Στον άνθρωπο όλα πρέπει να είναι ωραία: και το πρόσωπο, και το ντύσιμο, και η ψυχή, και οι σκέψεις. Άντον Τσέχωφ 1860-1904, Ρώσος συγγραφέας
Η ποντιακή καρδαρόμπα αποτελούσε στον Πόντο στοιχείο οικονομικής και κοινωνικής καταξίωσης.
Οι κοπέλες, που είχαν τη δυνατότητα να ντύνονται με ελαφρά και ποιοτικά ρούχα, που εισάγονταν από τις αγορές της Δύσης και της Ανατολής, γίνονταν αντικείμενα θαυμασμού και σχολιασμού.
Η γυναικεία καρδαρόμπα μέσα στις μικρές ντουλάπες της εποχής έκρυβε τα γιορτινά ρούχα ( τ’ αναλλαγάδια).
Σε κάθε γιορτή και κοινωνική εκδηλώση οι νέες της εποχής
Πλένονταν, βάφονταν, ( επλίσκουνταν κι αθίσκουνταν) ντύνονταν γιορτινά ( εφόρναν κι εσκεπάουσαν ) και έβγαιναν από το σπίτι .
Οι νέες, που φορούσαν ανάλαφρα και φωτεινά χρώματα, που ήταν πιο κομψά και τρέντυ ντυμένες, δέχονταν το θαυμασμό και τα κοπλιμέντα των άλλων .
Έπαιρναν συνήθως τον τίτλο της ντελικάτης ΄΄εμορφανάλλαχτης΄΄, ξεχωριστής λέξης, που προσέδιδε την χάρη και την ομορφιά στην γυναίκα της εποχής.
Συνήθως έλεγαν ‘ς σαν τον ήλιο λάμπει ( άμον τον ήλεν παρλαεύ) ή Έμορφος και πιτσιμλίσα, τα στράτας χαίρουνταν οντες πορπατεί.
Η εμορφανάλλαχτη΄΄ ήταν ντυμένη με λευκά και μεταξωτά
(σεβαϊα) ρούχα. Γι αυτό το δημοτικό τραγούδι μας την περιγράφει χαρακτηριστικά:
Άσπρα φορείς, άσπρα αναλλάει’ς, άσπρον η φορεσία σ’,
άσπρα τσιτσέκια ξύγουνταν ας σην πορπατεσία σ’.
Στην υγειά της εμορφανάλαχτης είναι αφιερωμένο το τραγούδι που ακολουθεί.
Εμορφανάλλαχτον
Εμορφανάλλαχτον αρνί μ’,
αγγέλ’κον η χτισιώνα σ’,
το καρδόπο μ’, το ερετίν,
εντόκες άμον φόνα.
Εμορφανάλλαχτον πουλί μ’,
τσιτσέκ’ κι αναλλαγάδ’ ιμ’,
‘ς σον ήλον ίνεσαι πλουμίν,
‘ς σ’ ομμάτoπα μ’ φεγγάρι.
Εμορφανάλλαχτον τσιτσέκ’
πη φιλεί ‘κι χορτάει ‘σε
π’ ελέπ’’σε ‘κι αναπάεται
κι άλλ’ ας σην ψύν ‘κ’ εβγάλ’ ‘σε.