Του Μιχάλη Πιτένη
Η κατάργηση της Δημοτικής αστυνομίας, με συνοπτικές διαδικασίες, επιβεβαίωσε για μια ακόμα φορά πως η ελληνική κεντρική διοίκηση, απ΄ όποιους και αν αποτελείται, θεωρεί ήσσονος σημασίας και αξίας το θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης και δεν πιστεύει στην αποκέντρωση αρμοδιοτήτων και πάνω απ΄ όλα εξουσίας.
Η διαχρονική αυτή πρακτική της κεντρικής διοίκησης για αποδυνάμωση της αυτοδιοίκησης οφείλεται στην αντίληψη της πως όσες περισσότερες αρμοδιότητες και εξουσίες κρατά για λογαριασμό της τόσο καλύτερα θα διασφαλίζει αλλά και θα ενδυναμώνει τη δική της θέση. Αντίληψη ξεπερασμένη, οπισθοδρομική και αντιδημοκρατική, την οποία όμως έχει υιοθετήσει και διαιωνίζει το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού προσωπικού που δρα σ΄ αυτό που ονομάζουμε κεντρική πολιτική σκηνή. Ακόμα και αυτό το προσωπικό που προέρχεται απ΄ την αυτοδιοίκηση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα πως την πρόσφατη κατάργηση της Δημοτικής Αστυνομίας υπερψήφισαν και μέλη της Βουλής που χρημάτισαν Δήμαρχοι και οφείλουν σ΄ αυτή τους τη θητεία τη μετέπειτα πολιτική τους καριέρα!
Η παραπάνω διαπίστωση είναι βέβαια η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη δείχνει πως ευθύνες για τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων και των εξουσιών της έχει και η ίδια η αυτοδιοίκηση.
Μπορεί σήμερα σύσσωμη να αντιδρά στην κατάργηση μιας χρήσιμης και απαραίτητης, όπως υποστηρίζει, υπηρεσίας της, αλλά στα χρόνια που αυτή λειτουργεί δεν φρόντισε να την αναπτύξει και να τη λειτουργήσει με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να καταξιωθεί και να αναγνωρισθεί απ΄ τους μοναδικούς ασφαλείς και αντικειμενικούς κριτές, τους πολίτες. Διότι απ΄ ό,τι φάνηκε τις μέρες αυτές που το θέμα ήταν στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, μπορεί οι περισσότεροι πολίτες να λυπήθηκαν επειδή κάποιοι συμπολίτες μας κινδυνεύουν να βρεθούν στο δρόμο, αλλά ίσως να μην αισθανθούν και τόσο την έλλειψη της Δημοτικής αστυνομίας, στο μέλλον. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε, ενδεχομένως, να συμβεί και με άλλες υπηρεσίες της αυτοδιοίκησης, για τον πολύ απλό λόγο πως ενώ υπάρχουν και είναι απολύτως χρήσιμες και αναγκαίες, αυτό ισχύει μόνο σε θεωρητικό και όχι σε πρακτικό επίπεδο. Και γι΄ αυτό δεν φταίνε σε καμιά περίπτωση οι πολίτες, ευθύνονται ως ένα βαθμό όσοι εργαζόμενοι τις στελεχώνουν, αλλά οι κύριοι υπεύθυνοι είναι οι αιρετοί που τις εποπτεύουν και τις διοικούν.
Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι απλός. Πάρα πολλοί απ΄ τους αιρετούς της αυτοδιοίκησης δεν έχουν, όχι όραμα, αλλά ούτε καν ξεκάθαρη εικόνα και γνώση του θεσμού που καλούνται να υπηρετήσουν, κατ΄ εντολή των ψηφοφόρων τους. Με μοναδικό εφόδιο τη φιλοδοξία τους (σ. σ. ή μήπως μωροφιλοδοξία;) «να ασκήσουν εξουσία», «να παρέμβουν στα κοινά» κ.ο.κ., αλλά χωρίς κανένα ξεκάθαρο σχέδιο στο μυαλό τους αντί να περιφρουρήσουν, αν μη τι άλλο, το κύρος και την αξία του θεσμού, τον απαξιώνουν τόσο με τις πράξεις όσο και με τις παραλείψεις τους.
Λέγεται ότι κάθε λαός έχει τους ηγέτες που του αξίζουν και αυτό προφανώς ισχύει σε όλα τα επίπεδα. Είναι όμως μια γενική παραδοχή που στην ουσία λειτουργεί υπέρ εκείνων που θέλοντας να διαιωνίσουν τη δική τους παρουσία, επιδιώκουν και πετυχαίνουν να φέρνουν τα πράγματα στα δικά τους μέτρα. Κλασικό παράδειγμα ο τοπικισμός τον οποίο καλλιεργούν και υποθάλπουν πολλοί τοπικοί «άρχοντες», οι οποίοι αδυνατώντας να αντιληφθούν και να αναμετρηθούν με τα μεγάλα (σ. σ. από τις μεγάλες προκλήσεις μέχρι τις μεγάλες ιδέες) έχουν αναγάγει σε έργο ζωής την εφεύρεση εχθρών και συνωμοσιών που επιβουλεύονται και εποφθαλμιούν το δίκιο και τον πλούτο του τόπου. Το ότι ο τόπος μπορεί να μην έχει καν πλούτο, ή δίκιο είναι μια άλλη ιστορία.
Έτσι όμως ένας θεσμός ιδιαίτερα σημαντικός και εξαιρετικά απαραίτητος και χρήσιμος στις μέρες της κρίσης, όπως είναι η αυτοδιοίκηση, μετράει απώλειες όχι μόνο γιατί η κεντρική διοίκηση φροντίζει και πάλι να τον αποψιλώνει, αλλά και διότι οι καθ΄ ύλην αρμόδιοι να τον υπερασπιστούν δεν φρόντισαν πρώτα να τον θωρακίσουν. Και αυτό θα συνέβαινε εφόσον αξιοποιούσαν όσο καλύτερα μπορούσαν κάθε αρμοδιότητα και υπηρεσία του.
Το να απειλούν πως θα παραιτηθούν στο παρά πέντε μιας ακόμα λεηλασίας της αυτοδιοίκησης, δεν είχε καμιά αξία καθώς με τις μέχρι τότε πράξεις τους, όχι όλοι αλλά πάρα πολλοί απ΄ αυτούς, είχαν παραιτηθεί εδώ και χρόνια απ΄ την πραγματική και ουσιαστική άσκηση των καθηκόντων τους. Κάτι που είχε απόλυτη ανάγκη τόσο ο θεσμός όσο και η κοινωνία.