-Τα ‘μαθες Χάμπο;
-Τι ‘ναι Κάκο;
-Αφνοί ρε κουτούρντσαν ντιπ! Θέλουν λέει να δώσουμε στις Αλλοινοί το δικό μας, το ωραίο, το γυάλινο το άγαλμα, το Δρομέα, λέει, και να μας δώσουν οι Αλλοινοί στη θέση τ’ ένα, τουριστικό, ας πούμε, άγαλμα του Μεγαλέξανδρου, που τους περισεύ’ έτς κι έτς τώρα!
– Τι να πάρουμε ρε Κάκο απ’ τς Αλλοινοί. Πασίμ αν θέλαμε άγαλμα του
Μεγαλέξανδρου, δεν είχαμε σάματις δκό μας Μεγαλέξανδρο. Έπρεπε να μας δώσουν οι Αλλοινοί;
-Και που ξέρουν ρε Χάμπο να φτιάνουν οι Αλλοινοί Μεγαλέξανδρους; Που μάθαν;
-Μη φοβάσαι ντιπ Κάκο και δε θα γίνει τίποτα.
-Πως αυτό Χάμπο;
-Αρέ δεν έμαθες; Σκώθηκε, λέει, τ’ αγαλμα, ο Δρομέας κι έφυε για αλλού!
-Γίνοντ’ αυτά Χάμπο;
-Γιατί, σάματις γίνονται τ’ άλλα όπου θέλνε οι κουτουντισμένοι οι δκοί μας;
-Και πως έγινε; Που πήγε χάθκε;
-Κοίτα Κάκο. Σου λέει τ’ άγαλμα: “Χαμένος για χαμένος”, και πήρε των ομματιών του κι έφυε. Χάθκε ντιπ καταντίπ!
-Έφυε άαα;
Ναι Κάκο, έφυγε! Μον’ αυτός; Ο δρομέας σκώθκε έφυγε. Του Φόρη του Χοτοκουρίδη η θυγατέρα σηκώθηκε έφυγε. Πήρε για δουλειά στην Ολλανδία. Της Παρέασσας, ξέρεις πόχει τα τυριά, ο γιος, ο Θωμάκος σκώθηκε,με τρία πτυχία το παιδί και πήρε στο αυτόοοο. Πες το. Τέλος πάντων πήγε αλλού κι αυτός.
-Σκώθκαν φύγαν έεε;
-Σκώθκαν φύγανε οι καλοί Κάκο. Μον’ τούτοι δω μπαστακώθκαν στις καρέκλες και δε κνιέντε ντιπ. Αφαλοδέθκαν ρε!
-Και δε με λες Χάμπο, ο Δρομέας τι θα γίνει; Είν’ κι από γυαλί! Σπάει λες; Μη δεν αντέξει;
-Μπα. Μη σκας. Θα κρυφτεί για λίγο μόνο. Μετά αφνοί κατ’ άλλο θα σκεφθούν. Έτς δε κάνουν; Κατ’ άλλο σκέφτουντε κάθε μέρα.
-Πε το ψέματα!
-Θα ξεχαστεί. Θα γυρίσει πίσω στη θέση του. Εκεί που πρέπει για!
-Ναι για! Δκος μας είν’ ο Δρομέας, δκος μας κι ο Μεγαλέξανδρος!
-Άμα πάλι, λέω γω τώρα, θέτε ντε και ντε να στείλτε κάτι στις Αλλοινοί, στείλτε ένα δικό σας κι αφέτε ήσυχους τους δικούς μας! Άϊντε γιατί άαα!