Αναστάσιος Σιδηρόπουλος, Οικονομολόγος – Διευθυντής Προγραμμάτων της Αναπτυξιακής Δυτικής Μακεδονίας Α.Ε. – ΑΝΚΟ
Εισήγηση στο πλαίσιο της ημερίδας “Το μέλλον της Ενέργειας στη Δυτική Μακεδονία” που διοργανώθηκε στην Πτολεμαΐδα στις 14/12/2019.
Η περίοδος της βιομηχανίας του λιγνίτη στη Δυτική Μακεδονία ξεκινά επίσημα τον Σεπτέμβριο του 1956, όταν η εταιρεία ΛΙΠΤΟΛ ΑΕ (Λιγνιτωρυχεία Πτολεμαΐδας), υπέγραψε σύμβαση με τη Γερμανική εταιρεία KHD για την κατασκευή του πρώτου σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύσιμο λιγνίτη ισχύος 10 MW.
Έκτοτε, οι ατμοηλεκτρικοί σταθμοί πολλαπλασιάζονται και νέα ορυχεία ανοίγονται συνεχώς στον άξονα Αμυνταίου – Πτολεμαΐδας – Κοζάνης. Ο λιγνίτης, ως εγχώρια ύλη, αναλαμβάνει πλέον κυρίαρχη θέση στο ενεργειακό σύστημα της χώρας ως εθνικό καύσιμο και συμβάλλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη της χώρας και φυσικά στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου της περιοχής.
Παραδοσιακές ασχολίες και οικονομικές δραστηριότητες κατά μήκος του ενεργειακού άξονα εγκαταλείπονται σταδιακά εξαιτίας της ελκυστικότητας του ενεργειακού τομέα, ο οποίος προσφέρει σταθερή και καλά αμειβόμενη εργασία, με αποτέλεσμα το οικονομικό προφίλ της περιοχής να αποκτήσει χαρακτήρα μονοκαλλιέργειας.
Φυσικά οι πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις της οικονομικής δραστηριότητας του λιγνίτη στην τοπική οικονομία και κοινωνία ήταν περισσότερο από εμφανείς, ιδιαίτερα στην Πτολεμαΐδα, η οποία μετατρέπεται από αγροτική κωμόπολη μεσαίου μεγέθους σε αστικό κέντρο με ραγδαία πληθυσμιακή αύξηση (Πίνακας 1), εμπορικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες και έντονη ανάπτυξη του οικιστικού της ιστού. Σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό επηρεάζονται και οι κοινότητες που συναποτελούσαν παλαιότερα την επαρχία Εορδαίας και σήμερα τον ενιαίο Δήμο Εορδαίας.
Όμως οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο αναφορικά με την κλιματική αλλαγή και την πλήρη κατάργηση των ορυκτών καυσίμων για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας οδηγούν σε οριστική παύση της κυρίαρχης οικονομικής δραστηριότητας της περιοχής ύστερα από συνεχή παρουσία 70 και πλέον ετών.
Το γεγονός αυτό της ενεργειακής μετάβασης έρχεται μάλιστα ύστερα από μια πολυετή δραματική περίοδο δημοσιοοικονομικής κρίσης που συρρίκνωσε το εισόδημα και εκτίναξε την ανεργία.
Ας δούμε λοιπόν πώς διαμορφώθηκαν διαχρονικά οι βασικοί μακροοικονομικοί δείκτες στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας και συγκεκριμένα η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία και η διάρθρωσή της καθώς και η Ανεργία.
