Από τα πιο ευγενικά συναισθήματα είναι και αυτά που νιώθει κανείς μέσα του όταν επισκέπτεται σε νοσοκομείο έναν άρρωστο φίλο, ένα γνωστό ή ένα δικό του άνθρωπο. Μια τέτοια επίσκεψη έκανε ο κυρ Τάσος, λίγες μέρες πριν το Πάσχα, σ’ ένα φίλο του που νοσηλεύεται σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Τούτη τη φορά βρήκε το φίλο του πολύ χαρούμενο, υπερβολικά ίσως.
Δεν είχαν περάσει ούτε δύο εβδομάδες από την πρώτη του επίσκεψη στο φίλο του, μετά τη χειρουργική επέμβαση που είχε κάνει. Θυμάται τότε το χλωμό του πρόσωπο που προσπαθούσε να εκφράσει τις ευχαριστίες του, έστω με κάποιο του χαμόγελο που δεν έβγαινε. Τον έβλεπε αμέτοχο, σιωπηλό.
-Σήμερα σε βλέπω χαρούμενο, ή κάνω λάθος; ρώτησε τον φίλο του ο κυρ Τάσος.
-Όχι, δεν κάνεις κανένα λάθος, του απάντησε ο ασθενής φίλος του, σχεδόν καθισμένος στο κρεβάτι του.
Ήταν αισιόδοξος. Φαινόταν με την πρώτη ματιά.
-Συμβαίνει κάτι πολύ ευχάριστο για μένα, πολύ συναρπαστικό θα έλεγα, συνέχισε ο φίλος του με τον ίδιο ενθουσιασμό.
Έτσι, με τον τρόπο του, ο ασθενής φίλος, τον παρέσυρε. Άρχισε κι αυτός να νιώθει τώρα σαν σε επίσκεψη σε ονομαστική γιορτή, παρά τα συνταρακτικά που άκουγε.
Ανέφερε ο φίλος του, ότι ένα ιατρικό team με συμμετοχή καθηγητών, μετά από ανταλλαγή απόψεων και λεπτομερή έλεγχο των τελευταίων του εξετάσεων, του ανακοίνωσαν με σιγουριά και αισιοδοξία: «Είσαι κοντά στα εξήντα σου χρόνια. Έχεις το ελάχιστο άλλα είκοσι χρόνια ζωής, όπως και οι περισσότεροι από εμάς. Δεν υπάρχει λόγος πια να ανησυχείς. Τώρα θα πρέπει να είσαι ευχαριστημένος.» Ήταν η πρώτη φορά που τους έβλεπε χαρούμενους. Του είπαν: «Όλα τα προηγούμενα που αναφέρθηκαν ξέχασέ τα. Ήταν μία σπάνια περίπτωση, γι’ αυτό και η διάγνωση αποδείχτηκε πλήρως λανθασμένη. Δε σου χρειάζονται τώρα πια άλλες λεπτομέρειες». Όλα αυτά τα συνταρακτικά είχαν συμβεί μόλις λίγο πριν την επίσκεψη του κυρ Τάσου.
-Τι σου είναι ο άνθρωπος, ανεκτίμητε φίλε μου! Πριν μια βδομάδα, από τις χαμηλόφωνες συζητήσεις των γιατρών πίστεψα, με βεβαιότητα πια, ότι μου έμειναν λίγες μέρες ζωής ακόμη. Τις υπολόγιζα εγώ, το πολύ είκοσι μέρες. Τα παρακάτω που θα σου διηγηθώ θέλω να τα ακούσεις χωρίς καμία συγκίνηση. Μου το υπόσχεσαι; Αυτές τις είκοσι μέρες μου, λοιπόν, που μου έμειναν, ήθελα να τις ρουφήξω, την κάθε μια μέρα μου χωριστά. Να μη μου φύγει ούτε λεπτό χωρίς να το γευτώ. Στις αμέσως επόμενες μέρες μου, χώρισα τις ώρες μου σε τριαντάλεπτα για να χορτάσω την κάθε στιγμή μου.
Τις καλύτερες στιγμές της ζωής του τις ζούσε για άλλη μια φορά. Ορισμένες μάλιστα, ήταν σημαντικές, που δεν τις είχε αξιολογήσει τότε όσο θα έπρεπε. Σήμερα τις ζει στις σωστές τους διαστάσεις.
Ο κυρ Τάσος έβλεπε τα δάκρυα από τα μάτια του φίλου του να τρέχουν σαν από βρύση, λες και δεν ήταν δικά του. Κανένα κλάμα, καμία συγκίνηση στη φωνή του, στη διήγησή του.
-Σήμερα το πρωί, συνέχισε με την ίδια σταθερή φωνή, την κάθε ώρα μου τη χώρισα σε κάθε μου λεπτό. Κάποια στιγμή ένιωσα τέτοια ένταση μέσα μου, πώς να στο πω, όπως νιώθουμε το τελευταίο λεπτό παρακολουθώντας την Εθνική μας στο μπάσκετ σε στιγμές ισοπαλίας.
