Ήταν Ιανουάριος του 2015. Εκκρεμούσε το κλείσιμο μιας τελευταίας αξιολόγησης προκειμένου το Μνημόνιο του 2012 να ολοκληρωθεί επιτυχώς, δίνοντας τη θέση του σε μια προληπτική πιστωτική γραμμή (ECCL), ώστε με την έξοδο της χώρας στις αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος να μην αντιμετωπίσουμε δυσκολίες κατά τους πρώτους δανεισμούς. Η ελάφρυνση του χρέους που είχε προγραμματιστεί για εκείνη την περίοδο, και που είχε συμφωνηθεί με Απόφαση του Eurogroup από τον Φεβρουάριο του 2012, θα διασφάλιζε και την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του.
Είναι Ιανουάριος του 2018. Εκκρεμεί το κλείσιμο της προ-τελευταίας αξιολόγησης, ενώ μένει άλλη μία προκειμένου το Μνημόνιο του 2015 να ολοκληρωθεί επιτυχώς τον ερχόμενο Αύγουστο. Μέχρι σήμερα δεν έχει ζητηθεί από την Ελληνική κυβέρνηση η παροχή μιας πιστωτικής γραμμής. Ωστόσο ζητήθηκε, τον περασμένο Ιούλιο (βλ. εδώ) η έγκριση ενός Διακανονισμού Χρηματοδότησης Άμεσης Ετοιμότητας (SBA) από το ΔΝΤ, ύψους 1,3 δις Δολαρίων στην περίπτωση που αντιμετωπίσουμε πρόβλημα κατά τους πρώτους δανεισμούς μετά τη λήξη του Μνημονίου τον Αύγουστο του 2018. Σε κάθε περίπτωση, η ελάφρυνση του χρέους, όπως διατυπώθηκε και στο Eurogroup του Μαΐου του 2016 καθώς και σ’ εκείνο του Ιουνίου του 2017, από τη μια τελεί σε συνάρτηση με την επιτυχή ολοκλήρωση του Μνημονίου του 2015 και από την άλλη εμπίπτει στη δέσμευση που ανέλαβαν οι δανειστές μας κατά τον Φεβρουάριο (και το Νοέμβριο) του 2012. Υπάρχει όμως, μεταξύ άλλων, μια διαφορά: Οι Ευρωπαίοι δανειστές ισχυρίζονται, μέχρι και σήμερα, πως δεν είναι σίγουρο αν θα χρειαστεί περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους μιας και αυτό ίσως να είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα, ενώ το ΔΝΤ ισχυρίζεται πως δίχως μια γενναία ελάφρυνση, το χρέος μας δεν θα είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα και ως εκ τούτου η χώρα θα αντιμετωπίσει σύντομα πρόβλημα εξυπηρέτησής του.
Καθώς η κυβέρνηση επιμένει πως θα επιτύχει μια «καθαρή έξοδο» στις αγορές τον ερχόμενο Αύγουστο, κάτι που σημαίνει πως δεν θα χρειαστεί ούτε την προληπτική συνδρομή, της οποίας την έγκριση ζήτησε τον περασμένο Ιούλιο από το ΔΝΤ, αναρωτιέται κανείς γιατί έπρεπε να χαθούν τρία χρόνια για να φτάσουμε στο σημείο που ήμασταν τον Ιανουάριο του 2015. Ή μήπως δεν είμαστε στο ίδιο σημείο;
Όπως έδειξαν τα στοιχεία, το 2014 έκλεισε με πρωτογενές πλεόνασμα 0,4%. Μάλιστα, για πρώτη φορά έπειτα από 6 χρόνια συνεχούς ύφεσης, η Ελλάδα είδε μια ισχνή ανάπτυξη ύψους 0,7%, ενώ το ΑΕΠ της διαμορφώθηκε στα 178,6 δις Ευρώ. Το ύψος του χρέους ανερχόταν την περίοδο εκείνη στα 317,1 δις Ευρώ και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ στο 179%. Τον Απρίλιο του 2014 επίσης, η χώρα έκανε μια πρώτη επιτυχημένη έξοδο στις αγορές, εκδίδοντας ένα 5ετές ομόλογο με επιτόκιο ύψους 4,37%. Σε λίγους μήνες θα ολοκλήρωνε, θεωρητικά, το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και θα έβγαινε στις αγορές με μαξιλάρι ασφαλείας τα χρήματα του ΤΧΣ καθώς και την πιστωτική γραμμή.
