Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ Πάρις Κουκουλόπουλος, βουλευτής της Π.Ε. Κοζάνης, όταν του ζητήθηκε από δημοσιογράφους να σχολιάσει το θέμα της επιβολής του εισιτηρίου των 25 ευρώ στα νοσοκομεία, τόνισε τα εξής:
« Είναι πλέον γνωστό και αναμφισβήτητο πως οι εξαιρετικές μας επιδόσεις στους δημοσιονομικούς στόχους μας οδήγησαν σε πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό μας επιτρέπει να πατάμε σταθερά στα πόδια μας και με μεγαλύτερη σιγουριά και άρα θα πρέπει εκείνα που θα μας χαρακτηρίζουν ως Κυβέρνηση να είναι η σοβαρότητα, η ηρεμία και η σταθερότητα σε ό,τι κάνουμε.
Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο ο Υπουργός Υγείας χειρίστηκε το θέμα των 25 ευρώ ήταν λανθασμένος και δυστυχώς είχε μια αύρα αποσπασματικότητας και νευρικότητας.
Ακόμα και αυτοί που στο χώρο της υγείας συμφωνούν με το 25ευρω έχουν μείνει άναυδοι από το γεγονός ότι η υπουργική απόφαση δεν εξαιρούσε με σαφήνεια μία σειρά ασθενών όπως είναι, για παράδειγμα, οι νεφροπαθείς και οι καρδιοπαθείς που υποχρεωτικά κάνουν πολύ συχνά εισαγωγές στα νοσοκομεία. Όπως, επίσης, τους ανασφάλιστους, τους ανθρώπους που παίρνουν κοινωνικό τιμολόγιο από τη ΔΕΗ κ.α. Όλες αυτές οι κατηγορίες των συνανθρώπων μας θα μπορούσαν να έχουν ήδη κάρτα ελευθέρας, εάν βεβαίως είχαμε μία καλά δουλεμένη διάταξη.
Το ΠΑΣΟΚ από τον Οκτώβρη μήνα σε επίσημη συνάντηση με τον Υπουργό Υγείας είχε βάλει το ζήτημα ότι η διάταξη όπως είχε ψηφιστεί δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί. Έπρεπε να κάνει τροπολογία και να υπάρξει σοβαρή προετοιμασία κι όχι βέβαια να πάει σε κατεπείγουσα εγκύκλιο στις 31 Δεκεμβρίου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ό,τι δημιουργήθηκε σε όλα τα νοσοκομεία. Τώρα, καταθέτουμε τροπολογία, η οποία δεν μπορεί να είναι άλλη, παρά η αναστολή του μέτρου για να μπει, όπου μπει κι όπως μπει, στοχευμένα και όχι επί δικαίων και αδίκων. Έτσι πιστεύουμε πως θα πρέπει να λειτουργήσουμε και όχι να αναγκάζεται ο Υπουργός να βγαίνει διαρκώς στις τηλεοράσεις κάνοντας διορθωτικές ανακοινώσεις και εξαιρώντας πότε τη μία και πότε την άλλη κατηγορία πολιτών.
Αυτός ο τρόπος λειτουργίας θέτει εκ των πραγμάτων ένα πολιτικό ζήτημα λειτουργίας της κυβέρνησης, το οποίο για μας δεν είναι θέμα ¨διαγκωνισμού εντυπώσεων¨, αλλά ουσίας. Γι΄ αυτό θα πρέπει να συμφωνήσουμε σε ποια φάση ακριβώς είμαστε, ότι δηλαδή πατάμε πιο σίγουρα με το πλεόνασμα, και άρα θα πρέπει να λειτουργήσουμε με διαφορετικό τρόπο.
Όλοι αντιλαμβανόμαστε πως είναι μια εξαιρετικά δύσκολη άσκηση, το να απαντήσει κανείς από πού ξεκινάει όταν έχει στα χέρια του ένα πλεόνασμα, τα δύο τρίτα του οποίου μπορεί να τα κατανείμει. Τι θα τα κάνουμε, θα πάμε κάποια λεφτά στην ανάπτυξη; Θα τα πάμε όλα για αποκατάσταση αδικιών;
Πρέπει, όμως, οπωσδήποτε να ξεκινήσει αυτή η συζήτηση μέσα στο Κοινοβούλιο, που κατά τη γνώμη μου είναι μία από τις πιο σοβαρές συζητήσεις που έχει επιχειρήσει ποτέ τα τελευταία χρόνια η Βουλή, κι όχι μόνο τα χρόνια της κρίσης, η οποία θα αφορά το πως κατανέμεται αυτό το πλεόνασμα, με ένα τρόπο που δεν θα διασύρει το πολιτικό σύστημα και δεν θα το εμφανίσει ότι μοιράζει ξανά επιταγές χωρίς αντίκρισμα σαν αυτές που μοίραζε επί τριάντα χρόνια και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε».