Του Μωυσιάδη Παναγιώτη
Πατρίδα αλησμόνητη κι αξέχαστη πατρίδα
Όσα τραγούδια κι αν σου πω δεν χάνεται
η πίκρα.
Σ’ αλάνες βρήκαν θαλπωρή μέτοικοι ξεχασμένοι,
γι’ αυτούς ποτέ δεν άνοιξε μια πόρτα
κλειδωμένη!
Σε δρόμους απαλαργινούς ένα καράβι ψάχνουν,
της ξενιτιάς το δίστρατο δεν μπόρεσαν για να ‘βρουν.
Τις εκκλησιές τις έρημες σκεπάσανε τ’ αστέρια
κι απ’ τις εικόνες ξέμειναν δυο πληγωμένα χέρια.
Και ‘κει στα παραθύρια τους δε ψάλλουν
οι αγγέλοι ,
ψάλλουν αγέρας κι η βροχή στην γκρεμισμένη στέγη.
Στων ιερών τα ιερά , χάθηκε το λιβάνι,
κ’ έγιναν φάτνη των αμνών ,των ζωντανών
το χάνι.
Ο λογισμός απλάνευτος κι αλησμονιά μεγάλη ,
και του ονείρου τα φτερά δεν άνοιξαν και πάλι .