Από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα οι Βλάχοι γίνονται στόχος των Ρουμάνων και των Βουλγάρων. Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα και των Ιταλών. Στην αυγή του 21ου στόχος υπερεθνικών κέντρων και «νεωτερικών» Ελλήνων!..
Το 1861 οι Ηγεμονίες της Βλαχίας και της Μολδαβίας ενώνονται σε ενιαίο κράτος, υποτελές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπό τον Ηγεμόνα Αλέξανδρο Κούζα τον οποίο διαδέχεται ως Βασιλεύς ο νεαρός Γερμανός πρίγκιπας Κάρολος Χοεντσόλερν-Ζιγκμαρίγκεν. Τότε το κράτος των δύο Ηγεμονιών επιχειρεί να επεκταθεί στα βαλκανικά εδάφη της ετοιμοθάνατης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, γι’ αυτό, επονομάζεται Romania. Το νέο όνομά του είναι ο «νομιμοποιητικός τίτλος του», διότι Ρωμανία ονομαζόταν η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τους τελευταίους αιώνες της. Αλλά το όνομα δεν αρκεί. Έτσι στον ακόμη υπόδουλο τότε ελληνικό χώρο της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας ανακαλύπτει τους Βλάχους. Επικαλούμενο το βυζαντινό χρονικό του Κεκαυμένου υποστηρίζει ότι οι Βλάχοι είχαν δήθεν κατέλθει από τη Ρουμανία και προβάλλοντας τη λατινοφωνία τους ισχυρίζεται ότι τάχα «μιλούν την ίδια γλώσσα».
Μάταια αντιτάχθηκαν σ’ αυτούς τους ισχυρισμούς της Ρουμανίας οι επιφανέστεροι Ρουμάνοι επιστήμονες. Τη δήθεν κάθοδο από τη Δακία απέρριψαν ευθύς εξ αρχής απερίφραστα οι επιφανείς Ρουμάνοι γλωσσολόγοι και ιστορικοί I. Coteuanu, Cusu Papakosta – Goga Dumutru, T. Papahagi, A. Sacerdoteanu, Siviu Dragomir, Cicerone Poghirc και Petre Nasturel και Lazarescu Lecanta.[1] Το γεγονός ότι οι Βλάχοι είναι λατινοφωνήσαντες αυτόχθονες Έλληνες απέδειξαν επίσης οι Ρουμάνοι ιστορικοί A. D. Xenopol, V. Parvan, Radu Vulpe και Al. Graur. Ο Ρουμάνος Nicolae Jorga, σοφός ιστορικός, καθηγητής, ακαδημαϊκός, πολιτικός και λογοτέχνης έγραψε ότι:[2]«Από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία οι Βλάχοι ανήλθαν μέχρι τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία».
Εν τω μεταξύ στις Ηγεμονίες Βλαχίας και Μολδαβίας διαπρέπουν δεκάδες επιφανείς Βλάχοι και τις ευεργετούν. Τις υπηρετούν ακόμη κι όταν αυτές ενώνονται με το όνομα Ρουμανία. Αυτοί, όμως, διατηρούν υπερήφανα την ελληνική τους ταυτότητα και χρυσώνουν την Ελλάδα. Γι’ αυτό οι εθνικιστές Ρουμάνοι τους κατηγορούν δημόσια ως «προδότες». Είναι ο υπουργός των Οικονομικών και καθηγητής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου Μενέλαος Γερμάνης από το Μπλάτσι. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αδάμ Λόγας, επίσης Μπλατσιώτης. Ο Μέγας Εθνικός Ευεργέτης Απόστολος Αρσάκης, από τη Χοταχόβα της Βορείου Ηπείρου, με βαθιά ελληνική παιδεία, ο οποίος μεταξύ των ετών 1822-1828 είναι Γραμματέας υπό τον Ηγεμόνα της Βλαχίας Γρηγόριο Γκίκα˙ μετά την ενοποίηση, εκλέγεται επί δέκα έτη βουλευτής και μεταξύ των ετών 1860-1862 είναι υπουργός Εξωτερικών της Ρουμανίας. Ενωρίτερα, το 1812, ο Καστοριανός Αθανάσιος Χριστόπουλος, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λυρικούς ποιητές, ορίζεται Άρχων Μέγας Λογοθέτης (υπουργός Δικαιοσύνης) στην Ηγεμονία της Βλαχίας και με τον αδελφό του Κυριακό συντάσσει τον Κώδικα Ιδιωτικού Δικαίου που ισχύει ταυτόχρονα στις δύο Ηγεμονίες. Είναι Φιλικός και το 1821 σύμβουλος του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, τον οποίο φιλοξενεί στο αρχοντικό του, στο Ιάσιο κατά την Επανάσταση ο Φιλικός Κωνσταντίνος Μπέλλιος, από το Μπλάτσι, που μετά διαπρέπει στη Βιέννη ως βαρόνος και Μέγας Εθνικός Ευεργέτης. Στο Βουκουρέστι μεσουρανούν οι εξάδελφοι Κωνσταντίνος και Ευαγγέλης Ζάππας, Μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες από το Λάμποβο της Βορείου Ηπείρου. Είναι τόσο απέραντα τα κτήματα που ο τελευταίος επιζών Κωνσταντίνος Ζάππας κληροδοτεί στο νεαρό τότε Κράτος των Ελλήνων, ώστε η ρουμανική κυβέρνηση αρνείται να τα παραχωρήσει με το αιτιολογικό ότι, έτσι, θα ιδρυόταν μέσα στη Ρουμανία ένα δεύτερο ελληνικό