Υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες η δημόσια έκθεση παύει να λειτουργεί ως επιτέλεση προβολής και μετατρέπεται σε χώρο αποκάλυψης εσωτερικών διεργασιών. Η συνέντευξη του Αλέξανδρου Λυκουρέζου στην κόρη του, Μαρία-Ελένη, αναδεικνύει μια τέτοια διαδικασία ψυχικής μορφοποίησης, όπου το άμορφο υλικό της σχέσης αποκτά γλώσσα και συγκινησιακή συνοχή. Ο θεατής παρακολουθεί μια πράξη επανασύνδεσης που εκτυλίσσεται δημόσια, απαλλαγμένη από την επίφαση συμφιλίωσης και την άμυνα της εξιδανίκευσης.
Ειδικότερα, η εν λόγω συνέντευξη λειτουργεί ως ψυχικό τεκμήριο μιας εσωτερικής διεργασίας που προϋπήρξε της δημόσιας στιγμής. Η αξία της έγκειται στη διαθεσιμότητα των δύο προσώπων να δώσουν λόγο σε ό,τι άλλοτε δεν μπορούσε να ειπωθεί και να επιτρέψουν στο παρελθόν να αποκτήσει μορφή μέσα από την επικοινωνία. Το εγχείρημα παραπέμπει σε μια συμβολική επανεγγραφή της σχέσης, μια αφήγηση που οργανώνει το ανολοκλήρωτο και το καθιστά ανεκτό.
Σε έναν πολιτισμό όπου οι γενεακοί ρόλοι σπάνια μετακινούνται, η εικόνα ενός πατέρα που επιλέγει να εκτεθεί απέναντι στην κόρη του με διάθεση απολογισμού αποκτά ιδιαίτερη ψυχική βαρύτητα. Ο Λυκουρέζος, πρόσωπο ταυτισμένο με τη δημόσια ισχύ, εμφανίζεται εδώ απαλλαγμένος από τον ρόλο του, έτοιμος να αναγνωρίσει απώλειες, παραλείψεις και συναισθηματικά χρέη. Η πράξη αυτή εκφράζει τη δυνατότητα ανάληψης ευθύνης, που κατά τον Winnicott (1965) συνιστά δείκτη ψυχικής ωρίμανσης και μαρτυρεί την ικανότητα συνύπαρξης αντιφατικών συναισθημάτων χωρίς διάσπαση.
Η στάση της Μαρία-Ελένης είναι προσωπική και βιωματική. Παρίσταται ως κόρη που φέρει στη σκηνή τη μνήμη ενός δεσμού δοκιμασμένου αλλά ανθεκτικού, εκφράζοντας την ανάγκη για κατανόηση ως τρόπο εσωτερικής αποκατάστασης. Μέσα από αυτή τη στάση διαμορφώνεται ένας χώρος ακρόασης και διαθεσιμότητας, όπου ο λόγος αποκτά θεραπευτική διάσταση και η ως τώρα απουσία μοιράσματος μετατρέπεται σε δυνατότητα επικοινωνίας.
Συνομιλίες τέτοιου είδους προϋποθέτουν ψυχικό μόχθο και εσωτερική ωριμότητα. Απαιτούν τη δύναμη να θυμάται κανείς χωρίς εκδίκηση και να αγγίζει τον πόνο χωρίς απαξίωση. Ο λόγος λειτουργεί ως πράξη αποκατάστασης του ψυχικού χώρου ανάμεσα στα πρόσωπα, προσφέροντας τη δυνατότητα επανόρθωσης μέσα από την επικοινωνία. Ο «αρκετά καλός» γονιός, κατά τον Winnicott (1965), είναι εκείνος που παρέχει επαρκές συναισθηματικό κράτημα ώστε το παιδί να αντέχει τις συγκρούσεις χωρίς να διαρρηγνύεται ο εσωτερικός του εαυτός. Η συνομιλία των Λυκουρέζων φαίνεται να κινείται σε αυτό το πεδίο, όπου η αναγνώριση της ατέλειας λειτουργεί ως προϋπόθεση της σχέσης και όχι ως ένδειξη αδυναμίας.
Η δημοσιότητα αυτής της σκηνής προσδίδει στη στιγμή ιδιαίτερη ένταση, καθώς το υπαρξιακό στοιχείο συνυφαίνεται με το πολιτισμικό βάρος της δημόσιας εικόνας. Σε μια εποχή επιτελεστικών αφηγήσεων, όπου η προσωπική εμπειρία συχνά εκτίθεται ως δημόσια επιτέλεση και η συγκίνηση μετατρέπεται σε θέαμα, η αυθεντικότητα μιας τέτοιας συνάντησης υπενθυμίζει ότι η επανένωση είναι διαδικασία ψυχικής ωρίμανσης και όχι θέαμα. Η σχέση διατηρείται μέσα από την αναγνώριση και η γενναιότητα αυτής της στιγμής βρίσκεται στη δυνατότητα να ειπωθεί κάτι αληθινό, επειδή έχει δημιουργηθεί ο ψυχικός χώρος για να ακουστεί.
Αναφερόμενη βιβλιογραφία:
Winnicott, D. W. (1965). The maturational processes and the facilitating environment: Studies in the theory of emotional development. London: The Hogarth Press.
Ολόκληρη η αναφερόμενη συνέντευξη:
*Αντώνης-Μάριος ΠαΠαγιώτης, e-κοδόμος.
Δόκιμος Ψυχολόγος / Υπό διαμόρφωση Ψυχοθεραπευτής – σε μακρά θεραπεία με την ακαδημαϊκή κοινότητα
Ο ίδιος, κινείται μεταξύ ετερόκλητων ακαδημαϊκών και επαγγελματικών πεδίων, με σταθερό προσανατολισμό στην ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία. Η εμπειρία του στον ανθρωπιστικό τομέα αποδεικνύεται μετασχηματιστική, ενώ η ενεργή του παρουσία στον χώρο της επικοινωνίας, του πολιτικού και ψηφιακού μάρκετινγκ συνεχίζει να τροφοδοτεί τις συνθετικές του αναζητήσεις. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν στις ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις των τεχνολογικά διαμεσολαβημένων αλληλεπιδράσεων.



