Α) Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ)
Η ΑΠΑ, δηλαδή ο πλούτος που παράγεται στην Περιφέρεια, ύστερα από επεξεργασία των διαθέσιμων στατιστικών στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ για την περίοδο 2000 – 2016, αποτυπώνεται στους ακόλουθους Πίνακες 2 και 3:
Τα συμπεράσματα που εξάγονται από την ανάλυση των πινάκων είναι τα εξής:
- Διακρίνονται δύο περίοδοι, η πρώτη αφορά στα έτη από το 2000 – 2009 κατά τα οποία παρατηρείται αυξητική πορεία της συνολικής ΑΠΑ και η δεύτερη στην περίοδο 2010 – 2016 που ταυτίζεται με αυτήν της οικονομικής κρίσης και κατά την οποία σημειώνεται σημαντική πτώση της συνολικής ΑΠΑ της Δυτικής Μακεδονίας. Την αύξηση κατά 55% του παραγόμενου περιφερειακού πλούτου της πρώτης περιόδου, ακολούθησε πτώση κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης σε ποσοστό 24% (Διάγραμμα 1).
- Η διακύμανση της προερχόμενης από τον ενεργειακό τομέα ΑΠΑ είναι πιο ομαλή και στις δύο περιόδους και μάλιστα κατά την πρώτη πενταετία της κρίσης ο τομέας της ενέργειας κινείται ανοδικά συγκρατώντας σε ένα βαθμό τη συνολική πτωτική πορεία της ΑΠΑ, δεδομένου ότι όλοι οι υπόλοιποι τομείς οικονομικής δραστηριότητας στην περιοχή υπέστησαν καθίζηση. Φυσικά στα δύο τελευταία έτη της ανάλυσης (2015-2016) ο ενεργειακός τομέας ακολουθεί κι αυτός τη συνολική πτώση της ΑΠΑ (Διάγραμμα 2).
- Η συμμετοχή του ενεργειακού τομέα στη διαμόρφωση της συνολικής ΑΠΑ της Δυτικής Μακεδονίας είναι σταθερά άνω του 30% (και για τις ενεργειακές Περιφερειακές Ενότητες Κοζάνης και Φλώρινας 45% και 35% αντίστοιχα), καταδεικνύοντας έτσι την κυριαρχία του στο παραγωγικό σύστημα της περιοχής και στην αυξημένη προσπάθεια που απαιτείται για διαφοροποίησή του μέσω της αύξησης της συμμετοχής των λοιπών οικονομικών δραστηριοτήτων. Για την περίοδο λοιπόν 2000 – 2016 η συμμετοχή των διαφόρων τομέων οικονομικής δραστηριότητας κατά μέσο όρο στη συνολική ΑΠΑ της Δυτικής Μακεδονίας παρουσιάζεται στο ακόλουθο Διάγραμμα 3:
Ειδικότερα για το τελευταίο έτος (2016) η διάρθρωση μεταβάλλεται ελαφρά με ενίσχυση του πρωτογενή τομέα και της μεταποίησης και μείωση του ενεργειακού τομέα, γεγονός που ενδεχομένως να δείχνει το δρόμο για την διαφοροποίηση του παραγωγικού συστήματος (Διάγραμμα 4).
Β) Ανεργία
Η Ανεργία διαχρονικά αποτελεί βασικό οικονομικό αλλά πρωτίστως κοινωνικό πρόβλημα της Δυτικής Μακεδονίας, ακόμη και στις περιόδους ευμάρειας κατά τις οποίες η παραγόμενη Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία ήταν υψηλή.
Στον Πίνακα 4 διαπιστώνεται ότι μετά το 1990 η ανεργία στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας είναι υψηλότερη του μέσου όρου της χώρας, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην οικονομία της περιοχής υπάρχει σημαντικό διαρθρωτικό πρόβλημα με έντονες κοινωνικές προεκτάσεις.
Τα συμπεράσματα που εξάγονται από την ανάλυση του πίνακα καθώς και από το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον της περιοχής είναι τα εξής:
- Η κυριαρχία εδώ και δεκαετίες του ενεργειακού τομέα δημιούργησε συνθήκες μονοδιάστατης ανάπτυξης κατά μήκος του άξονα Κοζάνη – Πτολεμαΐδα – Αμύνταιο – Φλώρινα.Η εισοδηματική ευημερία που προσέφερε σε οικογενειακό επίπεδο στην περιοχή (σταθερότητα εργασίας, υψηλές αμοιβές) ουσιαστικά περιόρισε σε σημαντικό βαθμό οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική παραγωγική προσπάθεια, καθιστώντας την ευάλωτη σε συνθήκες κρίσης κατά την οποία οι ευκαιρίες απασχόλησης στον συγκεκριμένο τομέα περιορίζονται (περίοδος μετά το 2009 – Διάγραμμα 5).