κράτος! Όταν ο Κ. Ζάππας πέθανε, στις 20 Ιανουαρίου 1892, η ελληνική πρεσβεία ξεκίνησε τη νόμιμη διαδικασία για τη διαθήκη. Αλλά το ρουμανικό Υπουργείο Εξωτερικών ματαίωσε αυθαίρετα τη διαδικασία με το επιχείρημα ότι η περιουσία του Κωνσταντίνου Ζάππα «δεν μπορούσε να κληροδοτηθεί στην Επιτροπή των Ολυμπίων, κατ’ ουσίαν στο Ελληνικό Δημόσιο, επειδή θίγονταν τα συμφέροντα των Ρουμάνων υπηκόων». Στην πραγματικότητα κλιμάκωνε την αφομοιωτική πολιτική που επιχειρούσε στα βλαχοχώρια. Ο Έλληνας πρέσβης Μ. Παπαρρηγόπουλος προσπάθησε να βρει μια συμβιβαστική λύση αλλά η Ρουμανία απέρριψε την πρόταση για παραπομπή στη διεθνή διαιτησία. Έτσι το Σάββατο 3 Οκτωβρίου 1892 η Αθήνα ανεκάλεσε όλους τους διπλωμάτες της. Ακολούθησε αμέσως το Βουκουρέστι. Οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών διεκόπησαν επί τέσσερα χρόνια. Σ’ αυτήν την τετραετία η ρουμανική προπαγάνδα προσέλαβε ιδιαίτερα επιθετικό χαρακτήρα στους Βλάχους της Μακεδονίας. Οι σχέσεις των δύο χωρών αποκαταστάθηκαν όταν, μετά τον καταστροφικό πόλεμο του 1897, η Ελλάδα βρέθηκε απομονωμένη. Η αδυναμία της Ελλάδος, όμως, έδωσε την ευκαιρία να εντείνουν την προπαγάνδα τους.[3]
Στην Άνω Μακεδονία οι Βλάχοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού και θα αποτελέσουν τον στόχο τόσο των Ρουμάνων όσο και των Βουλγάρων. Γι’ αυτό, ήδη τέλη Νοεμβρίου 1859, η Ελλάδα είχε ιδρύσει Προξενείο στα Βιτώλια, δηλαδή στο Μοναστήρι, όπου διόρισε Υποπρόξενο τον έως τότε Ειρηνοδίκη Γεράσιμο Βαλλιάνο. Εκεί στα παλαιότερα βλαχόφωνα στρώματα του Ελληνισμού είχαν προστεθεί διαδοχικά από το 1789 χιλιάδες άλλοι Βλαχόφωνοι Έλληνες της Μοσχόπολης.
Τη Μοσχόπολη, η οποία στην ακμή της είχε 60.000 κατοίκους, εγκατέλειψαν διαδοχικά το 1768 και το 1789 μετά τα Ορλωφικά οι κάτοικοί της, όταν την απέκλεισαν Τουρκαλβανοί ληστές. Στην Εθνεγερσία του 1821 οι Τουρκαλβανοί την κατέστρεψαν συθέμελα και σημειώθηκε το τελευταίο κύμα φυγής. Τότε, μαζί της, κατεστράφησαν και τα γειτονικά της βλαχόφωνα πολίσματα: η Σίπισχα, η Νίτσα, η Νικολίτσα και, στην άλλη πλαγιά του Γράμμου, η Γράμμουστα και το Λινοτόπι.
Η τριπλή έξοδος ήταν δραματική και επική. Δεκάδες χιλιάδες Μοσχοπολίτες και πλησιόχωροί τους άλλοι Βλάχοι, χωρισμένοι σε καραβάνια 100-200 ατόμων με τα αλογομούλαρά τους, τα γιδοπρόβατά τους και τα γυναικόπαιδά τους σκορπίσθηκαν στα Βαλκάνια και στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Εγκαταστάθηκαν κατά κύματα σε ομόκεντρους ελλειπτικούς κύκλους κατά μήκος των μεγάλων εμπορικών οδών και κλεισωρειών σε μέρη όπου ήδη υπήρχαν Βλάχοι. Χιλιάδες φυγάδες Βλάχοι κατέφυγαν στα Βιτώλια και συνοίκισαν τα τριγύρω του αμιγώς βλαχόφωνα χωριά Τύρνοβο, Μεγάροβο, Νιζόπολη, Μηλόβιστα, Γκόπεσι κ.ά. όπως και τα βορειότερα με κορωνίδα το ονομαστό Κρούσοβο.
Παράλληλα στον ελληνικό χώρο ακμάζουν τα βλαχοχώρια, διεθνώς δικτυωμένα. Ολόκληρες πόλεις είναι η αυτόνομη Χώρα Μετζόβου, η Σαμαρίνα, το Περιβόλι, η Αβδέλλα, η Σίπισχα, το Λινοτόπι, το Κρούσοβο, η Σιάτιστα, η Κλεισούρα, το Μπλάτσι, το Συρράκο, το Περτούλι, η Γράμμουστα, το Βλαχολείβαδο κ.ά. που σε καθεμιά ο πληθυσμός της υπερβαίνει τις 6.000. Βλαχόφωνος στη συντριπτική πλειοψηφία του είναι ο ελληνικός πληθυσμός στο Μοναστήρι, εμβληματικός στις Σέρρες και στη Θεσσαλονίκη.
Οι Καλαρρύτες, με τεράστια κοπάδια, παράγουν και εξάγουν στην Ευρώπη υφαντά και κάπες διατηρώντας στη Μεσόγειο εμπορικό στόλο με εμπορεία στη Σαρδηνία και στη Μασσαλία. Την παραγωγή κι εξαγωγή ερυθρών νημάτων και στρατιωτικών στολών όπως και τον πρώτο παραγωγικό συνεταιρισμό οργανώνει στα Αμπελάκια ο βλαχόφωνος Γεώργιος Λάϊος-Μαύρος στα ελληνικά και Σβάρτς στα γερμανικά. Περιώνυμοι αργυροχρυσοχόοι ακμάζουν στο Λινοτόπι, στη Νέβεσκα και στους Καλαρρύτες πατρίδα του Σωτήρη Βούλγαρη, ιδρυτού του διεθνούς έως σήμερα οίκου κοσμημάτων Μπούλγκαρι. Αγιογράφοι και ξυλογλύπτες στη Σαμαρίνα, στη Γράμμουστα, στο Λινοτόπι, στ’ Ασπροπόταμο, στη Μπελκαμένη, στα Άνω Σουδενά, στο Μέτσοβο κ.λπ.
