-Έλα Χάμπο. Όλα καλά;
-Όλα καλά Γιάννε. Τι βλέπω; Νωρίς τ’ άρχισες σήμερα το τσίπουρο!
-Έ, Χάμπο. Έτσι μ’ ήρθε, να πιω ένα τσιπουράκι.
-Πετράκη! Δως και μένα ένα τσίπουρο να κάνω παρέα το Γιάννε, να μη πίνει μόνος! Με μεζέ, ε; Για πε τώρα Γιάννε, τι νέα;
-Τι νέα Χάμπο; Τα ίδια! Αροψέ το βράδον σο σπιτ’ όπως έμνε μαναχός, έτσι, μ’ έπιασε κάπως και βγήκα μια βόλτα. Να περπατήσω λίγο, να ξεσκάσω και ελάστα.
-Και που πηγές Γιάννε;
-Που να πήγαινα Χάμπο; Αργά. Έκανα μια βόλτα να ξεσκάσω σε λέω.
-Έ, Γιάννε, κατ’ θα λέω σε, αλλά μην το πάρεις στραβά. Ο μοναχός ο άνθρωπος, καμία φορά, σκάει!
-Καθόλου δεν το παίρνω στραβά Χαμπο. Δίκιο έχεις. Επιλογή μου ήταν να μείνω γεροντοπαλλήκαρο!
-Και πως δεν τα κατάφεραν η μάνα σ’ η Ζώγια και η γιόγια σ’ η Ρίκα να παντρεύνε σε; Δεν μπορεί, προξενιά θα σε κάναν!
-Να σε πω Χάμπο…
-Το τσίπουρο σου Χάμπο! Κι ο μεζές σου. Στην υγειά σας!
-Στην υγεία μας Πετράκη!
……………………………
-Τι σ’ έλεγα Χάμπο; Α ναι! Να σου πω. Όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο, ποτέ δε ξεθάρρεψε καμία τους να με πει για προξενιό!
-Έ, είσαι και αψύς εσύ Γιάννε…
-Αψύς – μαψύς, μπορεί προξενιό να μη με κάναν, αλλά με γάνωσαν στο μπίρι – μπίρι!
-Έ, και τι σου λέγαν βρε Γιάννε;
-Να σε πω Χάμπο. Αλλιώς τ’ άρχισαν κι αλλιώς το καταλήξαν.
-Δηλαδή;
-Δηλαδή, τα πρώτα χρόνια, εκεί στο 1980, ζούσε κι η Φίκα τότε για, αρχίσανε: “Κοίτα Γιάννε, εσύ τώρα κοίτα να βρεις καμία καλή κοπέλα, όμορφη, μορφωμένη, με καμιά καλή προίκα κι αν είν’ και καμιά δασκάλα με μισθό, ακόμα καλύτερα. Να παντρευτείς, να νοικοκυρευτείς. Καιρός σου είναι για”.
-Έ, δε τα λέγαν κι άσχημα…Και μετά;
-Μετά από δεκαριά χρόνια, Φίκα και Ζώγια με λέγαν: “Γιάννε, βρες καμία καλή κοπέλα, όμορφη, μορφωμένη, με καμιά καλή προίκα, να την παντρευτείς, να νοικοκυρευτείς”.
-Κόψανε το μισθό της δηλαδή!
-Πέντε χρόνια μετά κόψανε και την προίκα. “Γιάννε, βρες μια καλή κοπέλα, όμορφη, μορφωμένη να ανοίξεις σπίτι”.
-Άρχισαν οι γερές εκπτώσεις δηλαδή.
-Βρε πέντε χρόνια μετά, που χάσαμε τη Φίκα, απόμεινε η Ζώγια και φτάσαμε όχι σε εκπτώσεις, αλλά σε ξεπούλημα: “Γιάννε, βρες μια καλή κοπέλα και παρ’ τη, να παντρευτείς, να νοικοκυρευτείς”.
-Και πάλι δεν την άκουσες εσύ!
-Ναι Χάμπο. Δεν την άκουσα. Και λίγα χρόνια μετά, εκεί στους Ολυμπιακούς της Αθήνας, με λέει η μάνα μ’ : “Γιάννε, όπως είσαι, ανοιξ’ την πόρτα, βγες έξω και πάρε την πρώτη που θα βρεις μπροστά σου, να ανοίξεις σπίτι όσο προλαβαίνεις, να νοικοκυρευτείς. Φέρε με νύφη την πρώτη που θα βρεις”!