Το ποίημα αυτό το αφιερώνω , στους συμπατριώτες μας και τους ρώσους στρατιώτες που πολέμησαν τα ναζιστικά στρατεύματα απροσκύνητοι , και θυσιάστηκαν για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ της ΠΑΤΡΙΔΑΣ.
Επίσης το αφιερώνω σε όσους αγωνίζονται απανταχού της γης για τα ιδανικά της ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ και της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
Πρωί πρωί με την αυγή
στο πρώτο χάραμα της
ανέβηκα σε μια κορφή
να δω την ομορφιά της.
Μονοπάτι ακολουθώ
απέναντι να πάω
αίμα βλέπω καταγής
τρέχω εκεί να πάω.
Περιστερώνας καταγής
πως; βρέθηκε μπροστά μου
σκοτώθηκαν τα νεογνά
μάτωσε η καρδιά μου.
Κοιτούσα μα δεν πρόφτασα
λίγο να βοηθήσω
με την μανούλα τους μαζί
κάθισα να θρηνήσω.
Σταυροκοπιέμαι, τρόμαξα
να ΄ναι κακό σημάδι;
και το όνειρο που είχα δει
τρομακτικό το βράδυ.
Είδα τον ήλιο σκοτεινό
τη μέρα μαυρισμένη
είδα την πέρδικα ψηλά
να με κοιτά κλαμένη.
Φωνές ακούω μακριά
Οχλαγωή μεγάλη
από παντού πολλύς στρατός
τα χέρια τους στην κάνη.
Η καρδιά μου πάγωσε
τρέχω για να προλάβω
και την καμπάνα χτύπησα
δεν ξέρω τι να κάνω.
Ο κόσμος κατατρόμαξε
όλοι τους απορούνε
δεν ξέρουνε τι να σκεφτούν
και που να φανταστούνε.
Κυκλώσανε όλο το χωριό
απ’ άκρη σ΄ άλλη άκρη
κατακτητές στη χώρα μας
σκορπούν θανάτου δάκρυ.
Μπαίνουν στα σπίτια ξαφνικά
τον κόσμο εκβιάζουν
με κλωτσιές και βρισιές
έξω όλους τους βγάζουν.
Βάζουν φωτιές, λεηλατούν
παντού όλα καμένα
σε λίγο θα ΄πομείνουνε
ντουβάρια μαυρισμένα.
Ζητήσανε συγκέντρωση
από όλους στην πλατεία
τους άντρες ξεχωρίζουνε
σαν να ΄ταν για θυσία.
Με όπλα σημαδεύουνε
τον καθένα χωριστά
τους οδήγησαν στον κάμπο
βάζοντάς τους στη σειρά.
Στήνουνε τα πολυβόλα
τα κανόνια από παντού
γύρω γύρω τους κυκλώνουν
με μανία τους κοιτούν.
Δίπλα τους κουκουλοφόροι
συνεργάτες τους πιστοί
τα αδέρφια τους προδίδουν
του θανάτου οδηγοί.
Όλοι έχουν καταλάβει
τι σε λίγο θα συμβεί
η οργή τους περισσεύει
μα τους κόπηκε η φωνή.
Ήχησαν τα πολυβόλα
έπεσε θανατικό
όλα θρήνος τα σκεπάζει
και το μαύρο ριζικό.
Στου Μεσοβούνου τα βουνά
το αίμα αναβλύζει
όλο τον κάμπο σκέπασε
τα σπίτια πλημυρίζει.
Πριν να χαράξει ξαστεριά
λίγο πριν βγει ο ήλιος
όλα τα σώματα στη γη
σαν μαδημένος κρίνος.
Κλαίνε Μάνες μαυρομάνες
αδερφές τους αδερφούς
οι γυναίκες κλαίν τους άντρες
τα παιδιά ψάχνουν γονιούς.
Λυγίζουνε, πέφτουν στη γη
και τα μαλλιά τραβάνε
όλα τα ξεριζώνουνε
τον πόνο δεν γροικάνε.
Η γης αναταράζεται
αιματοφορεμένη
ο ουρανός κατάμαυρος
τους κεραυνούς του στέλνει.
Στους άδικούς όλης της γης
σ΄ αυτούς που κυβερνάνε
μόνο κακό και συμφορά
μεσ’ τους λαούς σκορπάνε.
Στους αιώνες δεν ξεχνάμε
τη σημαίνει φασισμός
της ΕΙΡΗΝΗΣ μας το στέμμα
να φορά κάθε λαός.