Συνάζουν πλούτο και πολιτισμό, κτίζουν και καλλωπίζουν μεγάλα αρχοντικά. Στα Στρατιωτικά Ενθυμήματα ο αγωνιστής του 1821 Νικόλας Κασομούλης αναφέρει ότι στο Περτούλι και στο Βετερνίκο τ’ Ασπροποτάμου συνάντησε θεώρατα πυργόσπιτα κατάφορτα πλούτου. Ο Πουκεβίλ, Πρόξενος της Γαλλίας στην Αυλή του Αλή πασά, επισκέπτεται το 1806 τα βλαχοχώρια της Πίνδου και τη Σιάτιστα. Αφηγείται:[4]«Όσοι Βλάχοι συναλλάσσονται με το εξωτερικό και ταξιδεύουν, ομιλούν ο καθένας τους περισσότερες από μια ευρωπαϊκές γλώσσες και έχουν στα σπίτια τους αξιόλογες βιβλιοθήκες με γαλλικές και ιταλικές εκδόσεις και άριστες εκδόσεις κλασικών συγγραφέων. Αυτοί κι οι συχωριανοί τους ζουν τέτοια ζωή ώστε εκπλήσσεται ο επισκέπτης. Τη Σιάτιστα την έκτισαν κατά τον 12ο αιώνα τσομπαναραίοι Βλάχοι. Τά ‘χασα περνώντας από το παζάρι που το στόλιζαν ωραία μαγαζιά και βρήκα καλοχτισμένα σπίτια και χάρηκα το θαύμα μιας πολιτείας μ’ έναν αέρα αρχοντιάς και πάστρας που δεν βρίσκει κανείς πουθενά αλλού στην Τουρκία».
Μόλις αναλαμβάνει καθήκοντα ο Υποπρόξενος Βιτωλίων καταγράφει τα θερμά ελληνικά αισθήματα των Βιτωλιάνων Βλάχων. Σε έκθεσή του προς τον υπουργό Εξωτερικών Ανδρέα Γ. Κουντουριώτη. Στις 26 Νοεμβρίου 1859 γράφει:[5]
«Εξακολουθήσαντες την προς την πόλιν πορείαν μας, κατά διαστήματα συντομώτατα εσυναντούσαμεν ένθεν και εκείθεν της μεγάλης οδού σωρείας Χριστιανών συγκειμένας από διδασκάλους, μαθητάς, ιερείς, λαϊκούς πάσης τάξεως εξελθόντας εις προϋπάνησίν μας και επιχαίροντας δια την άφιξίν μας. […] Περιχωρούν ημάς και οι πρόκριτοι Χριστιανοί τους οποίους ο φόβος και η γνώσις της διαθέσεως των Οθωμανών ανεχαίτισε να εισέλθωσιν εις ακραιφνεστέρας ενδείξεις των αισθημάτων των […] Πάντως τόσον κατανυκτική, αυτοπροαίρετος και ενθουσιώδης μετά φρονήσεως υπήρξεν η υποδοχή ώστε οι οφθαλμοί τούτων εδάκρυσαν και ουδόλως ηδύναντο να αποκρυφθώσιν τα ενδόμυχα της καρδίας των αισθήματα. Την επιούσαν, ήτις ήτο Κυριακή, εκκλησιάσθημεν εν τω Ιερώ Ναώ της Μητροπόλεως όπου η παρουσία ημών προήγαγεν νέα αισθήματα εις τους παμπληθείς εκκλησιαζομένους. Μετά την Θείαν Λειτουργίαν εδέχθημεν την επίσκεψιν των κατοίκων πάσης τάξεως».
Διανοίγονταν έτσι το προοίμιο του Μακεδονικού Αγώνα ο οποίος εξελίχθηκε αδυσώπητος μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, όταν το 1870 αποσχίσθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία. Ένδεκα χρόνια ενωρίτερα, το 1859, ο Βαλής Βιτωλίων Αμπντούλ Κερίμ πασάς έλεγε στον Βαλλιάνο και αυτός αναφέρει σε έκθεσή του στις 1 Δεκεμβρίου 1859: «Εγκαρδίως συναισθάνομαι την ευχαρίστησιν εκ της καταλλήλου συστάσεως του ελληνικού προξενείου ενταύθα καθ’ όσον μόνον αυτό δύναται αναχαιτίση τον προβαίνοντα γιγαντιαίοις βήμασι πανσλαβισμόν κατά τα μέρη ταύτα προς βλάβην του Ελληνισμού. [6] Ωστόσο, ο Βαλλιάνος σπεύδει να επισημάνει την «δολιότητα και τον δεσποτισμόν των Οθωμανών δι’ ων διέπονται οι δυστυχείς Χριστιανοί των ενταύθα μερών».[7]
Εν τω μεταξύ στις 21 Νοεμβρίου 1859 Διερμηνέας του Προξενείου διορίζεται ο Σωτήριος Δαμιάνοβιτς, Έλληνας υπήκοος παρά το επώνυμό του, ο οποίος είχε το απαραίτητο προσόν να γνωρίζει και τα βλάχικα. Στην αίτηση για τον διορισμό του δηλώνει ότι είναι κάτοχος των εξής ξένων γλωσσών: Οθωμανικής, Ιταλικής, Βουλγαρικής, Βλαχικής, Αλβανικής και Γαλλικής.[8]
Κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο 1877-1878, που με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ιδρύει τη Μεγάλη Βουλγαρία, η Ρουμανία πολεμάει στο πλευρό των Ρώσων και σε αντάλλαγμα παύει να είναι υποτελής των Οθωμανών. Έτσι, όταν σύντομα αναγνωρίζεται η πρώτη Ηγεμονία της Βουλγαρίας, οι Ρουμάνοι συμμαχούν με τους Βουλγάρους: κοινός στόχος τους η Μακεδονία. Οι Βλάχοι αποτελούν τα ισχυρότερα ερείσματά της –κοινωνικά, πολιτιστικά, οικονομικά και πολεμικά. Γίνονται διπλός στόχος του βουλγαρικού και του ρουμανικού Κομιτάτου. Ασκώντας ωμή τρομοκρατία οι κομιτατζήδες τους πιέζουν να προσχωρήσουν στη ρουμανική προπαγάνδα και να δηλωθούν Ρουμούνοι ώστε να εξουδετερωθούν τα ερείσματα του Ελληνισμού και, μέσω της ρουμανικής προπαγάνδας, να ενταχθούν στο ένοπλο βουλγαρικό κίνημα είτε να ενισχύσουν οικονομικά απ’ ευθείας το Κομιτάτο. Η σχισματική Βουλγαρική Εξαρχία παραχωρεί τις εκκλησιές της στους προσήλυτους της ρουμανικής προπαγάνδας για να τελούν τη Θεία Λειτουργία στα βλάχικα. Δεκάδες διπλωματικά έγγραφα περιγράφουν το δράμα. Ήδη στις 14 Δεκεμβρίου 1878 ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στο Μοναστήρι Πέτρος Λογοθέτης ενημερώνει τον υπουργό Εξωτερικών Θεόδωρο Δηλιγιάννη:[9]«Η Ρουμανική κυβέρνησις προτίθεται να διορίση πρόξενον εν Βιτωλίοις ουχί βεβαίως δια την υπεράσπισιν των εν Μακεδονία ειδικών συμφερόντων αυτής, καθότι τοιαύτα ουδαμού της Μακεδονίας υφίστανται, αλλά ίνα δια της προξενικής αυτής Αρχής αποπειραθή να επιδιώξη συστηματικώς τον προσηλυτισμόν των Ελληνοβλάχων εις την ρουμανικήν εθνότητα δαπανώσα αδρώς εις σύστασιν και διατήρησιν βλαχικών σχολείων. Η Αυστροουγγρική Κυβέρνησις, δια των επισήμων εν Μακεδονία οργάνων αυτής, εξεδήλωσεν αείποτε ιδιάζουσαν συμπάθειαν υπέρ των ρουμανικών σχεδίων ως προς τους Ελληνοβλάχους. Επ’ εσχάτων δε αι συμπάθειαι αυταί εξεδηλώθησαν σκανδαλωδώς δια της επισήμου επεμβάσεως του εν Βιτωλίοις Γενικού Προξένου της Αυστρίας. Η Αυστροουγγρική Κυβέρνησις υποκινεί τον ρουμανικόν προσηλυτισμόν και υποστηρίζει τα όργανα αυτού ίνα δυσχεράνη, κατά το δυνατόν, την ανάπτυξιν του ελληνικού στοιχείου εν Μακεδονία».
