Λένε πως όποιος ελέγχει την τηλεόραση έχει εξουσία. Πως έχει τον τρόπο να επηρεάζει τον κόσμο να διαμορφώνει συνειδήσεις και να περνάει τις θέσεις του στον μέσο τηλεθεατή.
Η τηλεόραση έχει καταφέρει να οπτικοποιήσει την ενημέρωση, και να παράσχει τη δυνατότητα – αλλά και να καλύψει την ανάγκη – να παράγεται θέαμα. Η ενημέρωση μεταμορφώθηκε σε ψυχαγωγική ζώνη, με πολιτικούς να μαλώνουν στα παράθυρα, να χλευάζει ο ένας τον άλλο, να ξεσηκώνει τα πλήθη με κραυγές, ακόμα και να δίνει πόντους σε αισθητικά προσιτούς αλλά πολιτικά κενούς πολιτικούς.
Οι πολιτικοί, οι μαϊντανοί, οι ψεκασμένοι, και οι φερέλπιδες περαστικοί από τα κοινά απέκτησαν βήμα, μπορούν τις μεταμεσονύκτιες ώρες να πετούν ατεκμηρίωτες βόμβες (καθώς μόνο τα γραπτά μένουν), και να λασπολογούν απέναντι σε οποιαδήποτε ανθρώπινη υπόσταση, χωρίς η ουσία, η τεκμηρίωση και η αιτιολόγηση των λεγομένων να είναι προαπαιτούμενα.
Ο πολίτης, αποχαυνωμένος παρακολουθεί το θέαμα από τον καναπέ του, όντας εξουθενωμένος από την καθημερινή πάλη στην οποία ζει, για να ανταπεξέλθει στις θυσίες που επέβαλλαν πρώτα η Τρόικα και τώρα οι Θεσμοί. Και ξαφνικά, έρχεται να προστεθεί και ένα δημοψήφισμα σε ένα ερώτημα που δεν υπάρχει. Καλείται ο κόσμος να πει αν συμφωνεί σε ένα κείμενο που δεν είναι υπό διαπραγμάτευση, και τσακώνεται με το γείτονα του, την οικογένεια του, τον συνάδελφό του, για ένα δίλημμα που δεν υπάρχει. Η Κυβέρνηση τον καλεί να καταψηφίσει το κείμενο, και ταυτόχρονα προτείνει ένα πανομοιότυπο.
Η Κυβέρνηση προτείνει νέο μνημόνιο, στηριζόμενη στην τυφλή ετερόκλητη συμμαχία με τον Καμμένο, με τον οποίο το μόνο στοιχείο που τους ενώνει είναι η παρουσία τους στο πρώην αντιμνημονιακό μπλοκ. Ο Τσίπρας έχει καταφέρει να έχει απέναντί του όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, καθιστώντας εαυτόν αναξιόπιστο, σε μια συμμαχία Κρατών και Θεσμών στην οποία είναι βασικό μέλος, και την οποία έχει απόλυτη ανάγκη για να αναπνεύσει. Ούτως ή άλλως, δεν έχεις πουθενά αλλού να απευθυνθείς. Μετά από αυτό, η συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ αποκτά νόημα, καθώς η επιλογή της σύγκρουσης δεν έχει γυρισμό, και οποιαδήποτε ενδεχόμενη κακή εξέλιξη, οδηγεί σε πολιτική απομόνωση και των δύο κομμάτων στη συνέχεια.
Είναι σαφές πως κάτι δεν πάει καλά. Είναι σαφές το ζητούμενο είναι η ασάφεια. Και ο λύκος στην ασάφεια χαίρεται. Προφανώς το εσωτερικής κατανάλωσης δημοψήφισμα θέλει να περάσει ένα μήνυμα το οποίο εμείς δεν γνωρίζουμε. Όπως επίσης δεν γνωρίζουμε και το σκοπό της εκπομπής του.
