Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα έχει επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου ώστε να παραδώσει ένα βελτιωμένο σχέδιο της πρότασης, που παρουσίασε την προηγούμενη εβδομάδα και δεν έγινε αποδεκτή από τους Θεσμούς. Πιο συγκεκριμένα, το κείμενο 47 σελίδων που παρουσίασε η Ελλάδα θεωρήθηκε πως αποκλίνει πλήρως από της δημοσιονομικές δεσμεύσεις και τα μεταρρυθμιστικά μέτρα, επάνω στην βάση των οποίων οι Θεσμοί διαπραγματεύονται την συμφωνία. Εκτός αυτού, το κείμενο θεωρήθηκε «κακογραμμένο», είχε πολλαπλά φραστικά λάθη, χρησιμοποιούσε ανεπίσημη ορολογία και ακόμα και αν οι Θεσμοί συμφωνούσαν με τις αρχές του, λόγω των παραπάνω δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει την βάση για Μνημόνιο Κατανόησης της συμφωνίας (ΜοU).
Εδώ και σχεδόν 5 μήνες, η ελληνική κοινωνία ζει στον ρυθμό της «διαπραγμάτευσης». Το κράτος έχει πρακτικά παύσει τις πληρωμές του παντού, πέρα από την καταβολή βασικών μισθών και συντάξεων, ενώ η συνεχιζόμενη ανασφάλεια για το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης έχει κυριολεκτικά παγώσει την αγορά, ενώ (ακόμα χειρότερα)έχει φτάσει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στα απόλυτα όριά του. Με τις διαρροές καταθέσεων να συνεχίζονται αμείωτα και το τραπεζικό σύστημα να κρέμεται κυριολεκτικά από μια κλωστή (το ψαλίδι της οποίας κρατάει η ΕΚΤ…). Επίσης, το κράτος έχει κυριολεκτικά διακόψει τις δραστηριότητές του και σε άλλα κρισιμότατα ζητήματα, όπως για παράδειγμα στο θέμα της ολοκλήρωσης των μεγάλων δημοσίων έργων. Που ενώ υλοποιούνταν σε εντατικούς ρυθμούς και έβαιναν προς ολοκλήρωση πριν μόλις 5 μήνες, τώρα έχουν σχεδόν πλήρως διακοπεί στο σύνολό τους. Η ελληνική κυβέρνηση μιλά για εκβιαστική συμπεριφορά από πλευράς μεγαλοεργολάβων, επειδή έχει σκοπό να επαναδιαπραγματευθεί τις συμβάσεις παραχωρήσεις (δηλαδή τις τιμές των διοδίων). Οι ελληνικές κατασκευαστικές από την πλευρά τους, μιλούν για διακοπή από πλευράς κυβέρνησης της καταβολής των συμφωνημένων δόσεων για την αποπληρωμή των έργων. Προσωπικά, είμαι βέβαιος πως η αλήθεια βρίσκεται κάπου στην μέση. Ωστόσο το αποτέλεσμα και πάλι είναι πλήρως αντικειμενικό και ζημιογόνο κατά της Ελλάδας. Τα έργα διακόπηκαν.
Για να είμαι δίκαιος, θα αναφέρω πως όλα τα παραπάνω αξίζουν ως συνέπειες τις διαπραγμάτευσης (και με το παραπάνω…), αν τελικά υπάρξει όντως μια συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους που θα επιτρέψει στην ελληνική οικονομία να επανεκκινήσει. Μια συμφωνία που θα επιτρέψει την Ελλάδα να αναπτυχθεί και την ελληνική κοινωνία να ανασάνει οικονομικά. Μια συμφωνία που θα δώσει στην ελληνική οικονομία τα δύο κυρίαρχα χαρακτηριστικά που χρειάζεται απεγνωσμένα για να επιζήσει: δημοσιονομική ελάφρυνση και μεταρρυθμιστική ώθηση.
Προσωπικά είμαι πολύ προβληματισμένος. Διότι, ενώ γνωρίζω με βεβαιότητα πως η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με σθεναρότητα για το πρώτο χαρακτηριστικό, δεν είμαι καθόλου βέβαιος για την επικέντρωσή της στο δεύτερο. Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση (σωστά) επιμένει στην επαναδιαπραγμάτευση του δημοσίου χρέους και την ελάφρυνση των δημοσιονομικών στόχων. Επιβάλλεται για μια χώρα να μπορεί στοιχειωδώς να στηρίξει την εσωτερική της οικονομία για να αναπτυχθεί, μέσω της επαναδιάθεσης των πλεονασμάτων που θα παράγει. Ωστόσο η δημοσιονομική «μέγγενη» επιβλήθηκε στην Ελλάδα μόνο κατά τα μνημονιακά χρόνια και σαφώς δεν αποτελεί την βασική αιτία που η ελληνική οικονομία διαχρονικά καταστράφηκε. Η βασική αιτία υπήρξε η απουσία παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, που συντελέστηκε λόγω απουσίας μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων στην βελτίωση ενός τερατώδους και αντιοικονομικού δημοσίου τομέα, που απομυζούσε ολοκληρωτικά του πόρους του ελληνικού κράτους. Αυτό υποχρέωσε τους πολιτικούς μας να δανείζονται και να υπερχρεώνουν την χώρα, ώστε να επανεκλέγονται. Και αυτό μας πτώχευσε.
Σε αυτό το δεύτερο χαρακτηριστικό λοιπόν – στην ανάγκη υλοποίησης μεταρρυθμίσεων – δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι επικυρώνεται η κυβέρνηση. Προσωπικά, δεν είμαι καν βέβαιος τι ακριβώς θεωρούν ως «μεταρρυθμίσεις» κάποια από τα (κορυφαία) στελέχη της κυβέρνησης αυτής. Βασική αιτία για αυτό, είναι η ακροαριστερή κρατισκιστική ιδεοληψία που έχουν μέχρι τώρα δείξει σε πολλές αποφάσεις τους. Ελπίζω λοιπόν η κυβέρνηση να πετύχει στην διαπραγμάτευση και να ελαφρύνει δημοσιονομικά της ελληνική οικονομία. Ακόμα και αν διαγράφονταν πλήρως το δημόσιο χρέος της χώρας όμως, με πολιτικές του παρελθόντος είναι μαθηματικά βέβαιο ότι η Ελλάδα θα χρωστούσε περισσότερα σε λίγα χρόνια. Αν λοιπόν κάποιοι θέλουν να ελαφρύνουν την ελληνική οικονομία, και να κατευθύνουν τους νέους οικονομικούς πόρους σε συντάξεις από τα 50-55 έτη, κάθε είδους επιδόματα, πλήρη απουσία αξιοκρατίας και αξιολόγησης στο δημόσιο, ανεξέλεγκτες προσλήψεις στον κρατικό μηχανισμό και αναγέννηση του «κρατισμού», είναι μαθηματικό βέβαιο ότι πάλι θα πτωχεύσουν την Ελλάδα σε λίγα χρόνια. Το μαρτύριο της σταγόνας ενδέχεται να συνεχιστεί λοιπόν. Τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο και μακροπρόθεσμα. Δυστυχώς πρέπει κάποιοι στην κυβέρνηση -όσο και μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας- να αλλάξει επιτέλους νοοτροπία. Να «αλλάξει μυαλά» κατά το κοινώς λεγόμενον…