Ο Βρετανός Γενικός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Sir Alfred Biliotti αναφέρει, στις 26 Ιανουαρίου 1903, στον Βρετανό επιτετραμμένο στην Κωνσταντινούπολη:[10] «Οι Ελληνόβλαχοι είναι Βλάχοι που έχουν εκπαιδευτεί αποκλειστικά σε ελληνικά σχολεία και εμποτιστεί με ελληνικές ιδέες. Σε ορισμένα μέρη δεν μιλούν παρά μόνο ελληνικά και αποτελούν το κύριο μέρος του μακεδονικού ελληνικού πληθυσμού στο βιλαέτι του Μοναστηρίου. Πριν δυο χρόνια μερικοί ζήτησαν την άδεια από το Πατριαρχείο να χρησιμοποιούν τη ρουμανική γλώσσα στις εκκλησίες τους. Το Πατριαρχείο αρνήθηκε, αλλά η Εξαρχία δέχθηκε το αίτημα και αυτή η λανθασμένη ενέργεια προκάλεσε τον αρχικό διαχωρισμό στο Ελληνοβλαχικό σώμα υποχρεώνοντας έναν αριθμό Ελληνοβλάχων να συνδέσουν τη μοίρα τους με την Εξαρχία. Αυτοί οι νέοι προσήλυτοι ήταν, ως είθισται, πιο ένθερμοι από τους ίδιους τους Εξαρχικούς και επικουρούμενοι από τις συμμορίες του Κομιτάτου κατέφυγαν στον εκφοβισμό και τη δολοφονία για να εξαναγκάσουν τους συμπατριώτες τους, που είχαν παραμείνει πιστοί στο Πατριαρχείο, να ενωθούν μαζί τους. Ένα από τα πρώτα ελληνοβλαχικά χωριά που επηρεάστηκε ήταν το Οσίν στον καζά της Γευγελής, όπου, με την υποκίνηση των Εξαρχικών κατοίκων, μια βουλγαρική συμμορία υπό την αρχηγία κάποιου Γιοβάνη ή Γιοβάνωφ από τη Γευγελή δολοφόνησε τον περασμένο Αύγουστο δύο από τους πιο επιφανείς Πατριαρχικούς. Πριν περίπου τρεις μήνες, όπως ανέφερα στην έκθεση μου με αριθμό 198, 9 Νοεμβρίου 1902, εμφανίστηκε στο Οσίν με τη συμμορία του και με εκείνη ενός άλλου αρχηγού, του Αργύρη. Στράφηκαν κατά των Ελλήνων διδασκάλων, διόρισαν Ρουμάνους και προσπάθησαν να πείσουν τους Ορθόδοξους ιερείς να γίνουν Εξαρχικοί και, αφού απέτυχαν σε αυτό, επέμεναν να διαβάζεται η Λειτουργία στα ρουμάνικα. Στην επίκληση άγνοιας της γλώσσας εκ μέρους των ιερέων ο Γιοβανώφ τους έδωσε 6 μήνες διορία για να τη μάθουν. Το σύστημα, που εγκαινιάστηκε στο Όσιν (Αρχάγγελος) , αυτοί οι αρχηγοί συνέχισαν στην Κούπα, στη Χούμα, στη Λόνγκουτζα (Λαγκαδιά), και στη Λούμπνιτσα (Σκρά), γειτονικά χωριά της Γευγελής, όπου επίσης οι Πατριαρχικοί είναι η πλειοψηφία. Στο χωριό Γκέρα Κορτζί, που είναι η μειονότητα, ένας από τους πιο επιφανείς δολοφονήθηκε, πριν από περίπου τρεις εβδομάδες, μέρα μεσημέρι στον αγρό του από μια βουλγαρική συμμορία επειδή αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει. Ο παπα Νικόλας, Ορθόδοξος ιερέας στο Λιβάδι, άλλο ελληνοβλαχικό χωριό, πέντε περίπου ώρες από τη Γκουμεντζέ απειλείται με θάνατο επειδή παραμένει Πατριαρχικός και, αν δολοφονηθεί, ολόκληρο το χωριό θα ενωθεί με την Εξαρχία από φόβο. Εν τω μεταξύ οι σαράντα άνδρες που απαρτίζουν τις βουλγαρικές συμμορίες ζουν εις βάρος και στα σπίτια των Ορθοδόξων (ή Ρουμ ονομάζονται επίσημα είτε είναι Έλληνες είτε Βλάχοι, σε αντίθεση με τους Εξαρχικούς) και όχι πια σε βάρος των Βούλγαρων χωρικών, μετατοπίζοντας με αυτόν τον τρόπο το βάρος της υποτιθέμενης συνενοχής από τους τελευταίους στους πρώτους. Τα χωριά στη νοτιοδυτική περιφέρεια της Γευγελής […] και τα χωριά του Γιενιτζέ Βαρντάρ (Γιαννιτσών) δεν πιέζονται αυτή τη στιγμή από τις συμμορίες για να ενταχθούν στην Εξαρχία ή για να διώξουν τους Έλληνες διδασκάλους, αλλά έχουν λάβει προειδοποίηση να είναι έτοιμοι να πάρουν τα όπλα σε περίπτωση που η Εξέγερση γίνει σε λίγους μήνες. Ταυτόχρονα απειλούνται με