Παρόλα αυτά, τα γεγονότα που ακολούθησαν τον Δεκέμβριο του 2014, δεν επέτρεψαν το ανωτέρω σενάριο να ολοκληρωθεί.
Το 2016, η χώρα έβγαινε από μια περιπέτεια κατά την οποία οι Τράπεζές της κατά το προηγούμενο έτος υποβαθμίστηκαν, για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της κρίσης, σε καθεστώς «επιλεκτικής χρεοκοπίας». Τα στοιχεία έδειξαν πως η ύφεση στην οικονομία επανήλθε, ενώ για δύο συναπτά έτη, 2015 και 2016, η ύφεση αθροιστικά εκμηδένισε την όποια ανάπτυξη καταγράφηκε κατά το 2014. Ως συνέπεια, το ΑΕΠ στο τέλος του 2015 διαμορφώθηκε στα 176 δις Ευρώ για να κατέβει στα 174 δις Ευρώ στο τέλος του 2016, ενώ ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ ξεπέρασε το 185,5%. Σύμφωνα τέλος με τον Προϋπολογισμό που ψηφίστηκε από τη Βουλή, το χρέος στο τέλος του 2018 θα φτάσει τα 344,9 δις Ευρώ (από 317,1 δις το 2014) ή στο 184,7% (από 179% το 2014).
Σήμερα, τον Ιανουάριο του 2018, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία η χώρα έχει επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 1,97 δις Ευρώ, ενώ η ανάπτυξη εκτιμάται πως θα φτάσει το 1,7%, αρκετά χαμηλότερα από το στόχο που είχε τεθεί. Τέλος, το 2017, η Ελλάδα, έπειτα από 3 χρόνια κατόρθωσε να ξαναβγεί στις αγορές επαναγοράζοντας το ομόλογο του 2014, όμως λίγο πιο ακριβά: Με επιτόκιο 4,51% έναντι του προηγουμένου, ύψους 4,37%.
Τρία χρόνια μετά, οι κεφαλαιακοί έλεγχοι που επεβλήθησαν από την Κυβέρνηση στις 28 Ιουνίου του 2015, μάλιστα ως «Τραπεζική αργία βραχείας διάρκειας», με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ τ.Α/65/28-06-2015) ισχύουν ακόμη. Τούτο οδήγησε στην ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης των Τραπεζών. Έτσι λίγους μήνες αργότερα, οι Ελληνικές τράπεζες άλλαξαν, μόνιμα και δια παντός, χέρια καθώς το Ελληνικό δημόσιο έχασε σχεδόν όλες του τις μετοχές σε αυτές, από την ανακεφαλαιοποίηση που έγινε μέσω Χρηματιστηρίου και της διαδικασίας του βιβλίου προσφορών (book building).
Την ίδια περίοδο που οι Τράπεζες αντιμετώπιζαν την χειρότερη κρίση ρευστότητας της νεότερης ιστορίας, μέσω μιας απεγνωσμένη και ανεπίκαιρης πια επιστολής που απέστειλε ο Πρωθυπουργός στους δανειστές (βλ. εδώ) ζητούσε τη σύναψη ενός νέου, αχρείαστου πριν μερικούς μήνες, Μνημονίου.
Το νέο Μνημόνιο, όπως περιέγραφα από τότε, ήταν εμπροσθοβαρές, όχι γιατί τα μέτρα λαμβάνονται ως προαπαιτούμενα για το κλείσιμο των αξιολογήσεων αλλά γιατί η εξόφληση των δανεικών είναι σχεδόν σύγχρονη με το πρόγραμμα! Μάλιστα για να διασφαλίσουν οι δανειστές, των οποίων την εμπιστοσύνη απώλεσε με ενέργειές της η τότε Κυβέρνηση, τα χρήματα που μας δανείζουν, μας επέβαλαν ένα καθεστώς χρηματοδότησης με κεντρικό άξονα ένα Ταμείο (την Ελληνική Εταιρία Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ πλέον) μέσω του οποίου θα έπρεπε ουσιαστικά να «εκπλειστηριάσουμε» όλη την ιδιωτική περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου, ούτως ώστε με τα χρήματα που θα προέκυπταν να χρηματοδοτήσουμε τις ανάγκες μας!
