Του Μιχάλη Πιτένη
Η έρευνα της εταιρείας Κάπα Research που διενεργήθηκε την περασμένη εβδομάδα για το Βήμα της Κυριακής, έδειξε πως το 60,6% των ερωτηθέντων πολιτών δηλώνουν ότι πρέπει να γίνουν απολύσεις στο Δημόσιο, ενώ αντίθετη άποψη έχει το 36%.
Αλήθεια, περίμενε κανείς κάτι διαφορετικό;
Τετριμμένο και χιλιοειπωμένο πως η κάθε δημοσκόπηση δεν είναι τίποτα άλλο από τη φωτογραφία μιας στιγμής, αλλά έχει σημασία ποια είναι η στιγμή και τι έχει προηγηθεί.
Ξεκινώντας απ΄ τη στιγμή, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως οι απολύσεις στο δημόσιο (ΕΡΤ, καθηγητές, σχολικοί φύλακες κ.α.) ήρθαν μετά την ουσιαστική κατάρρευση του ιδιωτικού τομέα της χώρας που οδήγησε στην ανεργία πάνω από ένα εκατομμύριο συμπολίτες μας. Όταν συνέβαινε το τελευταίο, απόρροια της οικονομικής κρίσης και της πολιτικής που υιοθετήθηκε για την αντιμετώπιση της, ελάχιστοι ασχολήθηκαν σοβαρά, είτε διότι δεν είχαν αντιληφθεί το μέγεθος του φαινομένου, είτε επειδή δεν είχαν τι να πουν ή να προτείνουν. Είχαν, όμως, πολλά να πουν για τις απολύσεις στο δημόσιο, οι οποίες δεν προβλήθηκαν απλώς ως απολύτως απαραίτητες αλλά συνδυάστηκαν και με τη δραματική θέση στην οποία είχαν περιέλθει οι εδώ και δύο, ή τρία χρόνια άνεργοι του ιδιωτικού τομέα. Φυσικά κανείς λογικός και εχέφρων άνθρωπος δεν θα μπορούσε να σκεφτεί πως με το να απολυθούν 5, 10 ακόμα και 50 χιλιάδες απ΄ το δημόσιο θα βοηθούσε σε κάτι τον ιδιωτικό τομέα. Άσε που υπάρχει και η ομολογία σχεδόν όλων των οικονομολόγων πως κάθε φορά που χάνει τη θέση του ένας δημόσιος υπάλληλος, χάνονται δύο θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Πρώτον επειδή ο απολυμένος σταματά να ξοδεύει και δεύτερον διότι διεκδικεί και ο ίδιος μια θέση εργασίας. Όλα αυτά βέβαια δεν πτόησαν συγκεκριμένη μερίδα πολιτικών, αλλά και διαμορφωτών της κοινής γνώμης (σ. σ. δημοσιογράφων και αρθρογράφων), από το να προσπαθήσουν να στηρίξουν το επιχείρημα τους για οριζόντιες και άνευ ξεκάθαρων κριτηρίων απολύσεις στο δημόσιο (σ. σ. το οποίο βεβαίως μακιγιάρισαν πλασάροντας το ως εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, κάτι που είναι απολύτως απαραίτητο και αναγκαίο) στις συντελεσμένες ήδη απολύσεις του ιδιωτικού τομέα, καταφεύγοντας στην απλουστευτική λογική, «γιατί να χάνουν τις δουλειές τους μόνο οι του ιδιωτικού τομέα και όχι και του δημοσίου;». Με τον κοινωνικό αυτοματισμό (σ. σ. το να στρέφεται δηλαδή μια επαγγελματική ή κοινωνική ομάδα εναντίον άλλης, ή άλλων) να μεγαλώνει διαρκώς μέσα στην ελληνική κοινωνία, το έργο τους αποδείχτηκε εύκολο και αποτελεσματικό, επηρεάζοντας ως ένα βαθμό το αποτέλεσμα της δημοσκόπησης.