θάνατο αν αποκηρύξουν τις συμμορίες, για των οποίων την υποδοχή έχουν διαταχθεί να έχουν σπίτια και προμήθειες σε συνεχή ετοιμότητα. Οι αξιοθρήνητοι, που υποφέρουν, φοβούνται ακόμη και να επισκεφθούν τη Θεσσαλονίκη από φόβο μήπως κινήσουν την υποψία ότι έχουν αποκηρύξει τους καταπιεστές τους και μόνο πρόσφατα τόλμησαν κάποιοι να έρθουν μυστικά και, αφού εξήγησαν την κατάστασή τους, ζητάνε να μάθουν τι μπορούν να κάνουν ή τι μπορεί να γίνει για αυτούς. Τρέμουν από τον φόβο των συμμοριών σε περίπτωση που το ανακαλύψουν, κάτι που σίγουρα θα τους κοστίσει τις ζωές τους. Η έλλειψη προνοητικότητας εκ μέρους της κυβέρνησης φοβάμαι ότι έχει επιτρέψει τα πράγματα να φθάσουν σε τέτοιο σημείο που κάθε θεραπεία δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμη. Ο αποθανών Χαλίλ Ριφάατ Πασάς επηρεαζόταν από μια «κατακραυγή για βαναυσότητες», κάτι που επέτρεψε στη μικρή μειονότητα της νεοσυσταθείσας Εξαρχίας να μοιραστεί τις εκκλησίες με τους Πατριαρχικούς ή να προκαλέσει το κλείσιμο των εκκλησιών για μήνες. Η υποστήριξη που δίνεται με αυτόν τον τρόπο στους Εξαρχικούς είναι ακόμα πιο αξιοθρήνητη καθώς ενθάρρυνε τα επαναστατικά Κομιτάτα να πετύχουν τους σκοπούς τους δολοφονώντας τους ιερείς, που δεν μπορούσαν να δωροδοκήσουν και τους προεστούς που δεν μπορούσαν να πειθαναγκάσουν. Συχνά έστρεψα την προσοχή των διαδοχικών Βαλήδων σε αυτή την πολιτική ως επιζήμια για τα συμφέροντα της κυβέρνησής τους, αλλά όλοι απάντησαν ότι ακολουθούν διαταγές από την Πύλη, τις οποίες δεν μπορούν να αγνοήσουν».
Ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος Λάμπρος Κορομηλάς στις 9 Αυγούστου 1904 αναφέρει στον Υπουργό των Εξωτερικών:[11] «Χρηματικαί διαφοραί θείου και ανιψιού εις το χωρίον Καλύβια Κίτρους διαιρεί τους κατοίκους εις δύο κόμματα. Ρουμανική προπαγάνδα προσεταιρίζεται κόμμα ανιψιού και βουλγαρική συμμορία Τάσσου πιέζει κατοίκους να δεχθούν εισαγωγή ρουμανικής γλώσσης εις το χωρίον. Αποτέλεσμα: άνοιξε ρουμανικό σχολείο».
Το 1903 ο Ίων Δραγούμης είναι Γραμματέας του Ελληνικού Προξενείου στο Μοναστήρι. Καταγράφει τα γεγονότα στο Βιβλίο των Εκθέσεών του. Γράφει:
27 Φεβρουαρίου 1903:[12] Χθες ανεχώρησε δια του σιδηροδρόμου άγνωστον πού ο εκ Μεγρόβου εργοστασιάρχης Παντελής Μάντσης φοβηθείς τας συνεπείας διότι ηρνήθη να γίνη ταμίας του Κομιτάτου.
17 Φεβρουαρίου 1903:[13] Οι ρουμανίζοντες Μηλοβίστης εισήλθον εις την εκκλησίαν της κώμης εκείνης μετά του ιερέως αυτών και ηθέλησαν να λειτουργήσουν ρουμανιστί. Οι ημέτεροι διέκοψαν διέκοψαν την Λειτουργίαν και έφυγαν εκ της εκκλησίας.
3 Μαρτίου 1903:[14] Σήμερον περί ώραν 2αν μ.μ. εδολοφονήθη εν τη συνοικία Γενή ο εκ των Ορθοδόξων Κωνσταντίνος Ιωάννου, κουρεύς. Την δολοφονίαν διέπραξαν δύο μέλη του Κομιτάτου διότι επρόδωσε την καταβολήν 8 λιρών εις το Κομιτάτον εκ μέρους της συντεχνίας των κουρέων.
6 Μαρτίου 1903:[15] Χθες επεσκέφθη το Μεγάροβον ο ενταύθα Βουλγαροδιδάσκαλος και ψάλτης Πέτσες συνοδευόμενος υπό του Γεωργίου Ζήση εκ Μεγαρόβου. Διεδόθη ότι μετέβησαν ίνα δολοφονήσουν τον Τ. Γρέζον.
29 Μαρτίου 1903:[16] Δολοφονία Αλεξάνδρου Μ. Ταμπούρα, νέου 14ετούς Ορθοδόξου, εντός του κέντρου της πόλεως τη 28η Μαρτίου το εσπέρας
16 Απριλίου 1903:[17] Εις 800 λίρας συμποσούνται τα υπό του βουλγαρικού Κομιτάτου εισπραχθέντα χρήματα εν Κρουσόβω εξ ων τα 9/10 είναι των ημετέρων δυστυχώς. Πανικός κατέχει άπαντας.
