Τα επιστολογράμματα αποτελούσαν πάντοτε για τους ιστορικούς σημαντικά ντοκουμέντα, αφού κατέγραφαν με σαφήνεια τα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα της κάθε εποχής .
Ο Γαβριηλίδης Γιάννης μετανάστευσε μετά το 1914 από τον Πόντο στη Γιάλτα της Κριμαίας και εξελίχθηκε σε πλοιοκτήτη και έμπορο προϊόντων από τις πόλεις της Κριμαίας στην Κωνσταντινούπολη ,Σμύρνη ,Αθήνα, Τεργέστη, Μασσαλία.
Το 1920 στέλνει ένα γράμμα μέσα στο οποίο καταθέτει τα βιώματα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα, που τον διακατέχουν εκείνη την αβέβαιη περίοδο, δύο χρόνια πριν την αποφράδα ημέρα του ξεριζωμού
Με το γράμμα αυτό προσπαθεί να πείσει την οικογένειά του να συνοδεύσει την γυναίκα του στην πόλη, από όπου θα τους παραλάβει, προκειμένου να εγκατασταθούν όλοι μαζί στην Ελλάδα.
Το περιεχόμενο του γράμματος αποκαλύπτει την αγωνία των Ελλήνων αστών, που δραστηριοποιούνταν στην μπολσεβίκικη Ρωσία και μετέφεραν τις δραστηριότητες τους στην Πόλη, που βρίσκονταν κάτω από την συμμαχική επιτροπεία.
Είχαν την μεγάλη αγωνία για την εξέλιξη του ελληνοτουρκικού πολέμου και διέβλεπαν το αδιέξοδό τέλος του αναζητώντας τρόπους διαφυγής από την τουρκική επικράτεια.
Ο Γιάννης Γαβριηλίδης με την επιστολή του αυτή ζητάει από τους γονείς του, που διαμένουν στο χωριό Καρμούτ της Αργυρούπολης του Πόντου και έχουν την κηδεμονία της γυναίκας του, να την συνοδεύσουν στην πόλη, προκειμένου να την πάρει μαζί του στη Γιάλτα.
Ομολογεί ότι δεν θέλει να ζήσει στην σκλαβωμένη πατρίδα του ,το Καρμούτ…
Όταν όμως θα τελειώσει ο πόλεμος ,λέει, και υπονοεί ότι θα νικήσει η Ελλάδα τότε ΄΄ όλη την Ρωσία να μου δώσουν δε μένω ΄΄
Είναι ο καταγεγραμμένος πόθος όλων των Ελλήνων για να ελευθερωθεί η Σμύρνη, η Πόλη και η Τραπεζούντα.
Στην επιστολή αυτή διαφαίνεται έντονα ο φόβος της τουρκικής λογοκρισίας και ο μεγάλος πόθος του πόντιου Οδυσσέα να συναντήσει το γρηγορότερο την Πηνελόπη του…
Δυστυχώς η συνάντηση αυτή δεν ήταν τυχερό να γίνει ποτέ
Τον Γιάννης Γαβριηλίδη τον σκότωσαν οι Τούρκοι στο επόμενο και τελευταίο ταξίδι που πραγματοποιούσε από την Γιάλτα της Κριμαίας στην Πόλη, με σκοπό να πάρει τη γυναίκα του Μαρία στη Γιάλτα.
Μόλις το καράβι του μπήκε στα τουρκικά νερά τον συνέλαβαν τούρκοι ναυτικοί και αφού σκότωσαν τα 12 μέλη του πληρώματος και τον ίδιο, το οδήγησαν στην Κωνσταντινούπολη και πήραν το εμπόρευμα, που αποτελούντων από χρυσό τοποθετημένο μέσα σε σαπούνια.
Η επιστολή αυτή ίσως να ήταν η τελευταία. Τη διέσωσε η γυναίκα του Μαρία και μου την εμπιστεύτηκε ο γιος της, Νίκος ΝικολαΪδης που ζει στη Φλώρινα.
Το γλωσσικό ιδίωμα του γράμματος έχει έναν σύνθετο λόγο με ποντιακές και ελληνικές λέξεις στην καθαρεύουσα.
Είναι πολύ χαρακτηριστικές οι επιστολόγραφες κοινότυπες εκφράσεις της εποχής, όπως το
΄΄ γλυκυτάτους και εγκαρδίους ασπασμούς .΄΄ καταγράφει ακόμα τον παροιμιώδη ποντιακό λόγο όπως το ΄΄Ο Θεός τα χαϊρλία να αξιών και ΄΄ το ποίσον μουράτ’ αβούτ’ ο κόσμον έν πολλά μικρός ΄΄σαν να διαισθανόταν το τραγικό τέλος του.
Γράμμα Γαβριηλίδη Ιωάννη του Γαβριήλ
προς την γυναίκα του Μαρία Κωνσταντίνου Λαμπριανίδου.
Κωσταντινουπόλει τη 23η Μαΐου 1920.