Αυτό έγινε πλήρως κατανοητό στην Κυβέρνηση (στους πολίτες γίνεται από φέτος μέχρι και το 2019), πέρυσι την άνοιξη, όταν επεβλήθησαν νέα μέτρα, στο πλαίσιο του Συμπληρωματικού Μνημονίου ως το 2021, μιας και δεν κατέστη εφικτό μέχρι τώρα, να συγκεντρωθούν οι προϋπολογιζόμενοι πόροι από ιδιωτικοποιήσεις ώστε να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες της δημοσιονομικής μας προσαρμογής. Μιας δημοσιονομικής προσαρμογής, η οποία από την ανάληψη της διακυβέρνησης τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι και τον Ιανουάριο του 2017 από την κυβέρνηση, έδειχνε να έχει εκτροχιαστεί.
Ο επικεφαλής του Μηχανισμού από τον οποίο δανειστήκαμε το τελευταίο Μνημόνιο, είπε πως οι επιλογές του 2015 μας κόστισαν περίπου 100 δις Ευρώ. Εγώ θα πρόσθετα πως μας κόστισε επιπλέον τρία χρόνια.
Σε λιγότερο από 8 μήνες η Κυβέρνηση θα κληθεί να απαντήσει αν βρισκόμαστε στο σημείο που βρισκόμασταν τον Ιανουάριο του 2015, προτού αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας ή αν βρισκόμαστε σε χειρότερο σημείο. Σε κάθε περίπτωση σε καλύτερο σημείο δεν βρισκόμαστε καθώς μεσολάβησαν όλα όσα γνωρίσαμε: Κεφαλαιακοί έλεγχοι, απώλεια των μετοχών του Ελληνικού Δημοσίου στις Τράπεζες, απώλεια των κεφαλαίων του ΤΧΣ!, νέος δανεισμός ύψους περίπου 55 δις Ευρώ με εμπροσθοβαρείς απαιτήσεις, καθώς και φορολογικής και δημοσιονομικής φύσεως μέτρα. Το μόνο θετικό ήταν οι μεταρρυθμίσεις που γίνονται «με το στανιό» καθώς και μερικές απαραίτητες από πολλά χρόνια ιδιωτικοποιήσεις.
Μεγάλο στοίχημα για την Κυβέρνηση αποτελεί η «καθαρή έξοδος» καθώς μόνο τότε μπορεί να δικαιολογήσει την στάση της κατά το Δεκέμβριο του 2014. Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη τα όσα ξεκίνησαν να ψελλίζουν, από την πλευρά των «θεσμών» ο κ. Κοστέλο και ο κ. Ντράγκι αλλά και από τα έσω, ο Κεντρικός μας Τραπεζίτης, ο κ. Στουρνάρας και ο πρώην επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού, κ. Λιαργκόβας, η έξοδος του Αυγούστου μόνο «καθαρή» δεν θα ‘ναι. Στην περίπτωση αυτή, με το καλό σενάριο, που περιλαμβάνει τουλάχιστον μια έξοδο με πιστωτική γραμμή, χάσαμε τρία χρόνια (συν τα όσα ανέφερα). Το κακό σενάριο αρνούμαι προς το παρόν να το πιστέψω, αν και οι εξελίξεις δείχνουν πως οι έξω είναι έτοιμοι για το Plan B (βλ. την διαρρέουσα πρόταση του ΔΝΤ το 2016 για μορατόριουμ αποπληρωμής του χρέους μας).
Όλα τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν είναι από τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, της Eurostat αλλά και του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους.
του Γιάννη Τζιουρά
Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμονας,
υπ. δρ. Νομικής ΑΠΘ