2 Μαΐου 1903:[18]Η Δημαρχία διένειμε ποσότητα τινα αλεύρου εις τα οικογενείας των φονευθέντων και τραυματισθέντων. Η σύζυγος του φονευθέντος Γρηγορίου Τσαρουχά δεν εδέχθη τούτο ειπούσα ότι δεν έχει ανάγκην συνδρομής. Πολλοί έμποροι τη 25η Απριλίου ήκουσαν τον Ρώσον Πρόξενον εντός του Μπεζεστενίου λέγοντα βουλγαριστί: «Ανοίξατε, ανοίξατε, ας ίδωμεν τι θα κάνουν αυτά τα σκυλιά» (οι Βλάχοι)
5 Μαΐου 1903:[19] Εν Μηλοβίστη ενεγράφησαν εις το Κομιτάτον οι εξής. Δέκα δε εκ των ρουμανιζόντων έδωκαν και χρήματα.
6 Μαΐου 1903[20]Από εβδομάδος διατελεί εν τω δεσμωτηρίω ενταύθα ο εκ Κρουσόβου Χρήστος Γ.Τσίλλης, εθελοντής κατά τον ελληνοτουρκικόν πόλεμον, διακριθείς εις τας μάχας του Βελεστίνου και προαχθείς εις λοχίαν.
16 Μαΐου 1903[21] Εν Μηλοβίστη εγένετο χθες διένεξις μεταξύ ρουμανιζόντων και ημετέρων και επυροβόλησε δια περιστρόφου είς εκ των ρουμανιζόντων (αλλά) κατηγόρησαν τον ημέτερον ιερέα παπα-Βασίλη ότι ούτος επυροβόλησε κατ’ αυτών.
27 Μαΐου 1903[22] Εις ωριαίαν απόστασιν από του Κρουσόβου εφονεύθησαν υπό Οθωμανών οι Νικόλαος Μπιδίκης και ο υιός του Θωμάς, κάτοικοι Κρουσόβου, ελληνόφρονες Ορθόδοξοι.
10 Ιουνίου 1903[23] Ο συλληφθείς υπό των Βουλγάρων Μούλας εκ Μηλοβίστης δεν απευλύθη μετά την καταβολήν των ζητηθέντων λύτρων εκ 200 λιρών.
18 Ιουνίου 1903[24] Ο Γάκης Μούλας δεν υπάρχει εν ζωή. Τα χρήματα τα δοθέντα προς απολύτρωσίν του διεμοιράσθησαν μεταξύ των οι εν Εζέρενι χωρικοί όπου εκρύπτετο η συμμορία Πέντσωφ και Πετρούση Στρέζοβικ.
Οι ρουμανίζοντες εντάσσονται στις συμμορίες του Κομιτάτου και ορισμένοι μάλιστα εκπαιδεύονται στη Σόφια. Σημειώνει τον Δεκέμβριο 1903 ο Ίων Δραγούμης:[25] «Ο γνωστός εκ Κρουσόβου ρουμούνος Τάκης Λιάπος, όστις από 4 ήδη ετών εργάζεται ενταύθα (Μοναστήρι) υπέρ του βουλγαρικού Κομιτάτου, διαβιβάζει εκ Σόφιας εις τους ομόφρονάς του εν Κρουσόβω ότι μετά τα Φώτα θα εισβάλουν πολλαί συμμορίαι μεταξύ των οποίων και αυτός μετά 50 Βλάχων».
Οι πιο φανατικοί Ρουμούνοι προσχώρησαν στις βουλγαρικές συμμορίες και λίγοι δημιούργησαν δικές τους που συνεργάζονταν ανοιχτά με τους κομιτατζήδες. Βλάχοι, επί παραδείγματι, ήσαν οι ονομαστοί βοεβόδες των κομιτατζήδων Πίτου Γούλε, Μήτρο Βλάχο και Ζλατάν. Ο Πίτου Γούλε πρωταγωνίστησε στην κατάληψη του Κρουσόβου από τους κομιτατζήδες το 1903 και έχει ανακηρυθχεί στα Σκόπια «ήρωας του Μακεδονικού Έθνους». Ο Μήτρο Βλάχο το 1904 οδήγησε, με τέχνασμα, τον οθωμανικό στρατό στη Στάτιστα όπου έτσι προκάλεσε τον θάνατο του Παύλου Μελά. Ο Ζλατάν παγίδευσε σε δήθεν συνομιλίες «ειρήνευσης» τον Τέλλο Άγρα στο Βέρμιο όπου οι κομιτατζήδες που τον συνέλαβαν και τον κρέμασαν έξω από το Βλάντοβο το οποίο, μετά την απελευθέρωση, μετονομάσθηκε Άγρας, όπως και η Στάτιστα Μελάς.
Ωστόσο, οι Βλάχοι αντιδρούν σθεναρά. Αναφέρει ο αυτόπτης Ίων:[26]
21 Σεπτεμβρίου 1903: Υπό την προεδρίαν του Δημάρχου Θεσσαλονίκης συνεστήθη ενταύθα επιτροπή προς εφαρμογήν των μεταρρυθμίσεων. Έκαστον μέλος αντιπροσωπεύει εκάστην φυλήν. Ο Έλλην Μιχαήλ Κατσουγιάννης διωρίσθη ως ρουμούνος. Παρά την επιμονήν του Γεν. Επιθεωρητού Χιλμή πασά, διεμαρτυρήθη εντόνως αποδείξας ότι ενταύθα (Μοναστήρι) και τοις πέριξ ρουμούνοις δεν υπάρχουν παρά μόνον μισθωτοί της προπαγάνδας
5 Φεβρουαρίου 1904: Η αγορά οικίας και οικοπέδου προς ανέγερσιν εκκλησίας υπο των ρουμούνων εν κεντρική ελληνική συνοικία απέτυχε διότι παρουσιάσθη ο ημέτερος Λάζαρος Νικολάου, έχων το δικαίωμα της προτιμήσεως, και υπερεθεμάτισε.