- Οι επιπτώσεις στην απασχόληση της Δυτικής Μακεδονίας από την απολιγνιτοποίηση θα επιβαρύνουν περαιτέρω την ήδη θλιβερή πρωτιά που κατέχει η περιοχή ως προς το ποσοστό ανεργίας.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (2018), από ένα σύνολο εργατικού δυναμικού 118.200 ατόμων, οι εργαζόμενοι ανέρχονται σε 86.300 και οι άνεργοι σε 31.900, δηλαδή στο 27% του ενεργού πληθυσμού της Περιφέρειας.
Εάν θεωρηθεί ότι σήμερα οι εργαζόμενοι σε ορυχεία και σταθμούς παραγωγής στη Δυτική Μακεδονίας ανέρχονται περίπου σε 5.000, τότε με την πλήρη απολιγνιτοποίηση που θα επέλθει με το κλείσιμο και των τελευταίων σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 2028, χωρίς τη λήψη ισοδύναμων μέτρων αποκατάστασης της απασχόλησης, το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί στο 31%.
Το σοβαρότερο όμως ζήτημα που προκύπτει είναι αυτό των εμμέσων και επαγόμενων επιπτώσεων στο εισόδημα και την συνολική απασχόληση της περιοχής, δεδομένης της υψηλής εξειδίκευσής της στον ενεργειακό τομέα.
Σύμφωνα με σχετική μελέτη εκτίμησης των επιπτώσεων από τη μετάβαση της περιοχής σε καθεστώς χαμηλής λιγνιτικής δραστηριότητας που εκπονήθηκε από το ΤΕΕ – Τμήμα Δυτικής Μακεδονίας το 2012 και βρίσκεται σε φάση επικαιροποίησης, ο πολλαπλασιαστής εισοδήματος του ενεργειακού τομέα υπολογίζεται σε 3,5. (Εφαρμογή μοντέλου Εισροών – Εκροών με περιφερειοποίηση του αντιστοίχου πίνακα της χώρας).
Αυτό σημαίνει ότι για κάθε μια μόνιμη θέση στα ορυχεία και τους σταθμούς παραγωγής δημιουργούνται και συντηρούνται 3,5 θέσεις στην τοπική αγορά εργασίας ή με άλλα λόγια για κάθε ένα ευρώ που δαπανά η ΔΕΗ σε μισθούς και εργολαβίες, προκύπτουν επαγωγικά, περισσότερα από τρία ευρώ στον κύκλο της τοπικής οικονομίας.
Κατά συνέπεια, η συνολική επίπτωση στην τοπική αγορά εργασίας από το κλείσιμο όλων των σταθμών παραγωγής και των ορυχείων, χωρίς την έγκαιρη ανάληψη των αναγκαίων πρωτοβουλιών για την δίκαιη μετάβαση της οικονομίας, μπορεί να σημαίνει 17.500 νέους ανέργους, εκτινάσσοντας την ήδη πολύ υψηλή ανεργία στο 42%.
