‘-Γειά και χαρά σου Χάμπο.
-Γειά σου και σένα Κάκκο τσίφτη.
-Σα πολύ κεφάτο σε βρίσκω Χάμπο.
-Ναι για. Και συ δεν πας πίσω όμως.
-Είμαι, έτσι στα κέφια μου και δε ξέρω και γιατί καλά – καλά.
-Να σου πω εγώ; Ήρθε η άνοιξη στο φουλ Κάκκο. Ήρθε η άνοιξη με όλα τα καλά της. Λίγο υπομονή κι έρχεται και το καλοκαίρι!
-Ναι Χάμπο. Αλήθεια. Μπορεί να ‘ναι κι αυτό. Η φύση πήρε μπρος. Η μέρα μεγαλώνει αράδα.
-Πουλιά, λουλούδια, το χορτάρι, τα δένδρα πρασινίζουν κάθε μέρα. Κίτρινο χαλί η ελαιοκράμβη στα χωράφια. Τα στάχυα ωριμάζουν.
-Που έφυγε το κρύο και κλείσαμε επιτέλους τα καλοριφέρ, που το βάζεις; Φτάνει βρε αδερφέ μ’ αυτό το κρύο. Το μπούχτισα Κάκκο! Καιρός για ήλιο και για ζέστη.
-Ναι για, βρε Χάμπο. Για μας τα φτωχαδάκια η άνοιξη είν’ η καλύτερη εποχή. Μαζί και με το καλοκαίρι.
-Ναι για. Τέρμα τα βαριά τα ρούχα. Τα παλτά. Τώρα ντύνεσαι με το τίποτα.
-Ά να μπράβο. Ενώ το χειμώνα…να χρειαστεί να πάρεις καινούργιο παλτό. Θες ένα σκασμό λεφτά. Τώρα; Μια ζακετούλα, ένα πουλοβεράκι και είσαι κύριος.
-Και μόνο αυτό; Πας το χειμώνα στο μανάβη, λες δώσε ένα άνιθο κι ένα μαϊντανό, Σε δίνει. Πας στο σπίτι, ψάχνεις στη σακούλα, λες “βρε μήπως ξέχασε να τα βάλει στη σακούλα”; Τελικά στη δίπλα της σακούλας, στην γωνία κρύβεται το άνιθο κι από πίσω του, να σου και το μαϊντανό.
-Δίκιο έχεις Χάμπο. Ενώ τώρα, μία σακούλα δε χωράνε ένα άνιθο κι ένα μαϊντανό. Ξεχυλιζουν απ’ πάνω απ’ τη σακούλα, σαν ανθοδέσμη.
-Έφεξε για μας Χάμπο. Καιρός του ήτανε…Κάνε υπομονή, έρχεται καλοκαίρι!
-Ναι βρε. Και να σου πω και κάτι άλλο Κάκκο. Δεν το θέλω το χειμώνα.
-Ποιος το θέλει μωρέ. Κλείνεται μέσα. Κρύο. Μικρή η μέρα, μεγάλη η νύχτα.
-Άνοιξη Κάκκο. Φως, μυρωδιές, η φύση ξαναγεννιέται!
-Και να σε πω και κατ’ άλλο. Κάπως με το καλοκαίρι μαλακώνουν και τ’ αρθριτικά μου…
-Ο Μάιος, ο Ιούνιος ιδίως…οι καλύτεροι μήνες!
-Ναι για. Άιντε γεια μας Χάμπο. Γεροί να ‘μαστε.
-Γειά μας βρε Κάκκο.Γεροι να ‘μαστε. Τίποτ’ άλλο.