Ο Πρόξενος Θεσσαλονίκης Ε. Ευγενιάδης γράφει στον υπουργό Εξωτερικών Άθω Ρωμάνο στις 6 Μαρτίου 1904: Εν γένει οι ενταύθα Ελληνοβλάχοι θεωρούντες ότι ουδέν κοινόν έχουσιν προς τους Ρουμάνους, επιδεικνύουσιν ακμαίον εθνικόν φρόνημα και δεν παύουσιν εργαζόμενοι προς εκμηδένισιν των ενεργειών της ρουμανικής προπαγάνδας, χωρίς βεβαίως το Γενικόν Προξενείον να παραλείπη να ενισχύη αυτούς εις το έργον.[27]
Οι κάτοικοι του Μοναστηρίου γράφουν στον Οικουμενικό Πατριάρχη στις 21 Μαρτίου 1904:
Παναγιώτατε Δέσποτα,
Οι υποφαινόμενοι εκ των Ορθοδόξων Χριστιανών της πόλεως Μοναστηρίου, οι ομιλούντες εν τοις οίκοις ημών ελληνοβλαχικόν γλωσσικόν ιδίωμα όλως ανόμοιον τη ρωμουνική γλώσση, Έλληνες όντες από αιώνων, εσμέν αφωσιωμένοι τω Πατριαρχείω της Κωνσταντιπόλεως […] Τούτου ένεκα διακηρύττοντες πανηγυρικώς την τοιαύτην αδιάσπαστον ημών ταυτότητα εν πάσι προς τους Έλληνας αδελφούς ημών, την αδιασάλευτον δε από κοινού μετ’ αυτών προς τον βασίλειον κράτος πίστιν και την προς την Μητέρα Εκκλησίαν αφοσίωσιν.[28]
Οι Βλάχοι της Θεσσαλονίκης αναφέρουν στον Οικουμενικό Πατριάρχη το 1904:
Πληρεστάτην έχοντες οι μετά σεβασμού υπογεγραμμένοι Βλαχόφωνοι της Θεσσαλονίκης, Έλληνες την συνείδησιν της ημετέρας καταγωγής και του εθνικού ημών χαρακτήρος, από αιώνων δε εν τη χώρα ταύτη της οθωμ. αυτοκρατορίας οικούντες εζήσαμεν αείποτε υπό την κραταιάν αιγίδα των ενδόξων Σουλτάνων και την αμφιλαφή σκέπην της Μητρός Εκκλησίας αρρήκτως συνηνωμένοι μετά των λοιπών Ελλήνων εις εν όλον. Την τοιαύτην δε εθνικήν ημών συνείδησιν και την προς το βασίλειον κράτος πίστιν και την προς την Μητέρα Εκκλησίαν αφοσίωσιν απροκαλύπτως και πανηγυρικώς καθομολογούντες και διακηρύττοντες, μετ’ αγανακτήσεως και αποστροφής αποκρούομεν τας περί του εθνισμού ημών ασεβείς των Ρουμούνων εισηγήσεις και διδασκαλίας, την διάσπασιν της ενότητος και την διχόνοιαν μεταξύ ημών αποσκοπούσας, χάριν καταχθονίων σκοπών, και εντόνως διαμαρτυρόμεθα κατά των τοιούτων ραδιουργιών αυτών, θερμώς εν τέλει ικετεύοντες την Υμετέρα Θειοτάτην Παναγιότητα, όπως ενεργήση αρμοδίως τα δέοντα, την ειρήνην και αρμονίαν μεταξύ των αδελφών ημών εξασφαλίζουσα και εμπεδούσα.[29]
Οι πρόκριτοι Βελεσσών έγραφαν στις 25 Μαΐου 1904 στον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης:
Σεβασμιώτατε,
Οι μετά βαθυτάτου σεβασμού υπογεγραμμένοι Εφοροδημογέροντες της Ελληνοβλαχικής Ορθοδόξου Κοινότητος Βελεσσών αναφερόμεθα τέκνα ανέκαθεν πιστά, ευπειθή και ασάλευτα εμμένοντα τοις πατρώοις δόγμασι και τη του Χριστού Μ. Εκκλησία.[30]
Ο Αλέξανδρος Δ. Ζάννας, εθνικός αγωνιστής και Υπουργός, παππούς του Αντώνη Σαμαρά, καταθέτει:[31] Το Λειβάδι του Ολύμπου, η πατρίδα του πατέρα μου και της μητέρας μου, κατοικούνταν όλο από φανατικά ελληνόφρονες Κουτσοβλάχους. Ποτέ κανείς δεν τόλμησε να αναπτύξει εκεί ρουμανίζουσα προπαγάνδα Τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα οι Ελληνόφρονες Κουτσόβλαχοι μισούσαν τους Ρουμανίζοντες περισσότερο ακόμη και από τους Βουλγάρους .(Στη Θεσσαλονίκη) με τα «παληόπαιδα», όπως τα λέγαμε, που φορούσαν τις ωραίες στολές των (ρουμανικών) σχολείων του Μαργαρίτη, τσακωνόμαστε κάθε φορά που τα βρίσκαμε στο δρόμο και η μανία μας ήταν να τους ξεσχίζωμε τις στολές […] Μια Καθαρά Δευτέρα στα Καραγάτσια έπεσε άγριο ξύλο. Δύο Ρουμάνοι δάσκαλοι έβγαλαν περίστροφο να μας φοβερίσουν. Τους αφοπλίσαμε αμέσως και συνεχίσαμε την καταδίωξη. Ξεγδύσαμε αρκετά.
Ο Μακεδονομάχος καπετάνιος Κ. Μαζαράκης-Αινιάν αναφέρει:[32] Ενθυμούμαι ποίαν εντύπωσιν μου έκαμεν ο φόβος του Βλάχου Τάσου όταν αιφνιδίως επλησιάσαμεν εις κονάκια ρουμανιζόντων. Το μίσος και φόβος που οι ίδιοι οι βλαχόφωνοι ΄Ελληνες αισθάνονται προς τους ρουμανίζοντας είναι αξιοπαρατήρητα. Και δεν έχουν άδικον. Είναι περίεργοι και πονηροί, ταχείς, έχοντες πολλάκις οδηγόν το συμφέρον. Επί του τελευταίου τούτου πολύ υπελόγισαν η ρουμανική προπαγάνδα δαπανώσα αφειδώς. Είναι ζήτημα αν εκ συνειδήσεως ακολουθούν την πολιτικήν ταύτην και αν δεν εννοοούν ότι ούτε κοινόν τι έχουν μετά των Ρουμάνων Αλλά το χρήμα και η αντιζηλία γίνονται αφορμή διαιρέσεων και διενέξεων.
