Τις αποκρατικοποιήσεις των ΤΡΑΙΝΟΣΕ, Rosco και ΟΛΠ συζητά την ερχόμενη Πέμπτη το διοικητικό συμβούλιο του Ταμείου Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου. Σε ό,τι αφορά την ΤΡΑΙΝΟΣΕ και τη Rosco, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου καλούνται να εγκρίνουν τις συμβάσεις πώλησης των εταιρειών. Οι συμβάσεις θα παραδοθούν στους ενδιαφερομένους, προκειμένου οι ίδιοι να υποβάλουν τις δεσμευτικές τους προσφορές. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, αναμένεται να γίνει μέσα σε περίπου δύο με τρεις μήνες.
Η μεγάλη καθυστέρηση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι το ΤΑΙΠΕΔ, σε συνεργασία με τις προς αποκρατικοποίηση εταιρείες, αλλά και τον όμιλο ΟΣΕ και το ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να προχωρήσουν στην υπογραφή των συμβάσεων που θα διέπουν τις σχέσεις των εμπλεκομένων πλευρών. Για παράδειγμα, η παραχώρηση του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας από τον ΟΣΕ στην ΤΡΑΙΝΟΣΕ, μέχρι σήμερα γινόταν σ’ ένα πλαίσιο «χαλαρών» σχέσεων εντός ενός ομίλου.
Στο μέλλον οι δύο εταιρείες θα έχουν διαφορετικούς μετόχους και οι σχέσεις αυτές απαιτούν ένα συμβατικό πλαίσιο. Το ίδιο ισχύει για τους όρους συντήρησης του τροχαίου υλικού από τη Rosco για λογαριασμό της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, αλλά και τους όρους μίσθωσης από την ΤΡΑΙΝΟΣΕ του τροχαίου υλικού που έχει στην κατοχή του το ελληνικό Δημόσιο. Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, το ΤΑΙΠΕΔ πρέπει να προχωρήσει σε λεπτομερή καταγραφή του τροχαίου υλικού -και κυρίως σε τι κατάσταση βρίσκεται- το οποίο νομικά αλλά και λογιστικά έχει επιστρέψει ο όμιλος ΟΣΕ στο ελληνικό Δημόσιο, ως μέρος της επιστροφής κρατικών ενισχύσεων που είχε λάβει ο όμιλος ΟΣΕ στο παρελθόν.
Η διοίκηση του ΤΑΙΠΕΔ αναφέρει ότι το ενδιαφέρον των Ρώσων (Rossiyskie Zhelenye Dorogi -RZD) παραμένει ζωηρό, τόσο για τις προς αποκρατικοποίηση εταιρείες που ανήκαν στον όμιλο ΟΣΕ, αλλά και το λιμάνι του ΟΛΘ. Σύμφωνα με τα στελέχη του Ταμείου, ο συνδυασμός των δύο αυτών περιουσιακών στοιχείων μπορεί να δημιουργήσει σημαντικές νέες ευκαιρίες και δυνατότητες ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο. Ωστόσο η αποκρατικοποίηση του ΟΛΘ, για την οποία έχει επίσης εκδηλωθεί ισχυρό ρωσικό ενδιαφέρον, έχει κολλήσει στα γρανάζια των πολιτικών αποφάσεων και κυρίως στις αντιδράσεις του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Ευ. Βενιζέλου.
Το μέλλον, όμως, της ΤΡΑΙΝΟΣΕ δεν είναι συνυφασμένο μόνο με το ομολογουμένως ζωηρό ενδιαφέρον των Ρώσων. Τα στελέχη του ΤΑΙΠΕΔ εκφράζουν την πεποίθησή τους ότι δεσμευτική προσφορά θα υπάρξει και από τους Γάλλους της SCNF.
Σε ό,τι αφορά την αποκρατικοποίηση του ΟΛΠ, το Δ.Σ. του ΤΑΙΠΕΔ αναμένεται να κοιτάξει εκ νέου αύριο Πέμπτη τη πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Ωστόσο οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν μετά την ακρόαση της διοίκησης του ΤΑΙΠΕΔ στη Βουλή, η οποία αναμένεται να λάβει χώρα την ερχόμενη εβδομάδα. Εκεί, η διοίκηση του Ταμείου θα πρέπει να υποστηρίξει με επιχειρήματα, γιατί θα πρέπει να προχωρήσει η πώληση του ΟΛΠ μέσω διάθεσης μετοχών και όχι μέσω συμβάσεων παραχώρησης επιμέρους δραστηριοτήτων του οργανισμού (π.χ. λιμάνι κρουαζιέρας, προβλήτας Ι κ.λπ.) που ευαγγελίζεται κυρίως το ΠΑΣΟΚ. Ακόμη το ΤΑΙΠΕΔ εκτιμάται ότι θα προτείνει στη Βουλή να εγκριθεί η πώληση του 67% των μετοχών του ΟΛΠ, έτσι ώστε το ελληνικό Δημόσιο να παραμείνει μέτοχος του 7% στον Οργανισμό.
Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, η αποκρατικοποίηση του ΟΛΠ προκρίνεται με την προϋπόθεση ότι δεν υφίσταται πλέον ο φιλικός διακανονισμός μεταξύ ΟΛΠ και Cosco. Από τη στιγμή που η συμφωνία δεν έλαβε τις εγκρίσεις επί των προαιρέσεων της συμφωνίας (π.χ. έγκριση από την Κομισιόν, ψήφισή της από την ελληνική Βουλή, επιτροπές ανταγωνισμού), η συμφωνία θεωρείται κενό γράμμα, τόσο για την αγορά, όσο και για το ΤΑΙΠΕΔ που προωθεί την αποκρατικοποίηση του οργανισμού.
Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι η Κομισιόν αντέδρασε κυρίως στην κατάργηση του ελάχιστου εγγυημένου τιμήματος που επεδίωκε η Cosco μέσω του φιλικού διακανονισμού και λιγότερο στο ενδεχόμενο απόκτησης δεσπόζουσας θέσης της εταιρείας, με το να περιέλθει στον έλεγχο της και ο προβλήτας ΙΙΙ. Σύμφωνα με πληροφορίες, το ελάχιστο εγγυημένο τίμημα ήταν εκείνο που το 2008 έδιωξε πολλούς ενδιαφερομένους για τη σύμβαση παραχώρησης του προβλήτα ΙΙ, και ως συνέπεια, μια αλλαγή του συγκεκριμένου όρου, μπορούσε να κριθεί ως κρατική ενίσχυση της Rosco.