Στο σημερινό μου άρθρο θα ήθελα να αναδημοσιεύσω ένα άρθρο από το www.reel.gr (ένα από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά website της χώρας μας).
“Εγχώριες παραγωγές που με το ζόρι συμπληρώνουν τα 500 εισιτήρια, πρωτιές στο box- office με αριθμούς που θα προκαλούσαν κλαυσίγελο πριν μερικά χρόνια, θεατές που έχουν – εδώ και καιρό- αφήσει τη μαγεία του σινεμά για το εύκολο, δωρεάν home entertainment. Όλα τα παραπάνω, διαμορφώνουν το ζοφερό τοπίο του ελληνικού κινηματογράφου στις μέρες μας. Τουλάχιστον όμως, υπάρχουν ακόμα αρκετές αίθουσες στην Ελλάδα, ώστε να μπορέσει ο καθένας να ξεφύγει για περίπου δύο ώρες από την πραγματικότητα, χάρη στο μαγικό αυτό μέσο. Είπαμε ο καθένας; Συγχωρέστε μας, παρασυρθήκαμε. Δε μιλούσαμε για το φιλμικό σκηνικό στην Ελλάδα. Αναφερθήκαμε στο αντίστοιχο αθηναϊκό. Διότι, εκτός κλεινού άστεως και Θεσσαλονίκης υπάρχουν προβολείς των οποίων οι λάμπες έχουν σιγήσει εδώ και χρόνια, «παράθυρα στον κόσμο»(κατά τον Andre Bazin) που έχουν
σφιχτομανταλωθεί επ’αόριστον και φωτεινές επιγραφές που έχουν ξεθωριάσει – αντίθετα με την κινηματογραφική μνήμη των κατά τόπου κατοίκων.
Η πάσα αλήθεια είναι αυτή κι είναι λιτή, απέριττη και εκκωφαντική: μιλώντας για το σινεμά και τα προβλήματα του, εννοούμε, στην πραγματικότητα, μόνο αυτό των δύο μεγαλύτερων πόλεων. Αν κοιτάξουμε πιο ενδελεχώς, στην ουσία εξετάζουμε μόνο το αθηναϊκό σκηνικό, αφού ο ελλιπής αριθμός αιθουσών στη Θεσσαλονίκη σώζεται από τα Φεστιβάλ και τη δίψα των κατοίκων της συμπρωτεύουσας για καλό κινηματογράφο. Τι συμβαίνει όμως στην επαρχία και στα νησιά; Γιατί ο κάτοικος Γρεβενών, παραδείγματος χάρην, να μη μπορεί να δει μία ταινία στις αίθουσες;
Ποιος είναι ο λόγος που ένας κάτοικος Πτολεμαΐδας «τα βάζει κάτω» για να δει αν βγαίνει οικονομικά ώστε να ταξιδέψει 30 χιλιόμετρα για να παρακολουθήσει μία – ενδεχομένως – καλή ταινία;
Πέρα από την εγκληματική αμέλεια της πολιτείας όμως – που, μη γελιόμαστε, δείχνει την ίδια αδιαφορία και για τον κινηματογράφο στην πρωτεύουσα- ίσως φταίει και η λογική που έχουν αναπτύξει οι «προνομιούχοι»: πως οι αστοί, έχουν μεγαλύτερες πολιτισμικές ανάγκες από τους επαρχιώτες.
Κι όμως. Κατά την περίοδο της «χρυσής εποχής» του ελληνικού κινηματογράφου μεταξύ ’60 και μέσα ’70, ο πληθυσμός της επαρχίας ήταν αυτός που συνέβαλε τα μέγιστα στην ενίσχυση της κινηματογραφικής παραγωγής, ενδυναμώνοντας εν γένει την ελληνική σινεματική εμπειρία, βοηθώντας παράλληλα στην δημιουργία μιας ακμάζουσας βιομηχανίας θεάματος.
Παρά το γεγονός πως η εισροή χρήματος στα ταμεία ως αποτέλεσμα των εκατομμυρίων εισιτηρίων που κόπηκαν- και κατέστησαν την Ελλάδα παγκόσμιο φαινόμενο στον συσχετισμό πληθυσμού/εισιτηρίου ανά άτομο- δεν μετουσιώθηκε σε υποστηρικτική βάση για την περαιτέρω εξέλιξη της περιορισμένης, έτσι κι αλλιώς, αγοράς της χώρας-τα περισσότερα από τα χρήματα κατέληξαν για την υποστήριξη τομέων του δημοσίου που δεν είχαν καμία σχέση με την κινηματογραφική βιομηχανία-εντούτοις, η λαχτάρα του κοινού για το μαγικό θέαμα της κινούμενης εικόνας παρέμεινε.
Αν και οι περιοδικές αυξομειώσεις στην προσέλκυση των θεατών στις αίθουσες, σίγουρα επέφεραν το δικό τους χτύπημα σε ότι αφορά στην φιλμική εμπειρία της Ελλάδας, οι ελπίδες για την διαφύλαξη και την ενθάρρυνσή του κινηματογράφου δεν έχουν πάψει, χάρη στην ακούραστη δράση, το πείσμα και την πίστη των απανταχού κινηματογραφικών λεσχών που εξακολουθούν να καλλιεργούν τον θαυμασμό και την αγάπη για την μοναδική ομορφιά της 7ης Τέχνης.
Η δουλειά των ακούραστων λεσχών είναι σημαντική και υψίστης σημασίας, καθότι το
έργο που αναλαμβάνουν να επιτελέσουν δεν είναι διόλου εύκολο: οργάνωση προβολών, διεκδίκηση δικαιωμάτων, εξασφάλιση χώρου φιλοξενίας, προσέλκυση κοινού και επιλογή ταινιών, αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος των ενεργειών των λεσχών, που προσπαθούν να κρατήσουν την κινηματογραφική παρουσία ενεργή σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.
Πολλές από τις κινηματογραφικές λέσχες της χώρας μοιράζονται μαζί μας τις δυσκολίες και την ιστορία πίσω από την δράση τους, ιστορίες που έχουν πολλά να πουν, μα κυρίως να αποδείξουν το ατόφιο μεράκι και την τεράστια συμβολή αυτών των ομάδων και αυτών των ανθρώπων στην διατήρηση της κινηματογραφικής παράδοσης.”
Ολόκληρο άρθρο βρίσκεται: reel.gr