Τέλος, η απολιγνιτοποίηση πέραν των ανωτέρω περιγραφομένων επιπτώσεων στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία και την Ανεργία, δημιουργεί και ένα πλαίσιο ζητημάτων που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την περιοχή και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, όπως:
- η διασφάλιση της βιώσιμης λειτουργίας των Τηλεθερμάνσεων των πόλεων Πτολεμαΐδας, Κοζάνης, Αμυνταίου και Φλώρινας,
- η πορεία των ήδη προγραμματισμένων μετεγκαταστάσεων οικισμών,
- η αποκατάσταση των εξοφλημένων ορυχείων αλλά και η μέριμνα για την διαχείριση των ενεργών ορυχείων και τελικά
- η συγκράτηση του νέου πληθυσμού
Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, από μακροοικονομική σκοπιά το ζήτημα ανάγεται στην προσπάθεια:
Ø για ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων από την απολιγνιτοποίηση σε πρώτο επίπεδο και
Ø για σταδιακή αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος σε δεύτερο επίπεδο που να βελτιώνει την εξίσωση του παραγόμενου πλούτου (ΑΕΠ) της Περιφέρειας,
το οποίο σύμφωνα με τη μέθοδο της τελικής δαπάνης, ισούται με το άθροισμα της Ιδιωτικής Κατανάλωσης, των Ακαθαρίστων Επενδύσεων Παγίου Κεφαλαίου, των Δημοσίων Δαπανών και των Καθαρών Εξαγωγών [ΑΕΠ = C + (I + Δinv) + G + (X-M)].
Κρίσιμη παράμετρος της εξίσωσης είναι οι ιδιωτικές και οι δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση των θέσεων εργασίας, σε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και κατά συνέπεια της κατανάλωσης και με τον τρόπο αυτό στην ενεργοποίηση του συνολικού κύκλου της περιφερειακής οικονομίας προς μια ανοδική τροχιά.
Η προσπάθεια θα πρέπει να γίνει προς δύο κατευθύνσεις:
Ø Πρώτον στην αναζήτηση εκείνων των εναλλακτικών οικονομικών δραστηριοτήτων, των οποίων το πολλαπλασιαστικό αποτύπωμα στο εισόδημα και την απασχόληση της περιοχής σταδιακά να αντικαταστήσει τις απώλειες.
Ø Δεύτερον στην αναζήτηση νέων καινοτόμων τεχνολογιών αξιοποίησης του λιγνίτη που να αποφέρουν προστιθέμενη αξία στην περιοχή.
Και στις δύο περιπτώσεις απαιτούνται αφ’ ενός σημαντικοί πόροι, δημόσιοι και ιδιωτικοί και αφ’ ετέρου, προκειμένου η Περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας να καταστεί ελκυστική για επενδύσεις, μια σειρά από θεσμικές και χρηματοδοτικές ρυθμίσεις που να προβλέπουν μεταξύ άλλων:
- Ευνοϊκό φορολογικό πλαίσιο με μειωμένους άμεσους φορολογικούς συντελεστές καθώς και χαμηλή φορολόγηση των επενδύσεων αναφορικά με το σχηματισμό παγίου κεφαλαίου. Στο τραπέζι λοιπόν εκ νέου η ιδέα για τη δημιουργία ειδικής αναπτυξιακής ζώνης που να διασφαλίζει το φορολογικό αυτό πλαίσιο.
- Διαμόρφωση χρηματοδοτικών κινήτρων με προγράμματα επιδοτήσεων εξοπλισμού, εργατικού κόστους και δανειακών διευκολύνσεων των επιχειρήσεων.
- Εξασφάλιση κατάλληλων υποδομών εγκατάστασης (Βιομηχανική περιοχή ή βιοτεχνικό πάρκο με έτοιμα δίκτυα κοινής ωφέλειας και τηλεπικοινωνιών, καθώς και μεταφορικών υποδομών (με έμφαση στο σιδηροδρομικό δίκτυο) και υπηρεσιών (Logistics) που να διευκολύνουν την μεταφορά των προϊόντων και των πρώτων υλών από και προς τους κύριους μεταφορικούς άξονες και τα μεγάλα καταναλωτικά κέντρα.
- Διαμόρφωση ενός ευνοϊκού – φιλικού επενδυτικού περιβάλλοντος με μείωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών και επιτάχυνση των κάθε μορφής αδειοδοτήσεων με τη μορφή fast track.