Ποιος είναι αυτός ο σκοπός, ο οποίος επέταξε το δημοψήφισμα να γίνει καθαρά εκβιαστικά, μετά την λήξη του Προγράμματος (Μνημόνιο 2), όταν η Χώρα θα είναι ανοχύρωτη σε κάθε κίνδυνο; Όταν θα ήταν δεδομένη η οικονομική ασφυξία, σε συνδυασμό με ένα τεράστιο πολιτικό πρόβλημα και χωρίς κανέναν σύμμαχο στο ευρωπαϊκό στερέωμα; Όταν δεν θα έχεις πληρώσει τη δόση του δανείου που σου έδωσαν όλα τα κράτη του πλανήτη (ΔΝΤ); Αλήθεια, μέχρι πότε θα περιμένουμε τη λύση από το Τέξας των Ηνωμένων Πολιτειών; Και τέλος: γιατί έφτασε μια μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης, να θεωρεί πως σχέδιο του Τσίπρα ήταν να πετάξει τη Χώρα εκτός Ευρωζώνης;
Είναι σαφές πως η Κυβέρνηση θέλει να εκμεταλλευτεί τον θυμό του κόσμου, κάνοντας τον σύμμαχο του σε μια διαρκή σφοδρή σύγκρουση. Αφού επένδυσε στον ανθρώπινο πόνο και την οικονομική ανέχεια, αφιερώνοντας τον τηλεοπτικό χρόνο που της αναλογούσε στις αυτοκτονίες, θέλησε να βάλει τον κόσμο να κάνει τυφλά και με μίσος μια επιλογή, αναδεικνύοντας την σε επιλογή ζωής ή θανάτου. Και αποφάσισε, τις συνέπειες αυτής της επιλογής, να τις λέει με ασάφειες.
Για μένα λίγη σημασία έχει το δημοψήφισμα και το αποτέλεσμά του, δεδομένου πως από Δευτέρα η όποια Κυβέρνηση μπορεί να τα φέρει όλα τούμπα, χάριν μιας νέας διαπραγμάτευσης. Σημασία έχουν οι συνέπειες του δημοψηφίσματος. Και η χειρότερη συνέπειά του είναι ότι έστρεψαν χωρίς λόγο και για πολιτικό τους όφελος, τον θυμωμένο Έλληνα απέναντι στην Ευρώπη, την οποία Ευρώπη, έχουν ορίσει οι Έλληνες. Ιστορικά, τεχνολογικά, πολιτιστικά, φιλολογικά και στρατιωτικά η Ευρώπη είναι ορισμένη από το μεγαλείο και τα επιτεύγματα των Ελλήνων ανά τους αιώνες. Δεν γίνεται μετά από τριάντα χρόνια δικών μας λάθος πολιτικών, να ρίχνουμε τις ευθύνες για όσα πάθαμε στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Ούτως ή άλλως, αν αποποιηθούμε την ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, χάνουμε το ρόλο μας στη Βαλκανική και τη Μεσόγειο, και είμαστε αναγκασμένοι να αναζητήσουμε άλλες συμμαχίες, με λαούς και ηγέτες που δεν έχουμε τίποτα κοινό, εκτός ίσως από συγκυριακά ψευτο-συμφέροντα στα ενεργειακά.
Λένε πως ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται. Η ασφάλεια που του παρέχει η συμμετοχή του Έλληνα στην Ευρωπαϊκή Οικογένεια (η δυσανάλογα μεγάλη Ισχύς της Χώρας, για τα δεδομένα της αδύναμης οικονομίας), τον έκανε να μη φοβάται ούτε τον πνιγμό. Έχοντας τέτοια γνωμικά ως οδηγό, ο Έλληνας ξεσηκώθηκε και στήριξε τυφλά την Κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου στην μη διαπραγμάτευση που επέλεξε να κάνει.
Το εθνικό μας κουσούρι, το να μην μπορούμε άμεσα να ενεργοποιήσουμε τα αντανακλαστικά μας για να αποφύγουμε μεγάλους κινδύνους, έπαιξε πάλι το ρόλο του και ίσως ήταν η αχίλλειος πτέρνα για ένα λαό που τα χώματα και τα νερά του έχουν την υψηλότερη στρατηγική αξία στον κόσμο. Η συρρίκνωση και τα τόσο μεγάλα προβλήματα της οικονομίας δημιουργούν κινδύνους, οι οποίοι μπορούν να προκαλέσουν ντόμινο. Και είναι κρίμα, ο ελληνικός λαός να περάσει όλη αυτήν την ταλαιπωρία, και να γίνει πιόνι – και θύμα – ώστε να αλλάξουν οι ισορροπίες σε γεωπολιτικό επίπεδο. Μην ξεχνάμε πως όταν ο λαός μιλάει για οικονομία, οι γεωπολιτικοί αναλυτές χαμογελούν.
Για το μικρόκοσμό μας: Όλοι ελπίζουμε σε μία ομαλή έκβαση της κατάστασης, με ταυτόχρονη λύση του πολιτικού προβλήματος, αλλά και της εξομάλυνσης της ελληνικής οικονομίας. Η ευθύνη των ηγετών μας είναι τεράστια, χωρίς βέβαια να είναι άμοιροι ευθυνών και οι πολίτες, στων οποίων τα χέρια περνάει αύριο η καυτή πατάτα.
Αυτές τις μέρες, γράφεται Ιστορία, και εμείς καταφέραμε επί μία εβδομάδα, να διχαστούμε όχι επί της ουσίας, αλλά επί της διαδικασίας και επί της οικονομικής θεωρίας.