Του Μιχάλη Πιτένη
«Η διάσωση της χώρας». Χιλιοπαιγμένη φράση, τόσο που φαίνεται να έχασε πια το πραγματικό της νόημα. Αν είχε ποτέ κάποιο νόημα καθώς ισχύει πάντα το ποιος λέει κάτι και όχι τι λέει. Και τη φράση, ατυχώς, την εισήγαγαν στην καθημερινότητα μας οι άνθρωποι που κατέχουν την εξουσία της λήψης απόφασης και της εφαρμογής της, που απέδειξαν πάμπολλες φορές πως δεν συνειδητοποίησαν ούτε οι ίδιοι τη βαρύτητα της. Πιθανότατα, λόγω πραγματικής αδυναμίας.
Το αποτέλεσμα όμως μετράει και όσο κρίνουμε με βάση αυτό, τόσο περισσότερο ανησυχούμε καθώς ελαττώνονται τα άγκιστρα που πιστεύαμε, ή απλώς ελπίζαμε, πως υπάρχουν για να μας κρατήσουν στα ήσυχα και ασφαλή νερά της επιβίωσης. Φυσικά, απέμειναν και κάποια ακόμα, αλλά πόσο και μέχρι πότε θα αντέξουν, πριν θρυμματιστούν και αυτά και βρεθούμε να πλέουμε ακυβέρνητοι στη φουρτουνιασμένη θάλασσα της απόλυτης αβεβαιότητας;
Η χώρα για να σωθεί και να βαδίσει, με αργά αλλά ασφαλή και σταθερά βήματα προς το μέλλον, χρειάζεται ένα νέο σύγχρονο και ριζοσπαστικό σχέδιο. Ένα σχέδιο που θα αλλάξει την ίδια την κοινωνία της. Ποιος έχει αντίρρηση επ΄ αυτού; Κανείς. Μόνο που η απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη είναι τεράστια και στις μέρες μας η πράξη πασχίζει να κρατηθεί δίπλα στην επιβίωση ως έννοια και ως αποτέλεσμα. Και όταν πασχίζεις να επιβιώσεις πώς και με ποιο τρόπο θα ρίξεις έστω και μια ματιά σε όσα είναι ακόμα σχέδια επί χάρτου; Το ξέρεις. Το παραδέχεσαι. Η θεωρία είναι το σκαλί στο οποίο πρέπει να πατήσεις πριν περάσεις στο επόμενο που είναι η πράξη και τα σχέδια αν δεν αποτυπωθούν στο χαρτί δεν θα οδηγήσουν ποτέ σε οικοδόμημα. Μόνο που αυτά ίσχυαν όταν χρόνος υπήρχε, πολύς ακόμα και για άσκοπο ξόδεμα, και όταν δεν ενοχλούσε το αμφιλεγόμενο αξιακό σύστημα εκείνων των λίγων που επιλέγονταν απ΄ τους πολλούς, με ελεύθερη, ή στοχεύοντας κάπου και επιδιώκοντας συγκεκριμένα ανταλλάγματα, βούληση, για να διοικήσουν και να οδηγήσουν το σκάφος πάνω στο οποίο όλοι ήμασταν επιβιβασμένοι.
Σήμερα βέβαια δεν μιλάμε απλώς για μια άλλη μέρα, αλλά για μια άλλη εποχή. Την εποχή που το αλλάζουμε έγινε ένα με το βουλιάζουμε και η φαντασίωση της μαγικής μεταμόρφωσης η μόνη και μοναδική κατευθυντήρια γραμμή όσων κρατούν το τιμόνι. Μια φαντασίωση που λέει πως το νέο, το καλό και σωστό εξ αρχής, θα γεννηθεί απ΄ τη στιγμιαία καταστροφή του παλιού. Ναι, μια στιγμή φτάνει για να συσσωρεύσεις συντρίμμια, αλλά οφείλεις να απαντήσεις και στο πιεστικό ερώτημα που θα καταλήξουν τελικά όλα αυτά. Στη θάλασσα; Είναι μια ιδέα, αλλά δεν είναι και η λύση. Εξάλλου, τα ανθρώπινα συντρίμμια επιπλέουν, δεν καταποντίζονται και αυτό είναι ένα πρόβλημα. Ένα πρόβλημα για όσους μένουν και θα μείνουν εδώ. Για όσους φύγουν, έχοντας τη δυνατότητα ενός εισιτηρίου πρώτης ή διακεκριμένης θέσης, φυσικά και δεν είναι. Είναι απλώς μια αναπόφευκτη απώλεια σ΄ αυτό που ονόμασαν δημοσιονομική προσαρμογή, για να αποφύγουν δραματικότερες φράσεις, που όμως θα απηχούσαν την αλήθεια. Μια αλήθεια που όσο και αν την καλύψεις με τα φτιασίδια αριθμών, προβλέψεων, στόχων και … επιτυχημένων ιστοριών, δεν είναι ότι θα δηλώνει παρούσα, αλλά πως θα αποκαλύπτει συνεχώς το άσχημο και αποκρουστικό πρόσωπο της. Το πρόσωπο μιας πραγματικής ανθρωποθυσίας στο βωμό της διάσωσης μιας χώρας, η οποία σε λίγο καιρό θα αναγκαστεί να βγει προς αναζήτηση νέων ενοίκων. Εφόσον υπάρχουν τέτοιοι, οι οποίοι θα αντέχουν και στην ιδέα πως ίσως θα πρέπει να συγκατοικήσουν με τα φαντάσματα των παλιών ενοίκων…