Αγαπητή μου Μαρία, τους γλυκυτάτους, εγκαρδίους ασπασμούς μου. (Χαιρετίας εις χωρίον Καρμούτ.)
Μετά τους γλυκυτάτους ασπασμούς μου μάθετε ως περί ημών δόξα τω υψίστω Θεώ καλά είμαι. Μόνον τυραννίζομαι για εσάς.
Όσον και αν έγραψα τον πατέρα και τον παρακάλεσα να σας φέρει, όμως αδιαφορεί ,δεν γνωρίζω τι το αίτιον.
Αυτήν την φοράν ήλθον εδώ με σκοπόν να τηλεγραφήσω να σας φέρει εδώ και από εδώ μαζί να πάμε ενωμένοι.
Τώρα από εδώ, επειδή τηλεγραφική συγκοινωνία δεν είναι, το γράμμα έως να έλθει θα χάσω το ταξίδι μου. Αν θα ημπορώ, θα περιμένω. Αλλά επειδή το εμπόρευμα το αγόρασα, πρέπει να πάγω. Αλλά έως 25 ημέρας εδώ θα είμαι, δεν θα φύγω. Παρακαλώ, άμα λάβετε την παρούσαν μου, να μου γράψετε τα της υγείας σας, ως ημπορεί να προκάνει το γράμμα σας.
Αλλά τώρα, καθώς ως έγραψα τον πατέρα, σας περιμένω…
Εάν ο πατέρας δεν έχει σκοπόν να σας φέρει ( και για ποίαν αιτίαν δεν σου φέρνει), ή εσύ δεν θέλεις να έρχεσαι, γράψε μου ,σε παρακαλώ, μην εντρέπεσαι από αυτό, εντροπή δεν είναι.
Εγώ με κάθε τρόπο θα προσπαθήσω να σε φέρει, επειδή η εργασία μου είναι εις την Γιάλταν και εκεί εσυνήθισα και εκεί ησυχάζω. Δια τούτο και συ μαζί μου πρέπει να είσαι εκεί.
Εάν ο πατέρα μ’ έως ένα μήνα ή το πολύ δύο μήνας ,ας λέγομε ,δεν σου φέρνει, τότε αναγκαζόμενος θα αφήσω την εργασία μου και θα έρχουμαι να σε πάρω και επιστρέψω.
Όμως εις τοιούτον βαθμόν δεν πρέπει να το αφήνουν.
Πιστεύω εις αυτό η μητέρα σου δεν θα αντισταθεί και καλύτερον έναν ημέραν εμπρός το θα έρχεσθε.
Εγώ για να έρχουμαι τώρα ‘ς σο Καρμούτ να ζώ , δεν θα έλθω.
Όμως ύστερα άμα και ησυχάσει ο κόσμος τότε την Ρωσίαν όλην να μου δίδουν δεν μένω.
Περί της εργασίας μου ,αν ερωτάς, πολύ λαμπρά είναι. Ας σο ήλπιζα πα καλύτερον έγινεν, Όμως δεν ηξεύρω τίνος τύχη ήτανε, τ’ εμόν ή τ’ εσόν και έτσι γλήγορα επροόδεψεν.
Δόξα τω Υψίστω Θεώ. Η εργασία μου εις την Γιάλταν εξακολουθά. Εδώ έφερα 1500 λίρας για το πράγμαν.
Είμαι σύντροφος με τον Τσακιρίδη του Ισαάκ τον γυναικάδελφον.
Τα κέρδη από τα κεφάλαιά μας είναι εξ’ ίσου,΄΄ ο Θεός τα χαϊρλία να αξιών’.΄΄
Η Κυριακή ,η Μαγδαληνή με τα τέκνα των ευρίσκονται εις την Καπαρτίγκα……….. εις δουλείαν 4 ώρες μακριά εις έναν φούρνον εργάζεται. Είναι καλά.
Εγώ εκεί έναν ημέραν δεν ημπορώ να ησυχάσω και οφέτος εγύρισα σχεδόν όλα τα πολιτείας της Ρωσίας, με ταξίδια μεταφοράν πραγμάτων από μίαν πολιτείαν εις άλλην πολιτείαν και ωφελήθηκα καλά.
Βολικά όμως ήλθεν η εργασία. Ναι και εγώ εκοπίασα, αλλά και από μένα και περισσότερον που πολεμούν (κοπιάζουν) πα πολλοί είναι, αλλά δεν τα καταφέρνουν.
Ο μόνος πόθος μου τώρα είναι να ανταμώσεις ‘με …
Και ποίσον μουράτ’ , αβούτ’ ο κόσμος έν πολλά μικρός…
Ευχόμενος δε εις τον Ύψιστον εντός μηνών να ανταμώνομεν.
Την μητέρα πες της να δώσει ευχές στους γείτονες και να τους πει τα καλά της υγείας μου.
Ο αγαπημένος σου Ιωάννης Γαβ. Γαβριηλίδης
Καλή νύχτα ,Μαρία μου, έκλεισαν τα μάτια μου ,θέλω να κοιμηθώ.!!!