Αυτές τις οκτώ προηγούμενες μέρες του, τις έζησε, τις γεύτηκε όσο οκτώ μήνες έντονους των περασμένων χρόνων της ζωής του.
-Το γνωρίζεις, εσύ, φίλε μου κυρ Τάσο, σε λίγες μέρες μπαίνω στα εξήντα μου χρόνια. Οι φίλοι μου, εσείς όλοι, είστε πολλοί μεγαλύτεροι από μένα. Ο Λάζος εβδομήντα πέντε, ο Γιάννης ογδόντα τρία, ο κυρ Θανάσης ογδόντα επτά. Θυμάσαι που μου λέγατε: «Εσύ είσαι αρκετά νεότερος από μας. Έχεις τουλάχιστον άλλα είκοσι χρόνια μπροστά σου; Τα έβλεπα λίγα τα χρόνια που μου δίνατε. Αυτό δε σου το είπα ποτέ. Σήμερα οι γιατροί, μετά την περιπέτειά μου αυτή, μου ανακοίνωσαν τον ίδιο χρόνο ζωής – είκοσι χρόνια μου είπαν. Θεέ μου, είπα μόλις έμεινα μόνος! Είκοσι χρόνια ακόμα θα ζήσω; Μου φάνηκε τώρα πολύς ο χρόνος. Δεν το πιστεύω ακόμα… Μια ολόκληρη ζωή.
Φεύγοντας, σηκώθηκε όρθιος ο ασθενής. Ευχές για καλό Πάσχα. Αγκαλιάστηκαν όπως δυο φίλοι από καρδιάς. Μοιραστήκανε μαζί τη χαρά του. Τη χαρά του νεότερου φίλου τους… Τέτοιες χαρές, λίγες παίρνεις από τη ζωή.
Στο δρόμο της επιστροφής, αποχαιρέτησε τη Θεσσαλονίκη, τη φιλόξενη και αγαπημένη πόλη των παιδικών και εφηβικών του χρόνων, χωρίς γονείς, οικότροφος στο Παπάφειο ορφανοτροφείο. Εκεί που ένοιωσε για πρώτη του φορά της στοργής το άγγισμα. Το σπίτι εκείνο που αγκάλιαζε χιλιάδες απροστάτευτα ορφανά, τα δύσκολα εκείνα χρόνια μετά την Κατοχή. Εκεί τους δόθηκε η πληρέστερη θεωρητική και επαγγελματική κατάρτιση στην τέχνη της επιλογής τους. Έγιναν χρήσιμοι πολίτες στην κοινωνία. Τώρα δε λειτουργεί σχεδόν πια το Παπάφειο… Τι κρίμα… Τι πίκρα για μας… Ήταν το σπίτι που μας μεγάλωσε…
Η επιλογή του λεωφορείου για τη μετάβαση και την επιστροφή του από τη Θεσσαλονίκη ήταν σκόπιμη. Ιδανική διαδρομή για περισυλλογή με εναλλαγές τοπίου χωρίς έγνοια οδήγησης. Παρόλα αυτά, κυριαρχούσαν στο μυαλό του τα καλά νέα του νεότερου φίλου τους. Σκέφτεται:
Μεγάλη κατάκτηση, σαν θαύμα θα έλεγε κανείς, η σοφία που χαρίζει η ίδια η ζωή στον άνθρωπο. Τι ωραίο συναίσθημα η φιλία, οι ανθρώπινες σχέσεις, η αλληλεγγύη, το αληθινό νιάξιμο με προσφορά στο συνάνθρωπό μας! Τις περισσότερες φορές γεννιέται ο άνθρωπος με το συναίσθημα αυτό. Σπάνια το αποκτά στη διαδρομή της ζωής του. «Το συναίσθημα αυτό προηγείται, οι όποιες φιλοδοξίες μας έπονται», έλεγε χαρακτηριστικά στο ‘‘Θείο Βάνια’’ ο μεγάλος Ρώσος θεατρικός συγγραφέας Άντον Τσέχωφ, αυτό που έκανε και ο ίδιος τρόπο ζωής του. Άρρωστος, με την ιδιότητα του γιατρού, βρέθηκε στη μακρινή Σαχαλίνη, το νησί κάτεργο, στο προσκέφαλο των χωρικών, που τους θέριζε η χολέρα.
Και ο τόπος μας, ο τόπος αυτός που ζούμε, γέννησε τέτοιες προσωπικότητες. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον πατριωτισμό του Χαρισίου Τράντα, την αγάπη του για την Κοζάνη, την επιστροφή του από τη Ρωσία και τη θεμελίωση του Αι Νικόλα, που έκανε το 1664, τους μεγάλους ευεργέτες Κωνσταντίνο Δρίζη, Κωνσταντίνο Μαμάτσιο και τόσους άλλους. Η περπατησιά στο πέρασμά τους άφησε τα σημάδια της προσφοράς τους. Δίκαια στη συνείδησή μας – στη συνείδηση των επερχόμενων γενεών – στο πέρασμα του χρόνου θα μείνουν αναλλοίωτα.
Περικλής Ελευθεριάδης