτός αγορών, το «κούρεμα» του χρέους με τη λεγόμενη «συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα», μέχρι τη δημιουργία χρηματοδοτικών «μηχανισμών» πιστωτικής «σταθερότητας» ή τη σχεδιαζόμενη «ευρωπαϊκή ενοποίηση και ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών»– εδράζονται σε ένα σταθερό άξονα πολιτικής: Τη λιτότητα, δηλαδή την υποτίμηση της εργασιακής δύναμης, τη βίαιη αναδιανομή εισοδήματος και εξουσίας υπέρ του κεφαλαίου, που εξαθλιώνει το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, βυθίζει την οικονομία στην ύφεση, εκτινάσσει το δημόσιο χρέος και αποσταθεροποιεί την πίστη.
Η ύφεση και η παρόξυνση της χρηματοπιστωτικής στενότητας υποτιμούν περαιτέρω την εργασιακή δύναμη και μειώνουν τη διαπραγματευτική ικανότητα των εργαζομένων, μέσα από τις συνθήκες ανεργίας και ανασφάλειας που δημιουργούν, παρέχουν «επιχειρήματα» στις πολιτικές «ιδιωτικοποιήσεων» (δηλαδή στην επέκταση των σφαιρών τοποθέτησης και κερδοφορίας του ιδιωτικού κεφαλαίου και στην υφαρπαγή των δημόσιων αγαθών),
ψαλιδίζουν ή και εξαλείφουν τα δίκτυα και τους μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας και τον «κοινωνικό μισθό».
Επιχειρείται έτσι να «κατασκευαστεί» ένας νέος τύπος Ευρωπαίου εργαζόμενου, με χαμηλό μισθό, ελαστικές συνθήκες εργασίας, μηδαμινά δικαιώματα, ελάχιστη δυνατότητα διαπραγμάτευσης απέναντι στην εργοδοσία. Πρόκειται για μια στρατηγική στόχευση των κυρίαρχων τάξεων, μια ταξική στρατηγική μακρού
βεληνεκούς, η οποία μάλιστα δεν περιορίζεται στις χώρες της ΖτΕ (η Βρετανία αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα γι’ αυτό), αν και στη ΖτΕ η στρατηγική αυτή διαθέτει ένα όπλο ιδιαίτερα προηγμένης (πολιτικής) τεχνολογίας: τη «μόλις και μετά βίας» ελέγξιμη κρίση δημόσιου χρέους και τη χρηματοπιστωτική αναξιοπιστία (insolvency).
Είναι λοιπόν αλήθεια ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και κυρίως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αρνούνται πεισματικά να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για τον αποφασιστικό περιορισμό
των επιπτώσεων της κρίσης (π.χ. έκδοση ομολόγων αλλά και έντοκων γραμματίων της ΕΚΤ, η οποία θα μπορούσε να εγγυηθεί το δημόσιο χρέος όλων των χωρών-μελών και να το μετατρέψει σε ευρωπαϊκό χρέος). Είναι όμως λάθος να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για μια «ανορθολογική» πολιτική. Διότι ο δραστικός έλεγχος των επιπτώσεων της κρίσης θα έθετε σε μερική έστω αχρηστία το «όπλο προηγμένης (πολιτικής) τεχνολογίας», το σοκ και δέος που δυνητικά προκαλεί στους εργαζομένους το «φάσμα της χρεοκοπίας». Θα δημιουργούνταν τότε «ηθικός κίνδυνος»
(moral hazard), δηλαδή κίνδυνος παρέκκλισης από τη λιτότητα και τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση, καθώς οι εργαζόμενοι θα σήκωναν ευκολότερα κεφάλι. Από ταξική σκοπιά, αυτό ακριβώς
θα αποτελούσε «ανορθολογική πολιτική» για το κεφάλαιο, το οποίο έχει εκλάβει την κρίση ως «ευκαιρία» για να τσακίσει τις
κατακτήσεις και τις αντιστάσεις της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Το να συζητάμε για «ανορθολογικές πολιτικές» χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη το ταξικό κριτήριο ισοδυναμεί με το να υιοθετούμε μια «κεντρώα» πολιτική σκοπιά, σύμφωνα με την οποία το γενικώς ορθό(λογικό) ταυτίζεται με τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου αδιακρίτως, της «οικονομίας» κ.ο.κ.
Τι μπορούμε λοιπόν να αναμένουμε κατά το επόμενο διάστημα, για να μείνει η κρίση χρέους σε «οριακό σημείο» και να συνεχίζεται η νεοφιλελεύθερη αντιδραστική αναδιάρθρωση, η διαδικασία κατασκευής του «λευκού Κινέζου» εργαζόμενου στην Ευρώπη; Πληθώρα μέτρων και «καινοτομιών», όπως η «τραπε-
ζική ένωση», μηχανισμοί αγοράς κρατικού χρέους χωρών-μελών της ΖτΕ από τη δευτερογενή αγορά, συνεχείς αναδιαρθρώσεις δημόσιου και ιδιωτικού χρέους («κούρεμα», επιμήκυνση, μείωση επιτοκίων κ.ο.κ., συνδυασμοί όλων αυτών). Η αποχρέωση, δηλαδή η σταδιακή διαγραφή χρέους, θα αποτελεί βασικό στοι-
χείο αυτής της διαδικασίας. Και αυτό δείχνει ότι το βασικό επίδικο της κρίσης δεν είναι ούτε οι δανειστές-δανειζόμενοι ούτε ο Βορράς-Νότος. Είναι η αντίθεση κεφάλαιο-εργασία!
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, υπάρχει διέξοδος; Προφανώς!
Η διέξοδος για τις δυνάμεις της εργασίας είναι αγώνας για την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού και των κοινωνικών συνθηκών που τον γεννούν. Αγώνας ταυτόχρονα «από κάτω» (κινήματα, διεκδικήσεις, αυτο-οργάνωση, αλληλεγγύη) και από «τα πάνω» (διεκδίκηση της κυβέρνησης από την Αριστερά).
Οι επερχόμενες εκλογές είναι η πλησιέστερη χρονικά μεγάλη ευκαιρία. Θα την αφήσουμε να πάει χαμένη;
*υποψήφιος ευρωβουλευτής-Επικεφαλής Οικονομικής Πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ,
καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας Ε.Μ.Π..