Η Ρουμανία δαπανούσε τεράστια χρηματικά ποσά για να εξαγοράσει τους Βλάχους. Στα ρουμάνικα σχολεία προσφέρει στους φτωχούς μαθητές δωρεάν βιβλία, ρούχα, τρόφιμα και πλουσιοπάροχες υποτροφίες στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου. Αποτυγχάνει, όμως. Στη σαρωτική πλειοψηφία τους οι Βλάχοι μένουν Έλληνες. Περί το 1880 επισκέπτεται τα βλαχοχώρια ο Γερμανός Gustav Weigand, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, χρηματοδοτούμενος από τη Ρουμανία για να αποδείξει ότι οι Βλάχοι «είναι Ρουμάνοι». Παρά την πρόδηλη προκατάληψή του, όμως, ομολογεί στο βιβλίο του:[33] Ενημερώθηκα ότι συνεχώς ιδρύονται νέα (ρουμανικά) σχολεία […] Αλλά όλα αυτά δεν μπορούμε να τα θεωρήσουμε επιτυχία, όταν κανείς μαζεύει 20 με 30 από τα πιο φτωχά παιδιά. Οι φτωχότεροι στέλνουν τα παιδιά τους στα ρουμανικά σχολεία, στα οικοτροφεία στο Μοναστήρι και στα Γιάννενα όπου το (ρουμανικό) Κράτος φροντίζει για τη διατροφή τους και έτσι μπορούν αργότερα να πάρουν μια θέση Ρουμάνου δασκάλου. Οι πλούσιοι, που έδιναν και εξακολουθούν να δίνουν εκατομμύρια για την ελληνική παιδεία, στέλνουν τα παιδιά τους στα ελληνικά σχολεία.
Ο Gustav Weigand ονομάζει Αρωμούνους τους Βλάχους (Aromounien) και εργάζεται να διαχωρισθούν από το Έθνος των Ελλήνων αλλά ομολογεί:[34] Ο αρωμουνικός λαός έχει πάρα πολύ μεγάλη επιθυμία να μορφωθεί. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι στην Τουρκία, που θεωρείται απολίτιστη χώρα, υπάρχει αυτός ο λαός με ελάχιστους αναλφάβητους στον μόνιμα εγκατεστημένο πληθυσμό του, ενώ στο Βασίλειο της Ρουμανίας, σύμφωνα με τη στατιστική του 1895, υπάρχουν 4.719.363 αναλφάβητοι στους 5.406.209 κατοίκους του. Οι περισσότεροι Βλάχοι αποκτούν την περιουσία τους συνήθως ως έμποροι στην Αίγυπτο και στα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου. Σε εκείνα τα μέρη οι Αρωμούνοι από τη Νέβεσκα,το Κρούσοβο κτλ. θεωρούνται Έλληνες. Με τα πλούτη των εμπόρων συντηρούν εκεί σχολεία.
Ο Lecanta, γενικός επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων στον ευρύτερο ελληνικό χώρο το 1903, σε έκθεσή του προς την κυβέρνηση της Ρουμανίας έγραψε:[35] Δαπανούμε περισσότερα από 70.000 χρυσά φράγκα τον χρόνο για σχολεία χωρίς μαθητές, ρουμανίζουν μόνον όσοι ανταμείβονται και, όπου σταματά να ρέει το χρήμα μας, παύει να υφίσταται ρουμανικό έθνος.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εφαρμόζει το δόγμα «διαίρει και βασίλευε» για να αποδυναμώσει τον Ελληνισμό και έναντι των Βουλγάρων να προσθέσει νέους διεκδικητές της Μακεδονίας, τους Ρουμάνους. Μέχρι το 1871 στις απογραφές της ονόμαζε Ρουμ, δηλαδή Ρωμαίους-Ρωμιούς, όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Μετά το Σχίσμα απέγραφε ως «Βουλγάρους» όλους τους σλαβόφωνους Μακεδόνες που προσελκύονταν στη Βουλγαρική Εξαρχία. Το 1905, κατά το αποκορύφωμα του Μακεδονικού Αγώνα στον οποίο πρωτοστατούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αναγνώρισε και χωριστό μιλέτ -έθνος– Βλάχων ώστε να αποδυναμώσει τους Ρουμ! Είχαν προηγηθεί επίμονες εκδουλεύσεις και άφθονο χρυσάφι της Ρουμανίας στην Υψηλή Πύλη την οποία επί πλέον οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν υποχρεώσει να προβεί σε φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στη Μακεδονία. Έτσι η Πύλη παρουσίασε την αναγνώριση των Βλάχων σαν μια –τάχα– κατ’ εξοχήν φιλελεύθερη πολιτική της όπως δηλώνει ανοικτά στα σχετικά επίσημα κείμενά της.
Στις 10 Μαΐου 1905 ο Πρωθυπουργός Μεγάλος Βεζίρης απεφάσισε με τεσκερέ του (διάταγμα) την αναγνώριση των Βλάχων. Ακολούθησε ο αρμόδιος υπουργός Δικαιοσύνης Αβδουραχμάν πασάς που εξέδωσε ανάλογο δικό του τεσκερέ τον οποίον επικύρωσε ο γνωστός «φιλελεύθερος» Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ με Αυτοκρατορικό Ιραδέ. Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τεσκερές που εξέδωσε ο αρμόδιος υπουργός Δικαιοσύνης Αβδουραχμάν πασάς και αναφέρει: Η Α.Υ. ο Πρωθυπουργός εκοινοποίησε δι’ υψηλού τεσκερέ ότι, επί τη αιτήσει των Βλάχων Οθωμανών υπηκόων, όπως προφυλάξωσι τον εθνισμόν αυτών, διδάσκοντες εν ταις σχολαίς αυτών δια της ιδίας αυτών γλώσσης και λειτουγούντες εν ταις εκκλησίαις αυτών δι’ ιδίων ιερέων και εν τη εθνική επίσης γλώσση, απεφασίσθη (τούτο) επειδή, κατά την άλλωστε υπό του Κράτους παραδεδειγμένην θεμελιώδη αρχήν, το Κράτος φέρεται εξ ίσου προς πάσας τας διαφόρους εθνότητας και επειδή δεν υπάρχει ούτε ίχνος προσβολής δικαιωμάτων άλλης εθνότητος.
Στις 27 Ιουνίου 1905, αμέσως μετά την κύρωση όλων των ανωτέρω από το Υπουργικό Συμβούλιο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης δημοσίευσε Πατριαρχ