Αυτά όμως σε ό,τι αφορά τη στιγμή, διότι θα πρέπει να δούμε και τι προηγήθηκε.
Σήμερα, είναι λογικό οι δημόσιοι υπάλληλοι να αισθάνονται ανασφάλεια για το εργασιακό τους μέλλον και να ανησυχούν ιδιαίτερα διότι νιώθουν πως δεν έχουν ούτε συμμάχους. Αυτό, αν είμαστε ειλικρινείς, δεν θα πρέπει να το διαπιστώνουν τώρα, λόγω της δημοσκόπησης, αλλά θα έπρεπε να ξέρουν πως ίσχυε εδώ και χρόνια. Και γι΄ αυτό δεν ευθύνονται, κυρίως, οι ίδιοι.
Παρότι είναι ανθρωπίνως δύσκολο στη σημερινή συγκυρία να δει κανείς ψύχραιμα προς τα πίσω και να κάνει την αυτοκριτική του, εν τούτοις όλοι γνωρίζουμε πως ο δημόσιος τομέας με την εν γένει λειτουργία και συμπεριφορά του εδώ και χρόνια δεν αδίκησε απλώς τον εαυτό του, αλλά ταλαιπώρησε και τον άλλο βασικό τομέα της ελληνικής κοινωνίας, τον ιδιωτικό. Από τον αγενή έως θυμωμένο τρόπο με τον οποίο υποδέχονταν και εξυπηρετούσαν πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι τους πολίτες που επισκέπτονταν την υπηρεσία τους, μέχρι την ταλαιπωρία που υφίσταντο ο κάθε ιδιώτης που ήθελε να κάνει κάποια επένδυση (σ.σ. όχι μόνο λόγω του δαιδαλώδους συστήματος μας αλλά και της συμπεριφοράς ορισμένων υπαλλήλων), τα παραδείγματα είναι πολλά. Όλα όμως οδηγούν σ΄ ένα συμπέρασμα. Ο δημόσιος τομέας εξ αιτίας των δικών του ενεργειών είχε χάσει εδώ και χρόνια τους συμμάχους του.
Δεν τους είχε χάσει βέβαια όλους. Το πολιτικό σύστημα, όλου του φάσματος, το χάιδευε και το κανάκευε, καθώς χάρη σ΄ αυτό λειτουργούσε και μ΄ αυτό επιβίωνε και το ίδιο. Ήρθε όμως η κρίση που έκοψε το γόρδιο δεσμό που ΄χε δημιουργηθεί μεταξύ δημοσίου τομέα και πολιτικού συστήματος και φτάσαμε πλέον ο ένας να προσπαθεί να βγάλει το μάτι του άλλου, με τον πρώτο να είναι προς το παρόν ο μεγάλος χαμένος. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως θα είναι και ο τελικός ηττημένος, γιατί ο δημόσιος τομέας μπορεί να ελπίζει σε μια ρεβάνς, αν επικρατήσουν αργά ή γρήγορα εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που υπόσχονται να τα επαναφέρουν όλα στην προτεραία μορφή. Όλα, όμως; Ακόμα και αυτά που θα έπρεπε να αλλάξουν;
Είναι δύσκολο να πάρεις αποφάσεις όταν το μαχαίρι είναι γυμνό και στραμμένο κατά πάνω σου. Αλλά όπως ο ιδιωτικός τομέας οφείλει να δει που και σε τι έφταιξε και ο ίδιος και έγινε το πρώτο μεγάλο θύμα της κρίσης, έτσι υποχρεούται να κάνει και ο δημόσιος που ήρθε πλέον η σειρά του. Όσο πιο γρήγορα αναγνωρίσει και τις δικές του ευθύνες, τόσο ευκολότερα θα οδηγηθεί και σε λύσεις. Θα καταφέρει να το κάνει, ή θα παραμείνει προσκολλημένος στις λογικές του παρελθόντος, ελπίζοντας, αδίκως, μ΄ αυτές για ένα καλύτερο μέλλον;