Η ανθεκτικότητα, η βιωσιμότητα και η λειτουργικότητα των κτιρίων, των δρόμων και γενικότερα των υποδομών αποτελούν παράγοντες οι οποίοι γίνονται ολοένα και πιο κρίσιμοι κατά τον σχεδιασμό, τη συντήρηση και την ανακατασκευή των νέων ή και των υφιστάμενων έργων, σε μια εποχή μάλιστα όπου η κλιματική κρίση και τα φυσικά φαινόμενα όπως οι πλημμύρες, οι πυρκαγιές, οι σεισμοί κ.ά. προκαλούν συχνότερα και με μεγαλύτερη ένταση καταστροφικές συνέπειες για τον άνθρωπο, για τα ζώα και γενικότερα για το περιβάλλον.
Παρότι ένας τέτοιος βιώσιμος σχεδιασμός με ανθεκτικά στις πρωτόγνωρες κλιματικές συνθήκες υλικά, με έξυπνες και καινοτόμες πρακτικές που σέβονται το περιβάλλον και τις επόμενες γενιές, με συνετό και δίκαιο χωροταξικό σχεδιασμό, με εκμετάλλευση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά και με τη λήψη πρόσθετων μέτρων διαστασιολόγησης υπέρ της ασφάλειας των κατασκευών φαντάζει να είναι μονόδρομος στις μέρες μας χάρη και στην πληθώρα από οφέλη τα οποία προσφέρει, δεν είναι πάντα εύκολη ούτε και αυτονόητη η εφαρμογή του από τη στιγμή που συναντώνται σημαντικές προκλήσεις αλλά και εμπόδια τα οποία αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες.
Ορισμένες από αυτές τις προκλήσεις αλλά και οι στρατηγικές αντιμετώπισής τους είναι οι εξής:
Το κόστος της επένδυσης: Είναι δεδομένο ότι η κατασκευή ενός έργου με τις παραπάνω προδιαγραφές δημιουργεί πολλαπλάσια οικονομικά κόστη τουλάχιστον στα πρώιμα στάδια της επένδυσης σε σύγκριση με τα αντίστοιχα κόστη μιας συμβατικής κατασκευής. Αυτό που θα πρέπει να γίνεται ευρέως γνωστό όμως, είναι ότι τα κόστη που προκύπτουν από την ανάγκη συντηρήσεων ή επισκευών της συμβατικής κατασκευής σε μεταγενέστερα στάδια του χρόνου ζωής της, είναι στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερα σε σύγκριση με αυτά της επένδυσης σε μία βιώσιμη κατασκευή, η οποία ουσιαστικά ευνοεί την απόσβεση του μεγάλου αρχικού κόστους χάρη στη μεγαλύτερη δυνατότητα απορρόφησης και αντιμετώπισης των δράσεων των περισσότερων φαινομένων.
Η εξειδίκευση του ανθρώπινου δυναμικού: Πολλοί εκ των κατασκευαστών και των μελετητών του κλάδου ενδεχομένως να αντιμετωπίζουν έλλειψη βασικών γνώσεων κατά τον σχεδιασμό αλλά και κατά την υλοποίηση ανθεκτικών και βιώσιμων έργων υποδομής. Τόσο τα πανεπιστήμια, όσο και οι αρμόδιοι πολιτειακοί και όχι μόνο φορείς θα πρέπει να ενώνουν τις δυνάμεις τους, να αναπροσαρμόζουν τα προγράμματά τους, να οργανώνουν σεμινάρια, να επιδοτούν την εξειδίκευση και να παρέχουν τα κατάλληλα εργαλεία σε όλους εκείνους που μπορούν να προσφέρουν ουσιαστικά σε οποιοδήποτε πόστο, από τον σχεδιασμό βιώσιμων υλικών, μέχρι την εφαρμογή και την απόρριψή τους.
Τα προσφερόμενα κίνητρα: Κακά τα ψέματα, μία κατασκευαστική εταιρεία, για να εφαρμόσει καινοτόμες αλλά και πιο ακριβές πρακτικές κατά την κατασκευή ενός έργου, θα πρέπει να λαμβάνει και τα αντίστοιχα οικονομικά κίνητρα, όπως για παράδειγμα είναι οι φορολογικές ελαφρύνσεις, οι φοροαπαλλαγές, οι επιδοτήσεις αγοράς συγκεκριμένων υλικών κ.ά. Το ίδιο ισχύει όμως και για τον πελάτη, ο οποίος για να είναι πρόθυμος να επενδύσει σε φιλοπεριβαλλοντικές και βιώσιμες πρακτικές θα πρέπει για παράδειγμα να απολαμβάνει το προνόμιο της αύξησης των επιφανειών των οποίων μπορεί να οικοδομήσει. Αυτά συμβαίνουν ήδη ίσως σε κάποιες περιπτώσεις, όχι πάντα όμως στο επίπεδο που θα έπρεπε, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα δύσκολο έως και απίθανο ένας κατασκευαστής ή ένας ενδιαφερόμενος να παραμερίσει το προσωπικό του κέρδος προς όφελος αποκλειστικά του περιβάλλοντος ή και της ασφάλειας της κατασκευής.
Η αναπροσαρμογή των οικοδομικών κανονισμών: Οι ελάχιστες απαιτήσεις όλων των κανονισμών που σχετίζονται με τα έργα και τις κατασκευές δεν προσαρμόζονται πάντα εγκαίρως στις αλλαγές και στις νέες περιβαλλοντικές και κοινωνικές προκλήσεις. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, παρατηρούνται συνεχώς φαινόμενα τα οποία λαμβάνουν χώρα πολύ νωρίτερα σε σχέση με την θεωρητική περίοδο επαναφοράς τους. Οι κανονισμοί θα πρέπει με βεβαιότητα να αναπροσαρμόζονται σε αυτή τη φιλοσοφία ενσωματώνοντας και συνδυάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας και τα δεδομένα από προηγούμενες εμφανίσεις των σχετικών φαινομένων, αλλά και του τρόπου με τον οποίο αυτά έδρασαν και επηρέασαν τις υφιστάμενες υποδομές, ώστε να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα στο μέλλον.
Η επένδυση στη βιωσιμότητα και στην ανθεκτικότητα των κατασκευών με κεντρικό άξονα τον σεβασμό και την προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση όλων μας. Όσο πιο γρήγορα λάβουμε μέτρα υπέρ αυτής της κατεύθυνσης, τόσο πιο γρήγορα θα μπορέσουμε να προσαρμοστούμε στις αλλαγές και να περιορίσουμε την καταστροφική δράση των φαινομένων που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή και όχι μόνο.
Λάζαρος Π. Σισμανίδης
Διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός Α.Π.Θ.
Lazaros.sismanidis@outlook.com