Συνεπώς, για την κατά το δυνατόν λιγότερο επώδυνη μετάβαση της περιφερειακής οικονομίας σε ένα νέο βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο θα πρέπει να γίνει σημαντικότατη προσπάθεια σε διάφορα επίπεδα, η οποία θα διασφαλίζει το στόχο της αποτροπής των αρνητικών επιπτώσεων από την πλήρη απολιγνιτοποίηση όπως προβλέπεται στο υπό διαβούλευση Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα – ΕΣΕΚ (Διάγραμμα 6) και τη συνολική βελτίωση της απασχόλησης μέσα από την υλοποίηση ενός Ολοκληρωμένου Αναπτυξιακού Προγράμματος. Ενός προγράμματος με πολυεπίπεδη διάσταση, θεσμική, χρηματοδοτική και διαχειριστική.
Το αναμενόμενο master plan της πολιτείας σε συνδυασμό με τον μέχρι σήμερα εκπονούμενο σχεδιασμό για τη μετάβαση από την Ομάδα Εργασίας της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας (Coal Platform Team) καθώς και τα παραδοτέα της τεχνικής υποστήριξης της Παγκόσμιας Τράπεζας που έχει αναλάβει την εκπόνηση οδικού χάρτη μετάβασης της Δυτικής Μακεδονίας εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ο οποίος περιλαμβάνει:
- Τον χωροταξικό σχεδιασμό για την ορθολογική αξιοποίηση των εξοφλημένων ορυχείων λιγνίτη και των εγκατεστημένων μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με την παράλληλη αναλυτική προσέγγιση μεγάλων έργων.
- Τη διαμόρφωση και εφαρμογή ενός αποτελεσματικού μοντέλου διακυβέρνησης για τη μετάβαση.
- Τη διαμόρφωση του κατάλληλου θεσμικού και χρηματοδοτικού πλαισίου που θα υποστηρίξει την μετάβαση,
θα πρέπει να κατατείνουν προς μια πραγματικά δίκαιη μετάβαση της περιφερειακής οικονομίας σε ένα νέο παραγωγικό σύστημα.
Μπορεί για την χώρα η κλιματική αλλαγή να οδηγεί στην ενεργειακή μετάβαση, την Δυτική Μακεδονία όμως την οδηγεί στην μετάβαση της συνολικής της οικονομίας και κατά συνέπεια είναι ζήτημα επιβίωσής της.
Το εγχείρημα είναι ιδιαίτερα δύσκολο και αποδεικνύεται τέτοιο από ανάλογες προσπάθειες άλλων χωρών και άλλων περιφερειών που επιχείρησαν να αλλάξουν το παραγωγικό τους σύστημα. Αποτελεί όμως μονόδρομο στον οποίο φυσικά κανείς δεν περισσεύει.
Θετικό στοιχείο είναι η συνειδητοποίηση του ζητήματος της μετάβασης από την πολιτεία και όλους σχεδόν τους φορείς και τους πολίτες, κάτι το οποίο παλαιότερα δεν θεωρούταν αυτονόητο. Και επίσης ότι δεν ξεκινούμε από το μηδέν, αλλά προηγήθηκε αρκετή δουλειά σε επίπεδο μελετών βάσης, επαφών και γνωστοποίησης του ζητήματος σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο και μάλιστα με ανταλλαγή απόψεων και συνεργασία με αντίστοιχες περιφέρειες της Ευρώπης. Η προσπάθεια όμως αυτή θα πρέπει να συνεχιστεί και μάλιστα με εντονότερο ρυθμό έτσι ώστε να έχουμε τα πρώτα απτά θετικά αποτελέσματα.
Δυστυχώς το ορόσημο του 2028 δεν αφήνει πολλά περιθώρια εφησυχασμών και καθυστερήσεων.
Σε κάθε περίπτωση όμως η μετάβαση αυτή είναι πρωτίστως Εθνική Υπόθεση και υποχρέωση της πολιτείας να ανταποδώσει στο ελάχιστο την σημαντικότατη προσφορά της περιοχής για την ανάπτυξη της Χώρας.