Κοινωνιολόγου Παντείου
Ένα ορεινό χωριό, άγονο και άκαρπο της “Μαύρης πέτρας” του Βερμίου στα όρια Πέλλας και Εορδαίας δίπλα στην Βεγορίτιδα λίμνη εγκατέλειψαν οι γηγενείς Κομανιώτες πριν από εκατόν πενήντα και πλέον χρόνια… Αφήνοντας την αλιεία όπως πιστοποιεί η έκφραση “ΤΖΙΠΚΙ ΕΨΑΧΝΕ” (το αγκίστρι έψαχνε) αλλά και το επίθετο “Ψαρράς”…
Με στόχο να γίνουν γεωργοί και κάτοχοι γης κατευθύνθηκαν για το τσιφλίκι αυτό των Μπέηδων του Τζουμά το οποίο πιθανό να διέθετε στις τάξεις του και κάποιο υπηρετικό εργατικό δυναμικό το οποίο συνενώθηκε αρμονικά στην νέα Κομανιώτικη κοινωνία που δημιουργήθηκε…
Με φόντο τον “Τυφλό” και το Σουλό ποταμό που διαμόρφωναν τα καταπράσινα τοπία της “Λευκής πεδιάδας” των “Λευκαδιών”, των “Πλατανιών”, του “Ντουμ Τσαες”, του “Κάε Τσαες”, κ.λπ.
Σ’ αυτή την πανέμορφη φαντασμαγορική αγροτική φύση κάποιος παλιός Κομανιώτης ονομάζονταν «ωραίος» ή «ευτυχισμένος», άλλος «χοντρός», «Λαχανάς», «τραυλός», «αριστερόχειρας», «κεφάτος», «μεθύστακας», κ.λπ.
Καθώς οι κτηνοτρόφοι και αλιείς Κομανιώτες δίπλα στα ψάρια της Βεγορίτιδας, την ούρδα, το ξινόγαλο, το “Κουτφάτς”, το “Κατσαμάκ”, προσέθεσαν στη διατροφή τους Λαγκίτες (πιτουλίτσες), «Γκιζλομίνες», “ουσάφ” (κομπόστα), ματζούνες, πελτέδες και το υπέροχο και νοστιμότατο ΡΟΥΣΟΥΝΤΙΑ!!!
Πιτσιρικάδες στις Αποκριές στα διάφορα συγγενικά σπίτια και στα πλαίσια του εθίμου των «συγχωρεμάτων» τρώγαμε μέχρι σκασμού “Μπλάγες” (Μπακλαβάδες), “Ιζμινίκ” (ρεβανί) και “κόρη Αλβά” (χαλβάς), πίνοντας πολλά ποτήρια νερό ξεδιψαστικό από τις κρυστάλλινες και γάργαρες πηγές της γειτονικής Ερμακιάς που όπως και η καρδιά λειτουργούσαν αλληλοσυμπληρωματικά εφοδιάζοντας τον Κόμανο και με πολλές νύφες. Στα Καρναβάλια και στην “Πεδιαδούλα” έπεφτε αληθινό ξύλο με χειρόβολα για τη χάρη και το μεγαλείο (υποτίθεται) μιας ωραίας κοπέλας η οποία για τον ανδρικό πληθυσμό συμβόλιζε μεταβατικά την ανανέωση της φύσης του…
Από τα παραποτάμια χωράφια του “Ασμακιού” όπως σημαίνει η ονομασία του και από την τοποθεσία “Ντούπκες” (τρύπες) κατευθύνω το κοπάδι μου στα Βοσκοτόπια της “Μέρα” της γειτονικής Καρδιάς που τρέμει νοερά λίγο πριν τον οριστικό αποχωρισμό της μητρικής και γενέθλιας γης…
Η Ανανέωση της φύσης επελαύνει διανθισμένη με νοστιμότατα σύκα από το κονάκι του Μπέη που πέρασε στα χέρια της Κοζανίτικης οικογένειας των Βαμβακάδων με Καρδιώτικες ρίζες…
Ύστερα από ένα απολαυστικό μπάνιο στο γειτονικό “Βυς” (φράγμα) του Σουλού ποταμού και ένα κύπελλο δροσιστικό νερό από την αγέρωχη και Ηρακλειώτικη “Γκλάβα Τσέσφα” (Κεφαλόβρυση). Στα μονοπάτια της ανακαλύπτω “καπίνες” γλυκύτατες (Βατόμουρα) και σαν αντιθετική γευστική απόλαυση συνεχίζω με “μπαϊάμες” (Αμύγδαλα) από τις ταπεινές δεντροστοιχίες του υπεραιωνόβιου “παππού” μας Αγίου Νικολάου…
Από τα “Μπαΐρια” (υψώματα) του Δημοτικού Σχολείου για χάρη των φίλων μου ξεκινώ ένα διαχρονικό φιλοσοφικό στοχασμό… αλλά εσπινόζα (όχι της Καλαμάτας) για την οδύσσεια των προσφυγοχωρίων του Βερμίου Σπηλιάς, Φτελώνα, Εξοχής…
Η αναγέννηση της φύσης με βρίσκει στην τοποθεσία “Η Μανασίτσα” και στον δρόμο της Αρχόντισσας ή Βοϊδάνας με προορισμό την Χαραυγή ή Αμύγδαλα ή Τζουμά ή Παρασκευή, το ιστορικό παραδοσιακό, προσφυγικό κεφαλοχώρι της Ανατολικής Εορδαίας…
Στα χείλη μου το υπέροχο τρυφερό άσμα του Γιάννη Πουλόπουλου που πάει ασορτί ανοιξιάτικα με την Βουκολική, μαγευτική φύση…
«Από έρωτα πεθαίνουν τα πουλιά…».